Οι αρχαίοι έλληνες ήταν ένας από τους ευσεβέστερους λαούς. Πλήθος ναών υπήρχαν παντού και πλήθος αγαλμάτων θεών και ηρώων ήταν στημέν...
Οι αρχαίοι έλληνες ήταν ένας από τους ευσεβέστερους λαούς. Πλήθος ναών υπήρχαν παντού και πλήθος αγαλμάτων θεών και ηρώων ήταν στημένα όχι μόνο σε ναούς και ιερά, όπου είναι η θέση τέτοιων αγαλμάτων, αλλά και στην Αγορά και στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων πόλεων.
Η κλασική αρχαιότητα έχει υπερτιμηθεί ως «βράχος» του ορθολογισμού. Η ιστορική πραγματικότητα όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Την κλασική εποχή στην αρχαία Ελλάδα λάτρευαν ξόανα, λείψανα, εικονίσματα κ.λπ., έκαιγαν βιβλία, κυνηγούσαν φιλοσόφους κι επιστήμονες, έκαναν μάγια, ξόρκια, βουντού, καταδεσμεύσεις κι ένα σωρό άλλες μυστικιστικές μεταφυσικές ανοησίες, που έχουμε συνηθίσει να τις συναντάμε τον Μεσαίωνα.
Στο άρθρο αυτό καταγράφονται δειγματοληπτικά αρκετές περιπτώσεις αρχαίων ελληνικών μεσαιωνικών πρακτικών, από τις οποίες καταδεικνύεται, ότι ο χριστιανικός Μεσαίωνας, αργά και σταθερά, στον αρχαίο κόσμο άρχισε να κυοφορείται ─πολύ νωρίτερα απ’ ότι θεωρούμε─ με διαδικασίες απόλυτα φυσιολογικές και αναμενόμενες. Ο χριστιανισμός δεν έφερε κάτι νέο, απλά υιοθέτησε την εκφυλισμένη σκέψη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις τελετές κ.λπ. της εποχής του.
Ο Οδυσσέας, η θεά Αθηνά και η Ναυσικά σε αρχαίο αγγείο. Οι έλληνες καλλιτέχνες έκαναν κατάχρηση θρησκευτικών και μυθολογικών θεμάτων σε έργα προορισμένα για την καθημερινή ζωή. Γι’ αυτό οι εικόνες θεών και ηρώων αφθονούν στην ελληνική εικαστική δημιουργία, ενώ οι κοινοί άνθρωποι είναι σπάνιοι. Η τέχνη στην αρχαία Ελλάδα υπηρετούσε τη θρησκεία. |
Επίσημη θρησκεία
και πηγαία λατρευτική διάθεση
Στα κλασικά χρόνια είχε ήδη δημιουργηθεί μια «επίσημη θρησκεία» με εντυπωσιακές γιορτές, επιδεικτικές πομπές καί πολυδάπανες θυσίες. Οι παλιοί θεοί άρχισαν να εξελίσσονται σε φρουρούς των πόλεων ως «πολιούχοι θεοί».
Η γνήσια όμως λατρευτική διάθεση δεν έπαψε και στον 5ο αιώνα να τροφοδοτείται από τον αρχικό θρησκευτικό πυρήνα των γιορτών, καθώς και από τις ταπεινές λαϊκές ή τις ιδιωτικές ιεροπραξίες, που ποτέ δεν έχασαν τον πηγαίο θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Τα παλιά ξόανα με την υποτυπώδη μορφή της θεότητας δεν είχαν χάσει την αξία τους για τη λατρεία ούτε οι αλάξευτοι λίθοι τη μυστική τους δύναμη.
Οι τρεις όμορφες πέτρες στον Ορχομενό ήταν πιο σεβαστές από τα στημένα πλάι τους ισάριθμα και ωραία αγάλματα των Χαρίτων. Κοντά στον Ορχομενό, στα βόρεια της Κωπαΐδας, διατηρείτο ως τα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας, μιαεντελώς αλάξευτη πέτρα, η οποία θεωρείτο εικόνα του Ηρακλή, εξαιρετικά σεβάσμια, γιατί κοντά σ’ αυτήν έβρισκαν τη θεραπεία τους πολλοί άρρωστοι.
Και ο φημισμένος τοπικός θεός την Θεσπιών, Έρως, είχε τιμηθεί με αγάλματα φημισμένων πλαστών, οι θεσπιείς όμως, τιμούσαν περισσότερο μιαακατέργαστη πέτρα («αργόν λίθον»), που ήταν η αρχαιότερη εικόνα του θεού.
Ένα κομμάτι ξύλου στο «Θάλαμο της Σεμέλης» στη Θήβα ήταν αντικείμενο εξαιρετικά ιερό. Το είχαν επενδύσει στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας μέ χάλκινο διάκοσμο και το τιμούσαν για την υπερφυσική του δύναμη ωςΔιόνυσο Καδμείο.
|
Αντικείμενα και χώροι
με υπεραίσθητη δύναμη
Στη Χαιρώνεια τιμούσαν ως το τέλος της αρχαιότητας με λατρεία θερμότερη από ό,τι τους άλλους θεούς ένα «σκήπτρο» ή «δόρυ», που το είχε κατασκευάσει ο θεός Ήφαιστος για τον Δία. Ο Ζευς το είχε χαρίσει στον Πέλοπα και στο τέλος το είχε χρησιμοποιήσει και ο Αγαμέμνων.
Ο Ηρόδοτος διηγείται τη μακρά και επίπονη προσπάθεια των λακεδαιμονίων να βρουν και να μεταφέρουν στη Σπάρτη τα οστά του Ορέστη, που θα τους βοηθούσαν να πάρουν την Τεγέα. Οι αθηναίοι «ανακάλυψαν» με θαυματουργό τρόπο, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω, και μετέφεραν τα οστά του Θησέα από τη Σκύρο, ίδρυσαν δε το Θησείο, ένα από τα πιο σεβάσμια ιερά της Αθήνας. Οι ήρωες όμως, όπως ο Θησέας κ.λπ., είναι μυθολογικά κι όχι ιστορικά πρόσωπα, δεν έχουν πραγματικά υπάρξει. Η θαυματουργή εύρεση και λατρεία των πτωμάτων διάφορων τέτοιων φανταστικών προσώπων είναι ίδια με τη θαυματουργή εύρεση και λατρεία των πτωμάτων διαφόρων αγίων του χριστιανισμού, οι περισσότεροι των οποίων είναι επίσης προϊόντα της φαντασίας. | Πολύ διαδεδομένη ήταν η πίστη, πως τα λείψανα των ηρώων μπορούσαν να σώζουν τις πόλεις, που τα κατείχαν και τα τιμούσαν |
Παρόμοια δύναμη είχαν όλα τα φημισμένα αρχαιότροπα ξόανα των θεών, τα οποία ήταν κομμάτια ξύλου με στοιχειώδη μόνο λάξευση, που για να τα αποκτήσουν όμως οι πόλεις έκαναν συχνά μακρούς αγώνες.
Μια από τις γνωστότερες τραγωδίες του Ευριπίδη έχει για θέμα την απαγωγή από την Ταυρική χερσόνησο του θαυματουργού ξόανου της Αρτέμιδας, με τη λατρεία του οποίου ήταν επιφορτισμένη η Ιφιγένεια.
Εξίσου σεβαστή ήταν η παλιά εικόνα της Ήρας της Σάμου, που περιγράφεται ως απλή «άξοος σανίς», την οποία όμως, οι σαμιώτες τιμούσαν περισσότερο από το νεότερο ωραίο άγαλμα της θεάς.
Πτωματολατρία υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. | Το ξόανο με την υποτυπώδη ανθρώπινη μορφή, που λεγόταν «βρέτας», ήταν το «έδος της θεϊκής δυνάμεως» και προκαλούσε θρησκευτικό δέος. Το νεότερο μαρμάρινο ή χάλκινο πλαστικό έργο χαρακτηριζόταν ως «άγαλμα» του θεού ή της θεάς (που έκανε απλώς τον θεό ή τη θεά να «αγάλλεται»). Στο πρώτο, το κέντρο βάρους έπεφτε στο περιεχόμενο (προκαλούσε μυστικό κλονισμό με τη δύναμη που περιείχε), στο δεύτερο, έπεφτε στη μορφή (σκοπός του ήταν να προσφέρει απόλαυση καλαισθητική). Πολλά είναι τα παραδείγματα των πόλεων, οι οποίες ήθελαν να αντικαταστήσουν φθαρμένα παλιά ξόανα με νεότερα ευπαρουσίαστα αγάλματα, αλλά εμποδίζονταν από όνειρα και θεϊκά σημάδια κι έτσι αποφάσιζαν ή να μη στήσουν καινούργια ή να διατηρήσουν τα παλιά πλάι στα καινούργια. |
Η ίδια σχέση, που υπήρχε ανάμεσα στο δυναμούχο «βρέτας» ή ελάχιστα δουλεμένο ξόανο της θεότητας και στο καλαίσθητο άγαλμά της, υπήρχε και ανάμεσα στους ιερούς χώρους (με διάχυτη μυστική δύναμη) και στους ευπαρουσίαστους ναούς. Αν οι επιβλητικοί ναοί των πόλεων συνδέθηκαν οριστικά με την επιδεικτική επίσημη θρησκεία, υπήρχε όμως και στα κλασικά χρόνια ένα πλήθος ιερών χώρων, όπου ποτέ δεν έλειψε ή δεν ατόνησε η θερμή λατρεία.
Σε μερικούς από τους χώρους αυτούς, γνωστούς ως άβατα ή άδυτα, οι πιστοί απέφευγαν να μπουν, για να μην πάθουν κακό από τη μυστηριώδη δύναμή τους. Αντίθετα, στα «εγκοιμητήρια» των ιερών έμπαιναν για να εφελκύσουν την ευεργετική δύναμη των θεϊκών υπάρξεων, τη διάχυτη μέσα σ’ αυτά. Έμπαιναν επίσης, σε ιερές σπηλιές για να στρέψουν προς τον εαυτό τους με προσφορές και ευχές τη δύναμη των δαιμονικών υπάρξεων, που έδρευαν εκεί.
Ο ευμεγέθης διώροφος εικονιζόμενος ναός έχει ανεγερθεί στη Σρι Λάνκα, προκειμένου να στεγάσει το μοναδικό δόντι, που σύμφωνα με τη βουδδιστική παράδοση, διασώθηκε μετά την αποτέφρωση του Βούδδα. Πλήθος προσκυνητών τον επισκέπτονται καθημερινά, για να καταθέτουν τις προσφορές τους και να συμμετέχουν στις ιεροτελεστίες σεβασμού στο δόντι. Το ίδιο το δόντι όμως, δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί ποτέ σε κανέναν.
Μικρή λεπτομέρεια: Το μοναδικό δόντι του Βούδδα φυλάσσεται επίσης, στο ναό Ling Guang στην Κίνα, στο μοναστήρι Fo Guang Shan στην Ταϊβάν και στο ναό Engakuji στην Ιαπωνία. |
Όμοιες προσφορές γίνονταν σε βωμούς ιδρυμένους κοντά σε πηγές ή μέσα σε ιερά άλση, για να ευοδωθεί η βλάστηση. Σε χώρους, όπου είχε πέσει κεραυνός, τους ονομαζομένους «ενηλύσια», γίνονταν ιεροπραξίες για τη δέσμευση της ολέθριας δύναμης, που είχε εγκαθιδρυθεί εκεί.
Κάθε πόλη φρόντιζε να διατηρεί χώρους ιερούς, αβεβήλωτους από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, για να ασκείται σ’ αυτούς η λατρεία των θεών. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι «τέμνονταν» από το βέβηλο περιβάλλον, ονομάζονταν «τεμένη» και είχαν μέσα ένα βωμό, κάποτε και ναό με λατρευτική εικόνα, του εκεί τιμώμενου θεού.
Πόσο οι πόλεις σέβονταν τους ιερούς αυτούς χώρους, αν και συχνά δεν ήταν ευπαρουσίαστοι, διδάσκει η ιστορία του αθηναϊκού Ερεχθείου, το οποίο κτίστηκε, για να εξωραΐσει τη θέση εκείνη της Ακρόπολης, άφησε όμως άθικτα και ορατά όλα τα παλιά σεβάσματα, όπως τα σημάδια της τρίαινας, τοΠανδρόσειο, τον τάφο του Κέκροπα, την «κεκυφυία» ελιά.
Το ίδιο και στους Δελφούς έμεινε ως το τέλος της αρχαιότητας άθικτο το παλιό ύπαιθρο ιερό της Γης με τους αγιασμένους βράχους και τα βαθουλώματα του εδάφους. Στη Θήβα διατηρήθηκε ως τον δεύτερο ή τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα ο λεγόμενος «θάλαμος της Σεμέλης», ένα ερείπιο στο κέντρο της πόλης που, κατά τις τοπικές παραδόσεις, ήταν κάποτε το δωμάτιο της βασιλοπούλας Σεμέλης, της κόρης του Κάδμου, και καταστράφηκε από τον κεραυνό του Δία, όταν η Σεμέλη ήταν έγκυος στον Διόνυσο. Από τότε έμενε απλό χάλασμα, που το τιμούσαν όμως οι θηβαίοι ως το κατ’ εξοχήν άβατό τους.
Παναθήναια ─ Λατρεία για ένα πανίΤα Παναθήναια, η κυριότερη γιορτή της Αθήνας, προς τιμή της πολιούχου θεάς, χαρακτηριζόταν από εξαιρετική λαμπρότητα. Έπαιρναν μέρος σ’ αυτήν άρχοντες, ιερείς, νεαροί ιππείς και όλοι οι πολίτες. Περιλάμβανε θυσίες, αγώνες και κυρίως την επιβλητική πομπή, κατά την οποία περιέφεραν στην πόλη ένα κομμάτι πανί.
Το πανί ήταν το πέπλο ─υποτίθεται─ της Αθηνάς. Οι χριστιανοί στις μέρες μας περιφέρουν κι αυτοί πανιά, την Τιμία Ζώνη, δηλαδή τη ζώνη ─υποτίθεται─ της Παναγίας.
Το πανί αυτό το έπλεναν σε ειδική γιορτή, τα Πλυντήρια, που διαρκούσαν πέντε μέρες. Οι ιερείς έβγαζαν από το ξόανο της θεάς το πέπλο και τα όπλα, τα μετέφεραν στο Φάληρο, όπου τα έπλεναν τελετουργικά στη θάλασσα κάποιες γυναίκες, που ονομάζονταν πλυντρίδες ή λουτρίδες, ενώ στην πόλη, που εκείνη την ημέρα έμενε χωρίς την υπερφυσική προστασία της, έπαυε κάθε εργασία.
Σχεδιαστική αναπαράσταση του Θεάτρου του Διονύσου,
κάτω από το βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών.
Στην οροφή του οίκου του θεάτρου υπήρχε το Θεολογείο, όπου εμφανίζονταν οι θεοί.
Θέατρο για τη ΘρησκείαΗ εμφάνιση της ύψιστης πνευματικής έκφρασης των κλασικών χρόνων, του δράματος, συνδεόταν με τη θρησκεία, τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων. Το θέατρο υπήρξε εξέλιξη θρησκευτικών τελετών προς τιμή του Διονύσου. Είχε παιδευτικό χαρακτήρα, κυρίως όμως, όσον αφορά στη θρησκεία. Στις περισσότερες τραγωδίες τα θέματα ήταν καθαρά θρησκευτικά/μυθολογικά. Παντού και πάντα εμφανίζονταν θεοί, που έπαιρναν μέρος στα δρώμενα. Κάτω στη σκηνή υπήρχε το λογείο, όπου εμφανίζονταν οι θνητοί, ενώ στο επάνω μέρος το θεολογείο, απ’ όπου εμφανίζονταν και μιλούσαν οι θεοί. Μέχρι και ειδικούς γερανούς είχαν κατασκευάσει, ώστε να κατεβαίνουν οι θεοί από τον ουρανό («από μηχανής θεός»).
Εξέλιξη του αρχαίου θεάτρου αποτελεί η συναγωγή και ο χριστιανικός ναός. Μελετώντας κάποιος την αρχιτεκτονική δομή του χριστιανικού ναού και τη λειτουργικότητά του, θα αναγνωρίσει εύκολα την αρχιτεκτονική δομή και λειτουργικότητα του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.
Τα κύρια μέρη του θεάτρου ήταν: η σκηνή, το προσκήνιο, η ορχήστρα, το κοίλον, τα παρασκήνια, ο χορός κ.ά..
─ Η σκηνή αντιστοιχεί στο χριστιανικό Ιερό.
─ Το προσκήνιο ήταν μια σειρά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα σκηνικά). Υπήρχαν και πύλες, απ’ όπου έβγαιναν οι υποκριτές. Στο χριστιανικό ναό αντιστοιχεί στο τέμπλο και τις τρεις πύλες του.
─ Οι υποκριτές αντιστοιχούν στους ιερείς.
─ Οι πάροδοι, οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή, που οδηγούσαν στην ορχήστρα και συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες αντιστοιχούν στουςδιαδρόμους δεξιά και αριστερά, που είναι σκεπασμένοι με το γυναικωνίτη.
─ Ο χορός αντιστοιχεί στους δεξιούς και αριστερούς ψάλτες.
─ Το κοίλον, το μέρος όπου στεκόταν το κοινό απέναντι από τους υποκριτές αντιστοιχεί στον κυρίως ναό, όπου στέκονται οι πιστοί απέναντι από τους ιερείς.
Στο κέντρο περίπου του περίβολου βρισκόταν ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία,
που στέγαζε το περίφημο χρυσοελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του Φειδία. Πίσω από το ναό υπήρχε ο μεγάλος βωμός του Δία. Αριστερά στο βάθος το Ηραίο, δεξιότερα το Νυμφαίο. Μπροστά υπήρχε το Μητρώον (ναός της Ρέας). Ολόκληρος ο χώρος ήταν κατάσπαρτος από αναθήματα και αγάλματα θεών. Όταν τιμωρούνταν παραβάτες αθλητικών κανονισμών, πλήρωναν χρηματικό πρόστιμο. Από τα χρήματα αυτά κατασκευάζονταν αγάλματα του Δία, οι Ζάνες, που τοποθετούνταν μπροστά από την είσοδο του Σταδίου. |
Θρησκευτικοί οι αγώνεςΌλοι οι αγώνες στην αρχαιότητα είχαν άμεση σχέση με τη θρησκεία.
─ Τα Ολύμπια ήταν θρησκευτικοί αγώνες προς τιμή του Δία, του οποίου το τεράστιο χρυσοελεφάντινο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία.
─ Τα Πύθια, οι δεύτεροι σε σπουδαιότητα πανελλήνιοι αγώνες, τελούνταν στο δελφικό ιερό με την εποπτεία των ιερομνημόνων.
─ Τα Νέμεια (ή Νέμεα) τελούνταν προς τιμή του Δία, στο ιερό του στην κοιλάδα της Νεμέας.
─ Τα Ίσθμια τελούνταν προς τιμή του Ποσειδώνα, στο ιερό δάσος με τα έλατα στην περιοχή της Ίσθμιας, δίπλα στον μεγάλο ναό του θεού.
Σημειώνεται, ότι τα αποκαλούμενα «ολυμπιακό πνεύμα» και «ολυμπιακό ιδεώδες» αποτελούν μύθο. Στην αρχαιότητα κυριαρχούσαν στους αγώνες οικονομικοπολιτικά συμφέροντα, διαφθορά, δωροδοκίες, μυστικές συναλλαγές, επαγγελματισμός, ντοπάρισμα, βία, βαρβαρότητα κ.ά.. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το παραμύθι «Ολυμπιακό Πνεύμα» της αρχαιότητας).
Φαντάσματα στην μάχη του Μαραθώνα
Ο Μιλτιάδης, πριν τη μάχη του Μαραθώνα, είχε τάξει στην Άρτεμη την Αγροτέρα τόσες γίδες όσοι θα ήταν οι σκοτωμένοι εχθροί. Η εκτέλεση του τάματος τροποποιήθηκε με ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου, με το οποίο αποφασίστηκε να προσφερθούν στη θεά τη μέρα της γιορτής της ως θυσία 500 γίδες κι επιπλέον η θυσία να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο κατά τη γιορτή αυτή. Πάνοπλο το φάντασμα του Θησέα εμφανίσθηκε την ώρα της μάχης μπροστά από τους έλληνες και πολεμούσε τους πέρσες. Εμφανίστηκε επίσης στο ελληνικό στρατόπεδο ξαφνικά κι ένας άγνωστος χωρικός με εχέτλη (λαβή αρότρου) αντί όπλου στο χέρι, που κτυπούσε με αυτή τους πέρσες σε όλη τη διάρκεια της μάχης κι ενθάρρυνε τους έλληνες. Στο τέλος, εξαφανίστηκε πάλι μυστηριωδώς και ξαφνικά, όπως είχε έρθει. | Παράσταση λαμπαδηφορίας. Οδηγημένος από την θεά Νίκη ο νικητής λαμπαδηφόρος ανάβει την πυρά στο βωμό του τιμώμενου θεού. (Από ερυθρόμορφο κρατήρα του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., Βρετανικό Μουσείο). Στο ομαδικό αγώνισμα της λαμπαδηφορίας, που γινόταν κυρίως κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτών, η λαμπάδα έπρεπε να φτάσει άσβεστη στο τέρμα. |
Οι αθηναίοι, όταν ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών για την ταυτότητα του ήρωα, πήραν την απάντηση να τον τιμούν με το όνομα Έχετλος ή Εχετλαίοςκαι καθιέρωσαν επίσημα τη λατρεία του.
Ο θεός Πάνας, ο προστάτης των βοσκών και των ποιμνίων, που εμφανίστηκε στον Φειδιππίδη, ενώ βάδιζε προς τη Σπάρτη κοντά στο Παρθένιο όρος, είχε παραπονεθεί, γιατί δεν τον πρόσεχαν οι αθηναίοι, ενώ εκείνος είχε υποσχεθεί τη συνδρομή του κατά τη μάχη. Έτσι, οι αθηναίοι του αφιέρωσαν σπήλαιο στο βράχο της Ακρόπολης, στη βορειοδυτική του γωνία, απέναντι από το ιερό των Ευμενίδων και αποφάσισαν να τελείται κάθε χρόνο για εξιλέωση θυσία και λαμπαδηδρομία.
Ο Μιλτιάδης εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του προς τον Πάνα κατασκευάζοντας στο σπήλαιο την εικόνα του θεού, της οποίας το επίγραμμα, που σύνταξε ο Σιμωνίδης ο Κείος, είχε ως εξής:
Εμένα, τον τραγοπόδαρο Πάνα, τον Αρκάδα,
που με τους αθηναίους πολέμησα τους μήδους,
μ’ έστησε εδώ ο Μιλτιάδης.
Το ένα δέκατο της λείας της μάχης αφιερώθηκε στη θεά Αθηνά, τονΑπόλλωνα και την Άρτεμη. Τόσο πολύτιμη ήταν εκείνη η λεία, ώστε από το μερίδιο της Αθηνάς κατασκεύασε αργότερα ο Φειδίας το μεγάλο χάλκινοάγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, που στήθηκε στην Ακρόπολη. Από το μερίδιο του Απόλλωνα κατασκευάστηκαν χάλκινες εικόνες του Απόλλωνα, τηςΑθηνάς και των επωνύμων ηρώων των φυλών, οι οποίες ανατέθηκαν στους Δελφούς και από το μερίδιο της Αρτέμιδας αναγέρθηκε στην Αθήνα το ιερό της Ευκλείας Αρτέμιδος.
Εικονίσματα στη ναυμαχία της ΣαλαμίναςΟι ιερείς των Δελφών (του «Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης» της αρχαίας Ελλάδας), είχαν συνδέσει τις τύχες τους με τους θησαυρούς των Δελφών, τους οποίους δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν. Προφανώς, είχαν συνεννοηθεί με τον Ξέρξη κι αυτό το αποδεικνύουν οι διφορούμενοι και ηττοπαθείς χρησμοί, που έδιναν στους αθηναίους και τους άλλους έλληνες, σκορπίζοντας το δηλητήριο της αποθάρρυνσης, αλλά κυρίως το γεγονός, ότι οι πέρσες δεν έθιξαν τους Δελφούς.
Ο Τίμων από τους Δελφούς, σημαίνων παράγων στο Μαντείο, αλλά έμπιστος του Θεμιστοκλή, επιχείρησε κάτι το πρωτάκουστο. Πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, συνέλαβε καθ’ οδόν τους απεσταλμένους στο Μαντείο, που επέστρεφαν στην Αθήνα, και λογόκρινε τον ύπουλο χρησμό, που έστελνε το ιερατείο, με τον οποίο πρόβλεπε την καταστροφή της Αθήνας, ώστε να αποκαρδιώσει τους ─θεοσεβούμενους και προληπτικούς─ αθηναίους.
Αρχαιοελληνικό θυμιατήρι.
(Μουσείο Πολυγύρου). | Κατόπιν, ανάγκασε τους απεσταλμένους να επιστρέψουν στους Δελφούς και με απειλές απαίτησε νέο χρησμό από την Πυθία. Η Πυθία μεταπείστηκε ή μάλλον προσποιήθηκε, ότι μεταπείστηκε και εξέδωσε νέο χρησμό. Ούτε αυτός όμως έλεγε καθαρά να πολεμήσουν τους πέρσες, αλλά περιλάμβανε διφορούμενες κι ακατανόητες λέξεις. Κάπου συμβούλευε για άμυνα στο «ξύλινο τείχος» και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αναφερόταν στο ξύλινο τότε τείχος της Ακρόπολης. Ο πολυμήχανος Θεμιστοκλής όμως, βρήκε τρόπο να «ερμηνεύσει» το χρησμό εκμεταλλευόμενος τη δεισιδαιμονία των αθηναίων, τους οποίους επιχείρησε να πείσει, ότι η θεϊκή παραίνεση δεν εννοούσε το ξύλινο τείχος, αλλά τα ξύλινα καράβια. Στην Αθήνα πάντως, επικρατούσε το ηττοπαθές πνεύμα, που ύπουλα είχαν προετοιμάσει οι Δελφοί. Οι αθηναίοι πίστευαν στα σοβαρά, ότι θα σώνονταν όσοι κατέφευγαν στο ξύλινο τείχος της Ακρόπολης, το οποίο θα ήταν ικανό να αντέξει τον όγκο των επιδρομέων. Μάταια ο Θεμιστοκλής προσπαθεί να αποδείξει το παιδαριώδες της ανόητης εκείνης φαντασίωσης. Του απαντούν, ότι ο Ζευς με τον Απόλλωνα, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα θα επέμβουν ενεργά υπέρ της Αθήνας. |
Καταφέρνει να πείσει τον Άρειο Πάγο, να αναλάβει ελλείψει άλλης εξουσίας την πρωτοβουλία και τις τεράστιες ευθύνες. Πράγματι, ο Άρειος Πάγος διατάσσει την εκκένωση της πόλης, την επιβίβαση και το σιτισμό του πληθυσμού στα πλοία. Εν τούτοις, οι θρησκόληπτοι γέροι επιμένουν να ανέβουν στην Ακρόπολη. Υπάρχει καταφανής κίνδυνος να παρασύρουν μαζί τους όχι μόνο γυναικόπαιδα, αλλά και μάχιμους νέους.
Και τότε, ο Θεμιστοκλής μηχανεύεται αξιοθαύμαστες επινοήσεις. Πειθαναγκάζει τους αθηναίους ιερείς να τον βοηθήσουν. Πραγματικά, έχοντας υπόψη τους, ότι ο Θεμιστοκλής μόλις ποδοπάτησε τους ηττοπαθείς χρησμούς των Δελφών, αρχίζουν να κηρύττουν, ότι η Αθηνά και ο Ποσειδώνας δεν θα εγκαταλείψουν τους αθηναίους έστω και έξω από την Αθήνα.
Αλλά ο Θεμιστοκλής δεν αρκείται σε τόσα λίγα. Επιχειρεί πρωτοφανή, παράτολμα για την εποχή κι εκείνη την κοινωνία ανοσιουργήματα. Εξαφανίζει τον Ιερόν Όφιν, τον φύλακα της Ακρόπολης. Και επιτάσσει τους ιερείς να διατυμπανίσουν τον εξαφανισμό του και να εξηγήσουν το γεγονός ως εγκατάλειψη της Αθήνας εκ μέρους των θεών.
Και κάνει και κάτι άλλο ακόμα καλύτερο. Τη νύκτα μεταφέρει στα πλοία το ίδιο το ξόανο της Αθηνάς της Ακρόπολης, που λατρευόταν ως ενέχυρο της θεϊκής ευλογίας επί της Αθήνας. Φυσικά, δεν παρελείπει ο Θεμιστοκλής να διαδώσει, ότι μόνα τους τα άθικτα εκείνα ιερά και όσια έκαναν τη διαδρομή έως τα πλοία, όπου και επιβιβάστηκαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πιστοί θέλοντας και μη ακολούθησαν και πήγαν στα πλοία.
Όταν δε συμπληρωνόταν η ελληνική παράταξη, κατέφθασε από την Αίγινα η τριήρης, που είχε σταλεί, προκειμένου να φέρει τις εικόνες των Αιακιδών και η αίσια αυτή άφιξη θεωρήθηκε ως άριστος οιωνός. Αιακίδες λέγονταν οι γιοι του Αιακού: Πηλέας, Τελαμώνας και Φώκος και όλοι όσοι ανήκαν στα γένη τους. Σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις, στους Αιακίδες ανήκαν ο Αχιλλέας, ο Αίας, ο κατασκευαστής του Δούρειου Ίππου Επειός και διάφοροι άλλοι. Τα αγάλματά τους φυλάσσονταν στην Αίγινα και θεωρούνταν θαυματουργά στους πολέμους, γιατί εξασφάλιζαν τη νίκη. Για το λόγο αυτό τα ζήτησαν οι θηβαίοι, όταν πολεμούσαν τους αθηναίους.
Κατά τον Ηρόδοτο, η αθηναϊκή τριήρης, που είχε παραλάβει τα αγάλματα, κατά την επιστροφή της αναγνωρίστηκε από τους πέρσες και καταδιώχθηκε. Κατόρθωσε όμως, να διαφύγει τον κίνδυνο επιτιθέμενη εναντίον τους στη δεξιά πτέρυγα των μαχόμενων, η δε επιστροφή της έγινε νέα αφορμή ενθουσιασμού των ελλήνων, που είχαν πτοηθεί προηγούμενα από ένα σεισμό. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας οι έλληνες, για να πετύχουν τον αρχικό τους σκοπό, να παρασύρουν δηλαδή τους πολέμιους στο χώρο του στενού της Σαλαμίνας, άρχισαν να υποχωρούν, όχι στρέφοντας τα νώτα, αλλά όπως έλεγαν κατά την αρχαία εποχή «ανακρουόμενοι τας πρύμνας», κωπηλατώντας δηλαδή προς τα πίσω, μέχρι που, κατά τον Ηρόδοτο, φάσμα γυναίκας φάνηκε πάνω από τα ελληνικά πλοία και ταυτόχρονα ακούστηκε δυνατή φωνή, που έλεγε: «Ω ανδρείοι, ως πότε θα οπισθοδρομείτε με την πρύμνη;». Η κραυγή αυτή ανέστειλε την οπισθοδρόμηση των ελλήνων. Μετά τη νίκη ο Θεμιστοκλής, προκειμένου να εξάψει το θρησκευτικό αίσθημα του λαού είπε το περίφημο εκείνο: «Δεν νικήσαμε εμείς τους πέρσες, αλλά οι θεοί κι οι ήρωές μας». |
Οι αθηναίοι
είδαν τις σκιές των ηρώων Τελαμώνα και Αίαντα, που από τις κορυφές της Σαλαμίνας προστάτευαν με τα υψωμένα χέρια τους τον ελληνικό στόλο |
Οι πρώτες συλληφθείσες τριήρεις κατατέθηκαν στα ιερά του Ισθμού και του Σουνίου. Παρά το ότι το δελφικό ιερατείο προπαγάνδιζε την παράδοση στους πέρσες, μετά τη νίκη οι έλληνες έσπευσαν να του δώσουν αξιόλογα αναθήματα. Οι αιγινήτες του αφιέρωσαν χάλκινο ιστό πλοίου με τρία χρυσά αστέρια. Οι ιερείς του Μαντείου εξέθεταν αυτό το ανάθημα σε περίοπτη θέση δίπλα στον κρατήρα του Κροίσου, που δεν ήταν έλληνας, αλλά μικρασιάτης (από τη Λυδία).
|
Θαυματουργή εύρεση και αποκομιδή των λειψάνων του ΘησέαΟ Κίμωνας εκστράτευσε το 475 π.Χ. κατά της Σκύρου. Την κατέλαβε και φιλοδοξώντας να βρει τα λείψανα του μυθολογικού ήρωα Θησέα, την ερεύνησε ολόκληρη. Ξαφνικά, είδε έναν κατερχόμενο αετό, ο οποίος σταμάτησε σε ένα μικρό λόφο και άρχισε να ξύνει το χώμα με τα νύχια του και να κτυπά με το ράμφος του. Ο Κίμωνας το θεώρησε αυτό θεία υπόδειξη και έσκαψε εκεί, όπου βρήκε σαρκοφάγο μεγάλου σώματος και κοντά της αιχμή χάλκινης λόγχης και ξίφος. Μετέφερε τότε τα ευρήματα στην τριήρη του και απέπλευσε για την Αθήνα, όπου οι αθηναίοι τα υποδέχθηκαν τιμητικά με λαμπρές πομπές και θυσίες. Ο Κίμωνας απέθεσε με ευλάβεια και τιμές τα λείψανα στον γι’ αυτό το σκοπό ιδρυθέν Ηρώο, το Θησείο, στους τοίχους του οποίου ο Πολύγνωτος και ο Μίκων είχαν απαθανατίσει τα κατορθώματα του Θησέα με τους Κένταυρους και τις Αμαζόνες. Από την ημέρα της αποκομιδής των λειψάνων του Θησέα, τους απονέμονταν τιμές με ευλάβεια και δέος, ιδρύθηκαν αρκετά ιερά του και θεσπίστηκαν γιορτές προς τιμή του. ΠυροβασίαΕνδιαφέρουσα είναι η πληροφορία, που μας διασώζει ο Στράβων στα «Γεωγραφικά», σύμφωνα με την οποία πυροβασίες γίνονταν και στην Αρχαία Ελλάδα από ιέρειες της Αρτέμιδας: «Ων εν τοις Κασταβάλοις εστί το της Περασίας Αρτέμιδος ιερόν, όπου φασί τας ιερείας γυμνοίς τοις ποσί δι’ ανθρακιάς βαδίζειν απαθείς». |
Το 464 π.Χ.
ένας πρωτοφανής σεισμός συγκλόνισε τη Σπάρτη και την σάρωσε κυριολεκτικά. Ολόκληρος ο Ταΰγετος σχιζόταν, κορυφές κατα- κρημνίζονταν, ανοίγονταν χάσματα, οικίες και ναοί σωριάζονταν. Το γεγονός εκμε- ταλλεύτηκε δεόντως το ιερατείο της Αθήνας, που απέδωσε τον σεισμό σε θεία παρέμβαση. |
Με τα Ανθεστήριασυνδέεται το έθιμο της αιώρας (κούνιας). Μετά τον απαγχονισμό της Ηριγόνης, πολλές παρθένες της Αττικής αυτοκτονούσαν κατά τον ίδιο τρόπο, για να εξιλεωθεί η πόλη τους για το χαμό της. Το Μαντείο των Δελφών υπέδειξε την αιώρα ως υποκατάστατο του απαγχονισμού. Στη φωτογραφία εικονίζεται σε αττικό σκύφο του 5ου αιώνα π.Χ. σάτυρος να κουνά μια κοπέλα, σύμφωνα με το έθιμο της αιώρας. Η παρουσία του σάτυρου συνδέει την παράσταση με τον διονυσιακό κύκλοκαι αποκλείει την περίπτωση να πρόκειται για απλό παιχνίδι. (Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου). |
Θαυματουργές ιάσεις
σε ιερά
με το αζημίωτο
─ Η Αμβροσία από την Αθήνα ήταν μονόφθαλμη. Πήγε ως ικέτιδα στο θεό σε κάποιο ναό. Καθώς περπατούσε μέσα στο ιερό, γέλασε με μερικές ιάσεις, επειδή τις θεώρησε απίστευτες και αδύνατες, αφού τυφλοί και σακάτηδες γίνονταν καλά βλέποντας μόνον ένα όνειρο. Σαν κοιμήθηκε όμως, είδε ένα όραμα. Της φάνηκε, ότι ο θεός στάθηκε δίπλα της και είπε, ότι θα τη γιάτρευε, αλλά ζητούσε σε αντάλλαγμα απ' αυτήν να αφιερώσει στο ναό ένα ασημένιο χοίρο, ως ανάμνηση της αμάθειάς της. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε το άρρωστο μάτι κι έχυσε μέσα κάποιο φάρμακο. Όταν ξημέρωσε, η γυναίκα βγήκε υγιής απ' το ιερό.
─ Ένα παιδί δίχως φωνή πήγε ως ικέτης σε ιερό, για τη φωνή του. Όταν είχε κάνει τις προκαταρκτικές θυσίες και όλα όσα συνηθίζονταν, ο υπηρέτης του ναού, που διατηρούσε το ιερό πυρ του θεού, κοιτάζοντας τον πατέρα του παιδιού, του ζήτησε να υποσχεθεί, ότι μέσα σ’ ένα χρόνο θα έφερνε τοευχαριστήριο ανάθημα για τη θεραπεία. Μα το παιδί ξαφνικά είπε, «υπόσχομαι». Ο πατέρας του έμεινε έκπληκτος και του ζήτησε να επαναλάβει. Το παιδί ξανάπε το ίδιο πράγμα κι έτσι έγινε καλά.
─ Η Κλειώ ήταν έγκυος πέντε χρόνια. Επειδή λοιπόν, κυοφορούσε πέντε χρόνια, πήγε ως ικέτιδα στο θεό και κοιμήθηκε μέσα στο άβατο. Μόλις βγήκε απ΄αυτό και πήγε στον περίβολο του ναού, γέννησε ένα γιο, ο οποίος, αμέσως μετά τη γέννα, πλύθηκε στην κρήνη και περπάτησε γύρω από τη μάνα του. Και εκείνη, για την εύνοια, που δέχτηκε, έγραψε στο ανάθημά της: «Δεν είναι θαυμαστό το μέγεθος της πινακίδας, αλλά ο θεός, επειδή η Κλειώ κουβαλούσε το βάρος στην κοιλιά της πέντε χρόνια, ώσπου κοιμήθηκε στο ναό και ο θεός της έδωσε την υγεία της».
─ Ένας άνδρας, που τα δάχτυλά του, εκτός από ένα, είχαν παραλύσει, ήρθε ως ικέτης στο θεό. Βλέποντας τις πινακιδες στο ιερό, δέν πίστεψε τις ιάσεις και κορόιδεψε τις επιγραφές. Στον ύπνο του όμως, είδε ένα όραμα. Του φάνηκε, ότι ενώ έπαιζε αστραγάλους κάτω από το ναό και ήταν έτοιμος να τους ρίξει, εμφανίστηκε ο θεός, του έπιασε το χέρι και του τέντωσε τα δάχτυλα. Όταν ο θεός στάθηκε πιο πέρα, ο ασθενής είδε, πως λύγιζε το χέρι του και τέντωνε τα δάχτυλά του ένα-ένα. Όταν τα ίσιωσε όλα, ο θεός τον ρώτησε αν εξακολουθούσε να μην πιστευει τις επιγραφές στις πινακίδες του ναού. Ο ασθενής απάντησε όχι. «Επειδή όμως, προηγουμένως δεν πίστευες τις ιάσεις, αν και δεν είναι απίστευτες, στο εξής το όνομά σου θα είναι Άπιστος». Όταν ξημέρωσε, ο ασθενής έφυγε υγιής.
(Ιάσεις του Απόλλωνα και του Ασκληπιού, Inscriptiones Graecae 4.951-952, Dittenberger, Sylloge 1168-69. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Περί θαυμάτων και δαιμόνων). ΕρμοκοπίδεςΈτσι ονομάστηκαν στην αρχαιότητα εκείνοι, που έσπασαν τα κεφάλια των αγαλμάτων του Ερμή στην Αθήνα, την παραμονή του απόπλου του αθηναϊκού στόλου για την εκστρατεία της Σικελίας. Τη νύκτα της 10ης προς την 11η Μαΐου του 415 π.Χ., οι περισσότεροι Ερμές ακρωτηριάστηκαν ή για την ακρίβεια, βρέθηκαν με σπασμένα τα πρόσωπα. Από θρησκευτική άποψη, η ανίερη αυτή πράξη προσλάμβανε τραγικό χαρακτήρα, γιατί αποτελούσε κακό οιωνό. Η κοινή γνώμη ταράχτηκε. Κατηγορήθηκε ο Αλκιβιάδης. Κάποιος Πυθόνικος όμως, κατήγγειλε στην Εκκλησία του δήμου, ότι ο Αλκιβιάδης τελούσε στο σπίτι του Ελευσίνια Μυστήρια αποκαλύπτοντάς τα σε αμύητους. Η διώκουσα αρχή εκμεταλλεύται το εντυπωσιακό του πράγματος. Ο άνθρωπος, που ασέβησε κατά των μυστηρίων, είναι ενδεχόμενο να έχει αποκεφαλίσει και τους Ερμές. Ως μάρτυρα της μήνυσής του ο Πυθόνικος υποδεικνύει τον Ανδρόμαχο, δούλο του φίλου του Αλκιβιάδη Πολέμαρχου. Ας παρατηρηθεί παρεμπιπτόντως το περίεργο αυτό όνομα για δούλο: όνομα κατ’ εξοχή ευγενές και αριστοκρατικό. Το πράγμα εξηγείται με την προφανή ροπή των φίλων του Αλκιβιάδη για εξευτελισμό της ίδιας αριστοκρατίας, όπου ανήκουν. Οι χριστιανοί επίσης λ.χ. έδιναν αργότερα στους σκύλους τους ονόματα του δωδεκάθεου ή αρχαίων ελλήνων ηρώων (Ποσειδώνας, Έκτορας κ.ά.). Τελικά, καταδικάστηκαν ορισμένοι σε θάνατο. Οι αθηναίοι κάλεσαν τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει, διότι είχε εν τω μεταξύ αποπλεύσει με το στόλο, αλλά εκείνος διέφυγε στη Σπάρτη και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. |
Στην Αγορά και στις πολύκοσμες συνοικίες υπήρχαν μπροστά από τα σπίτια, τα καταστήματα, τα γυμναστήρια, στις πλατείες οι λεγόμενοι «Ερμαί». Επρόκειτο για μικρά κατά κανόνα αγάλματα λατρείας κυρίως του Ερμή, αλλά και άλλων θεοτήτων.
Το χαρακτηριστικό τους ήταν, ότι αποτελούντο από ολόγλυφη κεφαλή του θεού, η οποία αντί να στηρίζεται σε σώμα, στηριζόταν σε τετράπλευρη λίθινη ή μαρμάρινη στήλη. Στην πρόσθια όψη έφερανφαλλό.
|
|
Το τέχνασμα του ΠεισίστρατουΈνα σπουδαίο τέχνασμα χρησιμοποίησε ο Πεισίστρατος, προκειμένου να πείσει τους αθηναίους να τον δεχθούν ως τύραννο, καθότι δήθεν είχε τη θεία αρωγή. Μπήκε θριαμβευτικά στην Αθήνα πάνω σε ένα άρμα συνοδευόμενος από πάνοπλη τη θεά Αθηνά, την οποία υποδυόταν μια άσημη κοπέλα.
Η ιδέα ανήκε στον Μεγακλή. Κατά τον Ηρόδοτο, την Αθηνά υποδύθηκε μια πολίτις από την Παιανία ονόματι Φύα. Κατ’ άλλους, μια δούλη από τη Θράκη, μικροπωλήτρια λουλουδιών, που είχε το ίδιο όνομα. Η γυναίκα επιλέχθηκε με κριτήριο το ύψος και την ομορφιά της. Διδάχτηκε πώς να στέκεται μεγαλόπρεπα και πώς να κοιτάζει επιβλητικά, περιβλήθηκε με πανοπλία, κράνος και δόρυ, και στήθηκε στο στολισμένο άρμα.
Το τέχνασμα, αν και απλοϊκό, πέτυχε πλήρως. Λαός συνέρρευσε από όλες τις άκρες της Αττικής για να δει τη θεά Αθηνά σε πλήρη εξάρτυση πάνω σε άρμα να οδηγεί και να εγκαθιστά τον αγαπημένο της μονάρχη στην Ακρόπολη. Οι αρχαίοι αθηναίοι με αφέλεια πίστεψαν το σκηνοθετικό αυτό εύρημα, ότι δηλαδή, πραγματικά η κοπέλα εκείνη ήταν η θεά κι ο Πεισίστρατος είχε τη βοήθειά της.
Ο Πεισίστρατος μπαίνει στην Αθήνα συνοδευόμενος από τη θεά Αθηνά. |
Επίλογος
Ο Ηρόδοτος απορεί πώς πείστηκαν οι ευφυείς αθηναίοι από το τέχνασμα του Πεισίστρατου.
Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθεί τι ακριβώς θα τους εμπόδιζε να πειστούν...
Βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του ελληνικού έθνους»,
έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας»,
Αθήνα, 1959.
4. Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», έκδ. «Εγκυκλοπαιδική Επιθεώρηση
“Ήλιος”», Αθήνα.
1. «Ιστορία του ελληνικού έθνους», έκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975.
2. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του ελληνικού έθνους»,
έκδ. Ν. Δ. Νίκας Α.Ε.», Αθήνα, 1930.
3. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», έκδ. «20ός αιώνας»,
Αθήνα, 1959.
4. Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», έκδ. «Εγκυκλοπαιδική Επιθεώρηση
“Ήλιος”», Αθήνα.
COMMENTS