Γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος Γουδή, 28 Ιουνίου 1909. Πρώτο δημοσίευμα Στρατιωτικού Συνδέσμου στην εφημερίδα Χρόνος
Γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
«...Θέλομεν την κατάργησιν της βουλευτικής φεουδαρχίας, η οποία ζη και υφίσταται λεηλατούσα και διαρπάζουσα τα δημόσια. Θέλομεν διοίκησιν όχι κλεφτοκοττάδων, λαφυραγωγών του Ταμείου, τυραννικήν των πολιτών. Θέλομεν τα χρήματα του λαού να μη διαρπάζονται από τας ατίμους συμμορίας των κομμάτων...Αυτά δεν γίνονται με τις κοπριές των κομμάτων της ατιμίας και της φαυλότητος...»
Και να, το Πρώτο Αίμα...
Η εκδίκηση, η Οργή...την οσφραίνεσαι στον αέρα...η γνώριμη η μυρωδιά του γδικιωμού...όλων...αντί όλων...κι όλων μαζί εναντίον «Ολίγων»...κάπου στο βάθος...πίσω από κουρτίνες τραβηγμένες...Οσμή Θανάτου...επίκλησή της απ’ τις Σκοτεινές Κουρτίνες ως Αρωγός...τους...να «(δια)σωθούν οι Εκλεκτοί»...παντί μέσω και τρόπω...
Τα ένστικτα θεριεύουν...αγριεύονται...
Οι Σημαίες σηκώνονται...λογιώ λογιώ χρωμάτων...Μπαϊρακτάρηδες ξεφυτρώνουν παντού...τ’ ασκέρια σηκώνονται και παρατάσσονται...οι ανάσες γίνονται γρήγορες...τοιμάζονται να γίνουν ξέφρενες...
Το Αίμα αγριεύει...θερμαίνει...βράζει.
Η ανάσα βαριά...ασθμαίνει κιόλας...η ανυπομονησία για το γιουρούσι...πρώτοι αλλαλαγμοί...να κρυφτεί ο φόβος...να λαγιάσει...να μην βρει χώρο να ξεμυτίσει...
Το βλέμμα γυάλινο...γιομάτο φωτιά...πάθη πρωτόγονα ξανεμίζουν λεύτερα...η Σκοτεινή Ώρα, η πιο Σκοτεινή της Νύχτας κοντεύει...σιμώνει...
Φλέβες τανισμένες γογγύζουν σε σφιγμένα χέρια και φουσκωμένα μηλίγγια....
Ανασεμιά θανάτου ρίχνει βαριά τον ίσκιο της και ξαμώνει να γραπώσει τις ψυχές...να τις μουδιάσει...την προλαβαίνει βαρύ ταχύ ξεφύσημα, απότομο, συριχτό και βίαιο... μην και ξεμυτίσει...και τις γιομίσει φόβο...και δισταγμούς...
Θυμός κι Οργή ταϊσμένα χρόνια από θλίψη και μιζέρια, οκάδες βαριές κι ασήκωτες στην πλάτη τους βαραίνουν και σπρώχνουν μπρος...η αναμέτρηση με το θάνατο γίνηκε τάχα η λύτρωση...
Θυμός κι Οργή, σύννεφα βαριά που χρόνια μαζεύονταν γίνηκαν Βοριάς βαρύς κι Ομίχλη σκοτεινή, παχιά που θόλωσε το Έλλογο κι αμόλησε ξέφρενο το Άλογο, το Άτι εκείνο το Μαύρο του Θανάτου, την Αρχέγονη μήτρα του...την πιο πρωτόγονη και την πιο θανάσιμη...και γίνηκε καταιγίδα που γυρεύει χώρο να ξεσπάσει...
Αναλαμπές φωτιάς στους Σκοτεινιασμένους Ουρανούς, που όλο και πυκνώνουν απειλητικά κι ώρα την ώρα σμίγουν να θεριέψουν και να γίνουν αστροπελέκια...που γυρεύουν κάτου χαμηλά τις πιο αλόγιστα ψηλωμένες άκριες να κάψουν...ποιός θαν’ ο πιο «αφύλαχτος»;
Ψυχές μυριάδες, πονεμένες, ανταριασμένες, μην έχοντας τι άλλο να ελπίζουν, θωρούν ψηλά κι αδημονούν...θωρούν μπροστά και κινάνε ασυναίσθητα...βιάζονται για το ύστατο «Αντάμωμα του Θανάτου» με το εχθρικό λεπίδι...είναι καιρός που μάζευαν φορτίο ασήκωτο στην πλάτη, στην ψυχή κι αποζητούν κάπου να το ξεφορτώσουν...φόρτωμα ασήκωτο που πλακώνει την καρδιά....κι αδημονάει να φύγει, καρτερεί, παρακαλεί και αλυχτάει σα σκυλί ανυπόμονο να το ξαμολήσουν για το θήραμα μπας και ξαλαφρώσει η ψυχή...κι άλλο στρατί θαρρούν πως δεν απέμεινε...παρά το σιδεροχτύπημα της σάρκας.... μπας κι αλαφρώσει η ψυχή...η μόνη σκέψη...κι ας μη σωθεί η σάρκα...κι αν καεί κι αυτή απ’ τη φωτιά που θα λευτερώσει η Μανία του Αρχέγονου Ενστίκτου, αδιάφορο...αν όχι, καλοδεχούμενο κι αυτό...ποιός λογαριάζει το θάνατο σαν η μιζέρια λιγώσει το Νου;...τ’ απόσωσμα της εξαθλίωσης, η «διέξοδος», πάντα το Αίμα λογιάζονταν...έτσι κι αυτοί...όπως οι προηγούμενοι...κι όλοι οι πριν...
Μια σκέψη μόνο...μια κρατάει το Νου...οτιδήποτε, οποιοδήποτε ανασάλεμα της ζωής προτιμότερο απ’ τ’ αργοθανατερά νύχια της ακινησίας της μιζέριας...αλλιώς, γιατί να τό’ πε εκείνος ο Ίωνας Σοφός; «Πόλεμος Πατήρ Πάντων»...
...αλλά κι ο άλλος ο Νεοελλαδίτης Μάστορας του Λόγου: «Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης...»
Κι αν είχαν δίκηο; Δεν μπορεί...κάτι θα’ ξεραν παραπάνω τούτοι...γιατί αν είχαν, τότε ναι, κάτι νέο, καλύτερο, πιο δημιουργικό θα ξεχυθεί, θα γεννηθεί απ’ την φωτιά και την καταστροφή...άρα δεν θα πάει χαράμι τόσο θανατικό....ή μήπως όχι; Μπας κι είναι παιγνίδια του Νου για να ομορφήνουν την απόφαση της βουτιάς στο Θάνατο; Να γλυκάνουν με απαντοχή ελπίδας το απονενοημένο διάβημα; Ποιός ξέρει; Πόσοι θα ζήσουν για να το μάθουν;
Τι φωνάζουν να δεις οι εκατόνταρχοί τους λίγο πριν τους ξαμολήσουν τον έναν πάνω στον άλλον.....
«Άντρες! Ζήστε ως τίποτα ή πολεμήστε για κάτι...Να η ευκαιρία σας να νοιώσετε κάτι καλύτερο στη ζωή σας...να γίνετε επιτέλους κάτι στη ζωή σας...να κάνετε κι εσείς κάτι επιτέλους στη ζωή σας...Κάτι Μεγάλο»
Κι αν δεν είν’ έτσι; Κάπου, κάτω βαθιά, πολύ βαθιά, ίσως κάποιοι απ’ όλους αυτούς να σκέφτονται...ακόμη...έστω κι αμυδρά....κι αν δεν είν’ έτσι; Αν κάτι μας διαφεύγει; Ακόμη υπάρχει χρόνος να κάνουμε πίσω...ν’ αλλάξουμε ρότα...ίσως το «Μέτωπο» είναι κάπου αλλού...γιατί να σπαταληθούμε εδώ; Κάτι δεν πάει καλά...
Αλλά...τέτοιες στιγμές, λίγο πριν τη Μεγάλη Μάχη, η φλογισμένη ψυχή, η γρήγορη καρδιά κι ο θυμωμένος νους αρνούνται τ’ αναρριπίσματα της Λογικής...όλα ένα γύρω την σπρώχνουν να πάει πιο βαθιά...να χαθεί...να κρυφτεί....να βουβαθεί...να μην τολμήσει και βγει μπροστά...δειλία θα βαφτιστεί η ξεπροβολή της...και κει καρτερεί άλλος θάνατος...ατιμωτικός...μπροστά στ’ αδέρφια και συμπολεμιστές...είναι να μην φτάσει ετούτη η στιγμή...μετά, δεν υπάρχει πισωγύρισμα...η Πρώτη Γραμμή, το Μέτωπο, η Τελική Ώρα είναι αμείλικτη...και δε χωρεί φτερουγίσματα της Λογικής...αυτή έχει χρόνο Μόνον «Πριν»...άπαξ και πέρασε, προσπέρασε το Πριν...πάει...τελείωσε...μετά, το Λόγο έχει το «θυμικό»....και το Αίμα...
Μα ακόμη κι αν αυτή αποτολμήσει να φανεί μπροστά του εκείνη την ώρα, αυτοί οι ίδιοι θα την διώξουν μανιασμένοι...Φύγε! θα της πουν...μου τελείωσες...είχες την ευκαιρία σου...Υπήρχες όσο οι Άθλιοι επέτρεπαν μια μπουκιά ψωμί στο παιδί μου...μου τελείωσες την ώρα που αυτό άρχισε να κλαίει απ’ την πείνα και να ψήνεται στον πυρετό χωρίς θεραπευτή στο πλάι του αφού οι Άθλιοι με έκαναν να μην μπορώ να τον πληρώσω...φύγε τώρα...κι άσε με να το τελειώσω εγώ με τον Παλιό τον Τρόπο...
Θα φύγω, του λέει, όπως προστάζεις...αλλά, αν και η ματιά σου ήδη έγινε γυάλινη και θολωμένη απ’ την Οργή, αν και ήδη αδιαφορείς για την ζωή, έστω τη μίζερη ζωή που σου επέβαλλαν, άκουσέ με μόνο σε τούτο: μήπως δεν είναι η ώρα γι’ αυτή τη Μάχη; Μήπως εσύ κι αυτός απέναντι, τουλάχιστον για τώρα, θα έπρεπε να μην πολεμήσετε ακόμη και να στραφείτε μαζί προς αυτόν που σας επέβαλλε αυτή την Μίζερη Ζωή; Κι εν πάση περιπτώσει, έχετε χρόνο, αν το θέλετε οπωσδήποτε και το κρίνετε απαραίτητο να το κάνετε μετά...αφού πρώτα τελειώσετε με τον Αληθινό, Πρωταρχικό και κοινό Εχθρό σας...
Φεύγω, είπε η Λογική...κι ελπίζω, έστω κι αυτές τις ύστατες στιγμές,κάποιος να βρει τον τρόπο....
Και να, οι τελευταίες προετοιμασίες μοιάζουν να τελεύουν...οι Ιαχές βαραίνουν την ατμόσφαιρα...τα σπαθιά χτυπάνε με μένος τις ασπίδες...να φορτώσουν το Ηθικό...να λυσσάξουν τις καρδιές...το Θυμό...την Οργή...να προετοιμάσουν την στιγμή που θα ξαμολυθούν και θα σταυρώσουν τα σπαθιά τους...την ώρα που κοντάρια θα βυθιστούν σε σάρκες, σπαθιά θα κομματιάσουν περικεφαλαίες και κεφάλια κι ασπίδες θα συντριβούν απ’ την ορμή...
Και να... ναι, να,...πως θα μπορούσε να λείπει ο Νέρωνας απ’ την Αυλαία;... Πως θα μπορούσε τάχα; κάποιοι χαίρονται, αλαφιάζονται, ηδονίζονται να γροικούν τέτοιο ανέλπιστο θέαμα...πως έγινε και γλιτώσαμε και πάλι; Θεοί του Πολέμου κάντε το θάμα σας...βάλτε το θεϊκό σπαθί σας να ξολοθρευτούνε αναμεταξύ τους...έτσι πάντα δεν γίνουνταν; Βάλτε θυσία την εκατόμβη, προστάζουν τους υποτακτικούς τους...να φχαριστηθούν οι Θεοί...από τώρα...να πάει καλά και σήμερα, να τραφεί η Σκοτεινή Κοιλάδα απ’ όλα αυτά τα Χαμένα Σώματα...τα Χαμένα Κορμιά....να μην τους έχουμε στον κόρφο μας ν’ αγανακτούν...και ν’ απειλούν...
***********
Γουδή. Η Δίκη των Έξι. Δέκατη Τρίτη ημέρα. Κυριακή 13 Νοεμβρίου 1922
Με απόφαση της Επαναστατικής Επιτροπής το Στρατοδικείο συνεδριάζει και την Κυριακή. Ο Επαναστατικός Επίτροπος Συνταγματάρχης Ν. Ζουρίδης ολοκληρώνει την αγόρευσή του λέγοντας:
«...Κατηγορούμενοι, δεν γνωρίζω πως έχουν ρυθμισθή τα πράγματα του άλλου κόσμου. Ηξεύρω μόνον ότι όλοι θα διαβώμεν την Αχερουσίαν λίμνην αργά ή γρήγορα όταν πληρώσωμε τα κεκανομισμένα πορθμεία. Εάν τυχόν εις τους ατελευτήτους δρόμους της αιωνιότητος συναντήσωμεν τις χορεύτριες του Ζαλόγγου, τα ολοκαυτώματα του Μεσολογγίου και του Αρκαδίου, τα σφάγια της Χίου και των Ψαρρών, τον σουβλισμένον Διάκον, τον κρεμασμένον Πατριάρχην ή τον κομματιασμένον Χρυσόστομον, σας συμβουλεύω να μην υποστηρίξητε την ιδεολογίαν σας ενώπιον εκείνων, διότι όλα αυτά τα σφάγια της τυραννίας είμαι βέβαιος ότι έχουν μεταβληθεί εκεί πέρα εις Νεμέσεις, όχι εκδικήσεως, αλλά Νεμέσεις τιμωρίας, Νεμέσεις Δικαιοσύνης...»
Γιώργος Ανεστόπουλος
http://aegeanhawk.blogspot.gr/
COMMENTS