Αυτοκαταστροφική η προαναγγελλόμενη πολιτική στο Κυπριακό
Του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβη ε.τ.
Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε και οι θέσεις που εξέφρασε στο εθνικό θέμα ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης, στο προκαταρκτικό, μάλιστα, στάδιο, που έχει ως στόχο, υποτίθεται, την καλή προετοιμασία των αναμενομένων νέων διακοινοτικών συνομιλιών, προκαλούν μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό.
Ο Κύπριος Πρόεδρος, ακολουθώντας σ’ αυτό την πολιτική και την τακτική του προκατόχου του, Δημήτρη Χριστόφια, προέβη σε τρεις νέες μεγάλες υποχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, πριν ακόμα από την έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Οι τρεις νέες αυτές υποχωρήσεις εντάσσονται, υποτίθεται, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος για τις διακοινοτικές συνομιλίες και παρουσιάζονται ως συμβολή της Ελληνικής πλευράς στην προώθηση Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).
Η πρώτη υποχώρηση έγινε με αφορμή την πρόταση για την Αμμόχωστο. Η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νομίμους κατοίκους της είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο της λεγομένης Συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού - Ντενκτάς το 1979 και είχε περιληφθεί σε σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στο ψήφισμα προβλέπεται ρητά ότι η επιστροφή της Αμμοχώστου πρέπει να γίνει πριν και ανεξάρτητα από τη λύση του Κυπριακού, ως χειρονομία καλής θελήσεως της Τουρκίας. Η Άγκυρα, παρά τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, αρνήθηκε να εφαρμόσει το σχετικό ψήφισμα. Αντιθέτως, έχει ως πάγια πολιτική να χρησιμοποιεί την Αμμόχωστο ως δόλωμα και ως μοχλό πιέσεως για την αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων από την Ελληνική πλευρά και την προώθηση λύσεως δύο «ισοτίμων κρατών». Η στάση της Τουρκίας, που εξυπηρετεί τους δικούς της στόχους, δεν είναι λόγος για την εγκατάλειψη από την Ελληνική πλευρά των προνοιών του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας και την εμπλοκή της σ’ ένα παζάρι για την Αμμόχωστο, που θέτει σε άλλη, διμερή βάση, τη συζήτηση για την επιστροφή της και τη συνδέει με απαράδεκτους όρους, που πλήττουν τη διεθνή υπόσταση και κυριαρχία της Κύπρου.
Είναι κατανοητή η καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας για την απελευθέρωση της κατεχόμενης πόλεως. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν μπορούν να υπερβούν το όριο ασφαλείας, πέρα από το οποίο ελλοχεύει ο κίνδυνος Αμμοχωστοποιήσεως του Κυπριακού, αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους και προωθήσεως του λεγομένου «απ’ ευθείας εμπορίου». Το τελευταίο θα άνοιγε το δρόμο για την επιβολή «λύσεως» δύο «κρατών». Ήδη, με αφορμή τη διεθνή εκστρατεία για δήθεν «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων, η Ελληνική πλευρά έφτασε στα έσχατα όρια των υποχωρήσεών της, αποδεχόμενη το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως;
Οι Τουρκοκύπριοι, με τη μεσολάβηση του Τουρκοκυπριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου, θα μπορούσαν στην περίπτωση αυτή να πραγματοποιούν τις εξαγωγές τους και από τον λιμένα αυτό, αν και έχουν τη δυνατότητα σήμερα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τον λιμένα της Λάρνακας στις ελεύθερες περιοχές. Η Τουρκική πλευρά απέρριψε την πρόταση και ζήτησε ανυποχώρητα ν’ ανοίξει παραλλήλως και το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, επιδιώκοντας «απ’ ευθείας εμπόριο» και defactoδιεθνή αναγνώριση.
Ο σημερινός Κύπριος Πρόεδρος, αρχικά διά στόματος του Υπουργού Εξωτερικών, Ιωάννη Κασουλίδη, επανήλθε στο θέμα της Αμμοχώστου και το συνέδεσε με μια σειρά ανταλλαγμάτων, που παραμερίζουν ουσιαστικά το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας και παραπέμπουν σ’ ένα πολύ ολισθηρό και επικίνδυνο δρόμο. Συγκεκριμένα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο συζητήσεως του θέματος της Αμμοχώστου σε συνδυασμό με το άνοιγμα του αεροδρομίου της Τύμπου, υπό όρους που δεν θα θίγουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Ασφαλώς, τέτοιοι όροι δεν θα γίνουν αποδεκτοί από την Τουρκική πλευρά. Το άνοιγμα όμως μιας τέτοιας συζητήσεως θα επιτρέψει σε τρίτους καλοθελητές να υποβάλουν συμβιβαστικές προτάσεις και να ασκήσουν πιέσεις για την αποδοχή τους. Η Κύπρος διατρέχει τον κίνδυνο να εγκλωβισθεί σε μια συζήτηση, η οποία θα έχει ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της και την προβολή της ιδέας της υπάρξεως δήθεν στην Κύπρο δύο ίσων μερών. Θα ήταν πολύ μεγάλη αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι από μόνη της μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή της Αμμοχώστου. Η τουρκική πλευρά έχει καταστήσει και προσφάτως σαφές, με τον πιο προκλητικό τρόπο, ότι θεωρεί την Αμμόχωστο κλειδί για την επιδιωκόμενη συνολική «λύση» και δεν έχει καμιά πρόθεση να συζητήσει την επιστροφή της, χωρίς το αντάλλαγμα που επιδιώκει, την αναγνώριση, δηλαδή, του ψευδοκράτους, με τη μορφή του λεγομένου «απ’ ευθείας εμπορίου».
Ο Κύπριος Πρόεδρος δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό. Συνέδεσε επίσης το θέμα με άνοιγμα κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με θετική προσέγγιση στο θέμα της συμμετοχής της Τουρκίας στις διαβουλεύσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την άμυνα και την ασφάλεια, στο πλαίσιο της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με το ΝΑΤΟ. Τα θέματα αυτά άπτονται της Αντιδηλώσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, που αφορά στην υποχρέωση της Άγκυρας ν’ αναγνωρίσει την Κύπρο και να εφαρμόσει και στη δική της περίπτωση το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, την Τελωνειακή, δηλαδή, Ένωση με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Άπτονται επίσης του θέματος της συμμετοχής της Τουρκίας, πριν ακόμη από την ενδεχόμενη ένταξή της, στις αποφάσεις άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Άγκυρα επιδιώκει διακαώς τη συμμετοχή της αποβλέποντας στα προφανή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα εις βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.
Μετατροπή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας, που είναι συμβατική υποχρέωση της Τουρκίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε Μέτρο Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ)
Ένα δεύτερο ολίσθημα του Προέδρου, που αντιπροσωπεύει μια νέα πολύ επικίνδυνη παραχώρηση, είναι η πρότασή του προς την Τουρκία ν’ ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα Κυπριακά πλοία και αεροπλάνα ως μέτρο καλής θελήσεως και οικοδομήσεως εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), υποσχόμενος συναίνεση της Κύπρου στο άνοιγμα ενταξιακών κεφαλαίων.
Η Τουρκία έχει συμβατική υποχρέωση ν’ ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα και δεν μπορεί αυτό ν’ αποτελέσει αντικείμενο Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης και ανταλλαγμάτων. Η Κύπρος έχει κάθε συμφέρον να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού το Ευρωπαϊκό κεκτημένο που υποστηρίζει τη διεθνή αναγνώρισή της και την υπόστασή της ως χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με πλήρη και ίσα δικαιώματα, ανεξάρτητα από την πρόσφατη περιπέτειά της με την αδιανόητη απόφαση του Eurogroup.
Η τρίτη υποχώρηση, καίριας στρατηγικής σημασίας, στην οποία προέβη ο Κύπριος Πρόεδρος, με άλλοθι τη δήθεν άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η αποδοχή της αξιώσεως της Τουρκίας να δεχθεί η Ελλάδα να συναντήσει τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως αντάλλαγμα και «αμοιβαιότητα» για την αποδοχή της Τουρκίας να συναντήσει τον εκπρόσωπο της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Ο Κύπριος Πρόεδρος μετέφερε την πρότασή του στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο, στο περιθώριο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Ο τελευταίος έσπευσε ν’ αποδεχθεί την πρόταση και δέσμευσε με συμφωνία την Ελληνική πλευρά κατά τη συνάντησή του με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Πρόκειται για ολέθρια εξέλιξη, που αποτελεί πραγματική νάρκη στην πολιτική και στρατηγική του Κυπριακού. Με ποια λογική εξισώνεται η Ελλάδα με την Τουρκία, που είναι κατέχουσα δύναμη στην Κύπρο; Τι είδους εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις επιτυγχάνεται, όταν ικανοποιείται η μόνιμη Τουρκική αξίωση για συζήτηση του Κυπριακού στη βάση μιας τετραμερούς, με τη συμμετοχή της Τουρκίας, της Ελλάδος και των δύο κοινοτήτων και την απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το θύμα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής; Προφανώς, μέσα από τη διπλωματική αυτή διαδικασία, η Άγκυρα επιδιώκει την αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού, τη νομιμοποίηση της Τουρκικής εισβολής και των τετελεσμένων γεγονότων, την παρουσίαση του ψευδοκράτους ως ίσου μέρους και την ανανέωση και αναγνώριση του ρόλου της ως δήθεν εγγυήτριας δυνάμεως, ακόμη και μετά την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Με τις υποχωρήσεις αυτές και την πολιτική που εκφράζουν δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να αντιληφθεί που οδηγείται το Κυπριακό, με προτάσεις, μάλιστα, που προέρχονται από την ίδια την ελληνική πλευρά. Ο σημερινός Πρόεδρος έκανε προεκλογικά κάθε δυνατή προσπάθεια για ν’ αποστασιοποιηθεί από το Σχέδιο Ανάν και να δώσει την εντύπωση ότι αυτό αποτελεί παρελθόν, που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Η πολιτική του όμως οδηγεί προς την ίδια και χειρότερη κατεύθυνση. Δεν απέσυρε, όπως είχε υποσχεθεί, τις μονομερείς υποχωρήσεις Χριστόφια, απορρίπτοντας εκ των πραγμάτων και το έγγραφο του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αλεξάντερ Ντάουνερ για τις συγκλίσεις που επετεύχθησαν στις διακοινοτικές συνομιλίες, με βάση ακριβώς τις παραχωρήσεις αυτές.
Στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, αντί να καταγγείλει τη συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή, αναφέρθηκε στον «φίλο» Πρόεδρο της Τουρκίας, Γκιουλ, και μίλησε για «εξελικτική διαδικασία»που θα μετατρέψει την Κύπρο «σε ομόσπονδο κράτος». Είναι τραγικό ο Πρόεδρος μιας χώρα που είναι θύμα εισβολής και κατοχής να θωπεύει με κολακείες τον εισβολέα και να δίνει την εντύπωση ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι ότι δεν εξελίχθηκε ακόμη σε ομοσπονδία! Όταν γνωρίζει, μάλιστα, ότι η επιδιωκόμενη «ομοσπονδία» από την τουρκική πλευρά είναι το ψευδώνυμο μιας συνομοσπονδίας δύο «ισοτίμων κρατών» υπό τουρκική εγγύηση και τουρκική στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές.
Για μια ακόμη φορά είναι έκδηλο το έλλειμμα στρατηγικής στο Κυπριακό
Στην κρισιμότερη ίσως στιγμή του Κυπριακού είναι πάλι έκδηλο στην Ελληνική πλευρά το έλλειμμα στρατηγικής. Χειρότερα ακόμη, η πολιτική της ελληνικής πλευράς, που διαμορφώνεται υπό την παρασκηνιακή πίεση ισχυρών ξένων παραγόντων, με προεξάρχοντα τον Βρετανικό, παρουσιάζεται να είναι ουσιαστικά συμπληρωματική της Τουρκικής στρατηγικής. Γιατί πρέπει η ελληνική πλευρά να επισπεύδει για δήθεν «λύση» του Κυπριακού, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια αποδεκτή από την ελληνική πλευρά λύση; Γιατί να προβαίνει, μάλιστα, γι’ αυτό σε νέες ολέθριες υποχωρήσεις, που υπονομεύουν τη διεθνή της υπόσταση, τα διεθνή της ερείσματα και τις βασικές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο αγώνας της;
Η Τουρκία δεν είχε μέχρι τώρα πολλούς λόγους να θέλει «λύση» του Κυπριακού, εφόσον θεωρούσε βασικά ως λύση τα τετελεσμένα γεγονότα και ανέμενε απλώς την «ωρίμανση» των συνθηκών για την αναγνώρισή τους. Σήμερα, μετά την ανακάλυψη των ενεργειακών αποθεμάτων στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου έχει λόγους να επισπεύδει για «λύση». Επιδιώκει να μπει λεόντειος συνέταιρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου και μέσω αυτής στο παιχνίδι των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και της μεταφοράς τους μέσω Τουρκίας.
Η Κύπρος, εφόσον δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για αποδεκτή και βιώσιμη λύση, δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει και να αυτοϋπονομεύεται. Πρώτιστη προτεραιότητά της πρέπει να είναι η διαφύλαξη και η ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αποτελεί το διεθνώς ανεγνωρισμένο έρεισμα του αγώνα της.
Το φυσικό αέριο είναι, μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα δεύτερο μεγάλο στρατηγικό χαρτί που πρέπει η Κύπρος ν’ αξιοποιήσει σωστά για την ενίσχυσή της με πολιτική στρατηγικής αναμονής και διαμορφώσεως στρατηγικών συμμαχιών. Πώς συμβιβάζεται, π.χ., η στρατηγική σύγκλιση με το Ισραήλ, με μια «λύση» που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με μια Ηνωμένη, δήθεν, Κυπριακή Δημοκρατία λεόντειου συνεταιρισμού με την Άγκυρα;
Η ευθύνη, δυστυχώς, δεν βαρύνει μόνο τον Κύπριο Πρόεδρο, βαρύνει εξίσου την Κυβέρνηση της Ελλάδος, που σπεύδει, διά του Υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Βενιζέλου, να συμμερισθεί και ν’ ασκήσει την ίδια πολιτική. Το δημοψήφισμα και η συμβατότητα της «λύσεως» με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν αποτελούν, δυστυχώς, ικανά αναχώματα, όπως παρουσιάζονται παρασκηνιακά, ως άλλοθι για την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής. Στόχος τη φορά αυτή όσων προωθούν μια χειρότερη έκδοση του Σχεδίου Ανάν είναι η επιβολή του μέσα από μια διαδικασία de facto αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους. Προς την κατεύθυνση αυτή οδηγεί και η ήδη συμφωνηθείσα από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο, συνάντησή του με τον εκπρόσωπο, υποτίθεται, της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, που είναι στην πραγματικότητα εκπρόσωπος του ψευδοκράτους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ "Τεύχος 209".
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους"
Πρέσβη ε.τ.
Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε και οι θέσεις που εξέφρασε στο εθνικό θέμα ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης, στο προκαταρκτικό, μάλιστα, στάδιο, που έχει ως στόχο, υποτίθεται, την καλή προετοιμασία των αναμενομένων νέων διακοινοτικών συνομιλιών, προκαλούν μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό.
Ο Κύπριος Πρόεδρος, ακολουθώντας σ’ αυτό την πολιτική και την τακτική του προκατόχου του, Δημήτρη Χριστόφια, προέβη σε τρεις νέες μεγάλες υποχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, πριν ακόμα από την έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών. Οι τρεις νέες αυτές υποχωρήσεις εντάσσονται, υποτίθεται, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος για τις διακοινοτικές συνομιλίες και παρουσιάζονται ως συμβολή της Ελληνικής πλευράς στην προώθηση Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).
Η πρώτη υποχώρηση έγινε με αφορμή την πρόταση για την Αμμόχωστο. Η επιστροφή της Αμμοχώστου στους νομίμους κατοίκους της είχε συμφωνηθεί στο πλαίσιο της λεγομένης Συμφωνίας Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού - Ντενκτάς το 1979 και είχε περιληφθεί σε σχετικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στο ψήφισμα προβλέπεται ρητά ότι η επιστροφή της Αμμοχώστου πρέπει να γίνει πριν και ανεξάρτητα από τη λύση του Κυπριακού, ως χειρονομία καλής θελήσεως της Τουρκίας. Η Άγκυρα, παρά τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, αρνήθηκε να εφαρμόσει το σχετικό ψήφισμα. Αντιθέτως, έχει ως πάγια πολιτική να χρησιμοποιεί την Αμμόχωστο ως δόλωμα και ως μοχλό πιέσεως για την αποδοχή των τετελεσμένων γεγονότων από την Ελληνική πλευρά και την προώθηση λύσεως δύο «ισοτίμων κρατών». Η στάση της Τουρκίας, που εξυπηρετεί τους δικούς της στόχους, δεν είναι λόγος για την εγκατάλειψη από την Ελληνική πλευρά των προνοιών του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας και την εμπλοκή της σ’ ένα παζάρι για την Αμμόχωστο, που θέτει σε άλλη, διμερή βάση, τη συζήτηση για την επιστροφή της και τη συνδέει με απαράδεκτους όρους, που πλήττουν τη διεθνή υπόσταση και κυριαρχία της Κύπρου.
Είναι κατανοητή η καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας για την απελευθέρωση της κατεχόμενης πόλεως. Οι προσπάθειες όμως αυτές δεν μπορούν να υπερβούν το όριο ασφαλείας, πέρα από το οποίο ελλοχεύει ο κίνδυνος Αμμοχωστοποιήσεως του Κυπριακού, αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους και προωθήσεως του λεγομένου «απ’ ευθείας εμπορίου». Το τελευταίο θα άνοιγε το δρόμο για την επιβολή «λύσεως» δύο «κρατών». Ήδη, με αφορμή τη διεθνή εκστρατεία για δήθεν «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων, η Ελληνική πλευρά έφτασε στα έσχατα όρια των υποχωρήσεών της, αποδεχόμενη το άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως;
Οι Τουρκοκύπριοι, με τη μεσολάβηση του Τουρκοκυπριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου, θα μπορούσαν στην περίπτωση αυτή να πραγματοποιούν τις εξαγωγές τους και από τον λιμένα αυτό, αν και έχουν τη δυνατότητα σήμερα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τον λιμένα της Λάρνακας στις ελεύθερες περιοχές. Η Τουρκική πλευρά απέρριψε την πρόταση και ζήτησε ανυποχώρητα ν’ ανοίξει παραλλήλως και το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, επιδιώκοντας «απ’ ευθείας εμπόριο» και defactoδιεθνή αναγνώριση.
Ο σημερινός Κύπριος Πρόεδρος, αρχικά διά στόματος του Υπουργού Εξωτερικών, Ιωάννη Κασουλίδη, επανήλθε στο θέμα της Αμμοχώστου και το συνέδεσε με μια σειρά ανταλλαγμάτων, που παραμερίζουν ουσιαστικά το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας και παραπέμπουν σ’ ένα πολύ ολισθηρό και επικίνδυνο δρόμο. Συγκεκριμένα, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο συζητήσεως του θέματος της Αμμοχώστου σε συνδυασμό με το άνοιγμα του αεροδρομίου της Τύμπου, υπό όρους που δεν θα θίγουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας!
Ασφαλώς, τέτοιοι όροι δεν θα γίνουν αποδεκτοί από την Τουρκική πλευρά. Το άνοιγμα όμως μιας τέτοιας συζητήσεως θα επιτρέψει σε τρίτους καλοθελητές να υποβάλουν συμβιβαστικές προτάσεις και να ασκήσουν πιέσεις για την αποδοχή τους. Η Κύπρος διατρέχει τον κίνδυνο να εγκλωβισθεί σε μια συζήτηση, η οποία θα έχει ως αντικείμενο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της και την προβολή της ιδέας της υπάρξεως δήθεν στην Κύπρο δύο ίσων μερών. Θα ήταν πολύ μεγάλη αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι από μόνη της μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή της Αμμοχώστου. Η τουρκική πλευρά έχει καταστήσει και προσφάτως σαφές, με τον πιο προκλητικό τρόπο, ότι θεωρεί την Αμμόχωστο κλειδί για την επιδιωκόμενη συνολική «λύση» και δεν έχει καμιά πρόθεση να συζητήσει την επιστροφή της, χωρίς το αντάλλαγμα που επιδιώκει, την αναγνώριση, δηλαδή, του ψευδοκράτους, με τη μορφή του λεγομένου «απ’ ευθείας εμπορίου».
Ο Κύπριος Πρόεδρος δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό. Συνέδεσε επίσης το θέμα με άνοιγμα κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με θετική προσέγγιση στο θέμα της συμμετοχής της Τουρκίας στις διαβουλεύσεις της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την άμυνα και την ασφάλεια, στο πλαίσιο της συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με το ΝΑΤΟ. Τα θέματα αυτά άπτονται της Αντιδηλώσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, που αφορά στην υποχρέωση της Άγκυρας ν’ αναγνωρίσει την Κύπρο και να εφαρμόσει και στη δική της περίπτωση το Πρωτόκολλο της Άγκυρας, την Τελωνειακή, δηλαδή, Ένωση με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Άπτονται επίσης του θέματος της συμμετοχής της Τουρκίας, πριν ακόμη από την ενδεχόμενη ένταξή της, στις αποφάσεις άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Άγκυρα επιδιώκει διακαώς τη συμμετοχή της αποβλέποντας στα προφανή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα εις βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου.
Μετατροπή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας, που είναι συμβατική υποχρέωση της Τουρκίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε Μέτρο Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ)
Ένα δεύτερο ολίσθημα του Προέδρου, που αντιπροσωπεύει μια νέα πολύ επικίνδυνη παραχώρηση, είναι η πρότασή του προς την Τουρκία ν’ ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα Κυπριακά πλοία και αεροπλάνα ως μέτρο καλής θελήσεως και οικοδομήσεως εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), υποσχόμενος συναίνεση της Κύπρου στο άνοιγμα ενταξιακών κεφαλαίων.
Η Τουρκία έχει συμβατική υποχρέωση ν’ ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα και δεν μπορεί αυτό ν’ αποτελέσει αντικείμενο Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης και ανταλλαγμάτων. Η Κύπρος έχει κάθε συμφέρον να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού το Ευρωπαϊκό κεκτημένο που υποστηρίζει τη διεθνή αναγνώρισή της και την υπόστασή της ως χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με πλήρη και ίσα δικαιώματα, ανεξάρτητα από την πρόσφατη περιπέτειά της με την αδιανόητη απόφαση του Eurogroup.
Η τρίτη υποχώρηση, καίριας στρατηγικής σημασίας, στην οποία προέβη ο Κύπριος Πρόεδρος, με άλλοθι τη δήθεν άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η αποδοχή της αξιώσεως της Τουρκίας να δεχθεί η Ελλάδα να συναντήσει τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως αντάλλαγμα και «αμοιβαιότητα» για την αποδοχή της Τουρκίας να συναντήσει τον εκπρόσωπο της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Ο Κύπριος Πρόεδρος μετέφερε την πρότασή του στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο, στο περιθώριο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Ο τελευταίος έσπευσε ν’ αποδεχθεί την πρόταση και δέσμευσε με συμφωνία την Ελληνική πλευρά κατά τη συνάντησή του με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Πρόκειται για ολέθρια εξέλιξη, που αποτελεί πραγματική νάρκη στην πολιτική και στρατηγική του Κυπριακού. Με ποια λογική εξισώνεται η Ελλάδα με την Τουρκία, που είναι κατέχουσα δύναμη στην Κύπρο; Τι είδους εμπλοκή της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις επιτυγχάνεται, όταν ικανοποιείται η μόνιμη Τουρκική αξίωση για συζήτηση του Κυπριακού στη βάση μιας τετραμερούς, με τη συμμετοχή της Τουρκίας, της Ελλάδος και των δύο κοινοτήτων και την απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το θύμα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής; Προφανώς, μέσα από τη διπλωματική αυτή διαδικασία, η Άγκυρα επιδιώκει την αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού, τη νομιμοποίηση της Τουρκικής εισβολής και των τετελεσμένων γεγονότων, την παρουσίαση του ψευδοκράτους ως ίσου μέρους και την ανανέωση και αναγνώριση του ρόλου της ως δήθεν εγγυήτριας δυνάμεως, ακόμη και μετά την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή.
Με τις υποχωρήσεις αυτές και την πολιτική που εκφράζουν δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να αντιληφθεί που οδηγείται το Κυπριακό, με προτάσεις, μάλιστα, που προέρχονται από την ίδια την ελληνική πλευρά. Ο σημερινός Πρόεδρος έκανε προεκλογικά κάθε δυνατή προσπάθεια για ν’ αποστασιοποιηθεί από το Σχέδιο Ανάν και να δώσει την εντύπωση ότι αυτό αποτελεί παρελθόν, που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Η πολιτική του όμως οδηγεί προς την ίδια και χειρότερη κατεύθυνση. Δεν απέσυρε, όπως είχε υποσχεθεί, τις μονομερείς υποχωρήσεις Χριστόφια, απορρίπτοντας εκ των πραγμάτων και το έγγραφο του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αλεξάντερ Ντάουνερ για τις συγκλίσεις που επετεύχθησαν στις διακοινοτικές συνομιλίες, με βάση ακριβώς τις παραχωρήσεις αυτές.
Στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, αντί να καταγγείλει τη συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή, αναφέρθηκε στον «φίλο» Πρόεδρο της Τουρκίας, Γκιουλ, και μίλησε για «εξελικτική διαδικασία»που θα μετατρέψει την Κύπρο «σε ομόσπονδο κράτος». Είναι τραγικό ο Πρόεδρος μιας χώρα που είναι θύμα εισβολής και κατοχής να θωπεύει με κολακείες τον εισβολέα και να δίνει την εντύπωση ότι το πρόβλημα της Κύπρου είναι ότι δεν εξελίχθηκε ακόμη σε ομοσπονδία! Όταν γνωρίζει, μάλιστα, ότι η επιδιωκόμενη «ομοσπονδία» από την τουρκική πλευρά είναι το ψευδώνυμο μιας συνομοσπονδίας δύο «ισοτίμων κρατών» υπό τουρκική εγγύηση και τουρκική στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές.
Για μια ακόμη φορά είναι έκδηλο το έλλειμμα στρατηγικής στο Κυπριακό
Στην κρισιμότερη ίσως στιγμή του Κυπριακού είναι πάλι έκδηλο στην Ελληνική πλευρά το έλλειμμα στρατηγικής. Χειρότερα ακόμη, η πολιτική της ελληνικής πλευράς, που διαμορφώνεται υπό την παρασκηνιακή πίεση ισχυρών ξένων παραγόντων, με προεξάρχοντα τον Βρετανικό, παρουσιάζεται να είναι ουσιαστικά συμπληρωματική της Τουρκικής στρατηγικής. Γιατί πρέπει η ελληνική πλευρά να επισπεύδει για δήθεν «λύση» του Κυπριακού, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια αποδεκτή από την ελληνική πλευρά λύση; Γιατί να προβαίνει, μάλιστα, γι’ αυτό σε νέες ολέθριες υποχωρήσεις, που υπονομεύουν τη διεθνή της υπόσταση, τα διεθνή της ερείσματα και τις βασικές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο αγώνας της;
Η Τουρκία δεν είχε μέχρι τώρα πολλούς λόγους να θέλει «λύση» του Κυπριακού, εφόσον θεωρούσε βασικά ως λύση τα τετελεσμένα γεγονότα και ανέμενε απλώς την «ωρίμανση» των συνθηκών για την αναγνώρισή τους. Σήμερα, μετά την ανακάλυψη των ενεργειακών αποθεμάτων στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου έχει λόγους να επισπεύδει για «λύση». Επιδιώκει να μπει λεόντειος συνέταιρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου και μέσω αυτής στο παιχνίδι των ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και της μεταφοράς τους μέσω Τουρκίας.
Η Κύπρος, εφόσον δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για αποδεκτή και βιώσιμη λύση, δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει και να αυτοϋπονομεύεται. Πρώτιστη προτεραιότητά της πρέπει να είναι η διαφύλαξη και η ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αποτελεί το διεθνώς ανεγνωρισμένο έρεισμα του αγώνα της.
Το φυσικό αέριο είναι, μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα δεύτερο μεγάλο στρατηγικό χαρτί που πρέπει η Κύπρος ν’ αξιοποιήσει σωστά για την ενίσχυσή της με πολιτική στρατηγικής αναμονής και διαμορφώσεως στρατηγικών συμμαχιών. Πώς συμβιβάζεται, π.χ., η στρατηγική σύγκλιση με το Ισραήλ, με μια «λύση» που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με μια Ηνωμένη, δήθεν, Κυπριακή Δημοκρατία λεόντειου συνεταιρισμού με την Άγκυρα;
Η ευθύνη, δυστυχώς, δεν βαρύνει μόνο τον Κύπριο Πρόεδρο, βαρύνει εξίσου την Κυβέρνηση της Ελλάδος, που σπεύδει, διά του Υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Βενιζέλου, να συμμερισθεί και ν’ ασκήσει την ίδια πολιτική. Το δημοψήφισμα και η συμβατότητα της «λύσεως» με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν αποτελούν, δυστυχώς, ικανά αναχώματα, όπως παρουσιάζονται παρασκηνιακά, ως άλλοθι για την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής. Στόχος τη φορά αυτή όσων προωθούν μια χειρότερη έκδοση του Σχεδίου Ανάν είναι η επιβολή του μέσα από μια διαδικασία de facto αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους. Προς την κατεύθυνση αυτή οδηγεί και η ήδη συμφωνηθείσα από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Βενιζέλο, συνάντησή του με τον εκπρόσωπο, υποτίθεται, της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, που είναι στην πραγματικότητα εκπρόσωπος του ψευδοκράτους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ "Τεύχος 209".
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους"
COMMENTS