ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
«Γελιούνται όσοι πιστεύουν,πως το πλάσιμο τού μύθου γίνεται,
όταν με τα χρόνια ξεχαστούν πρόσωπα και γεγονότα,
όταν θαμπώσουν οι εντυπώσεις.
Την πραγματικότητα δέν την αποδομεί η λήθη,
την αποδομεί ο μύθος εκτοπίζοντάς την».
Αλέξης Πολίτης
όταν με τα χρόνια ξεχαστούν πρόσωπα και γεγονότα,
όταν θαμπώσουν οι εντυπώσεις.
Την πραγματικότητα δέν την αποδομεί η λήθη,
την αποδομεί ο μύθος εκτοπίζοντάς την».
Αλέξης Πολίτης
Η «νεοελληνική μυθολογία» τού λαϊκού ή ορθότερα ίσως τού αγροτικού πολιτισμού των χρόνων τής Τουρκοκρατίας, δέν έχει αποτελέσει έως σήμερα αντικείμενο μιάς συστηματικής και συνολικής παρουσίασης. Σε κάποιο βαθμό όμως, έχει καταγραφεί ένα σημαντικό μέρος της σε πολλές επιμέρους μελέτες. Η δική μου παρέμβαση θα επικεντρώσει όμως, αλλού το ενδιαφέρον της, σε πιό σύγχρονες «μυθολογίες», που έχουν να κάνουν κυρίως με τη συγκρότηση τής νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και τής γενικότερης αυτοσυνείδησης των νεοελλήνων.
Προσπερνώντας κάποια θέματα, που είναι περισσότερο ή λιγότερο γνωστά (όπως οι μύθοι τού Κρυφού Σχολειού, τής πεντακοσιόχρονης, δήθεν, ζωής τής Μεγάλης Ιδέας, τού χορού τού Ζαλόγγου, που με έχουν απασχολήσει, όπως και άλλους, σε παλαιότερες μελέτες), επισημαίνω κάποιες μυθοποιήσεις μικρότερης σημασίας (την ελληνοποίηση των ονομάτων, κάποιες λιγότερο γνωστές ιστορίες, όπως η υποτιθέμενη διαφυγή τού πατρός Ανδρούτσου διά μέσου τής Πελοποννήσου το 1792) και προσπαθώ να εντοπίσω τους κοινωνικούς λόγους, που μεταμορφώνουν ένα ατομικό ψεύδος σε συλλογικό μύθο. Το τελικό μου παράδειγμα είναι κάποιες μυθοποιήσεις σχετικές με τη γλώσσα.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Με το ζόρι έλληνες! |
Καλικάντζαροι, νεράιδες κ.λπ. κ.λπ.
Στα 1871 τυπώθηκε στην Αθήνα ένα μικρού σχήματος βιβλιαράκι: «Μελέτη επί τού βίου των νεοτέρων ελλήνων. Νεοελληνική μυθολογία», Τόμος Α’, μέρος πρώτον, υπό Ν. Γ. Πολίτου. Τρία χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και το δεύτερο μέρος. Δεύτερος τόμος δέν κυκλοφόρησε ποτέ. Στο βιβλίο ετούτο περιγράφονται ποικίλες παραδόσεις των αγροτικών κυρίως πληθυσμών, δεισιδαιμονίες, πεποιθήσεις γιά τα φυσικά ή και γιά υπερφυσικά φαινόμενα: οιλάμιες, οι στρίγγλες, ο Χάρος, ο Κάτω Κόσμος, οι καλικάντζαροι, οινεράιδες, άλλα στοιχειά - ό,τι τέλος πάντων πιστεύει ο ελληνικός λαός. Απογράφεται, μ’ άλλα λόγια, η νεοελληνική μυθολογία ή, πιό σωστά, γίνεται μιά πρώτη, ελλιπής μάλιστα απογραφή, επειδή, όπως είπαμε, το βιβλιαράκι δέν ολοκληρώθηκε.
Παρόμοια συνθετική προσπάθεια δέν ξαναεπιχειρήθηκε ώς τις μέρες μας. Επί μέρους μελέτες γιά τον Χάρο, γιά τις νεράιδες ή γιά τους βρικόλακες έχουμε, βέβαια, καταγραφές τοπικών παραδόσεων, επίσης - και πολυάριθμες. Αλλά κανείς δέν δοκίμασε να περιγράψει τον συνολικό κόσμο τής φαντασίας τού ελληνικού λαού ή έστω μιάς στενότερης περιοχής, τής Κρήτης, τής Μάνης, ίσως επειδή είναι πολύ κοπιώδης και περίπλοκη υπόθεση, ίσως επειδή ο κόσμος τής φαντασίας, ακόμα κι ενός ανθρώπου, δύσκολα καταγράφεται - είναι αρκετά χαοτικός κι απέραντος στην κυριολεξία.
Όλες αυτές οι ποικίλες πεποιθήσεις άλλωστε, δέν είναι ούτε σταθερές ούτε καν ομοιότροπες. Ο ίδιος άνθρωπος, που τη μια στιγμή πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή, την άλλη μοιρολογεί το νεκρό του με τραγούδια, που αρνούνται την ανάσταση, και πιστεύει ταυτόχρονα στους βρικόλακες, που η χριστιανική θρησκεία δέν παραδέχεται την ύπαρξή τους, όπως πιστεύει και στον Κάτω Κόσμο των παραμυθιών, όπου και ζωή υπάρχει, όπως και δρόμος γιά τον Απάνω Κόσμο.
Πρόκειται βέβαια, γιά αντιλήψεις, που προφανώς γεννήθηκαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Η συμβίωση όμως, τεσσάρων αλληλοσυγκρουόμενων μεταξύ τους πεποιθήσεων φαίνεται παράδοξη. Προσωπικά, πιστεύω, ότι ο μηχανισμός, που τους επιτρέπει να συνυπάρχουν στο ανθρώπινο μυαλό είναι, ότι καθεμία εκφράζεται σε διαφορετικό κώδικα: έμμετρος λόγος, έντεχνη, αλλά πεζή αφήγηση, προφορική μυθολογία, τελετουργίες.
Έτσι, άλλος είναι ο κόσμος των τραγουδιών, άλλος των παραμυθιών, άλλος των παραδόσεων, άλλος τής θεϊκής πίστης. Ακριβώς όπως εύκολα αποδεχόμαστε μιάν απίθανη ιστορία, όταν πρόκειται γιά όπερα ή γιά μπαλέτο, θα μας φαινόταν ωστόσο, αταίριαστη και απαράδεκτη σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. (Τις απόψεις αυτές τις έχω αναλυτικότερα υποστηρίξει στο άρθρο μου «Τα επάλληλα πολιτισμικά στρώματα», «Το μυθολογικό κενό», Αθήνα 2000, 84-92).
Οπωσδήποτε μπορεί να συνθέσει κανείς ένα μοντέλο, ένα νοητό σχήμα, το οποίο δέν είναι ανάγκη να έχει καθολική εφαρμογή, και να προχωρήσει σε μιά αναλυτική παρουσίαση είτε των πίστεων τού ελληνικού λαού είτε ενός μερικότερου θέματος.
Το έχει κάνει γιά ένα τέτοιο θέμα, και μόνο γιά τα δημοτικά τραγούδια ένας γάλλος μελετητής, ο Γκυ Σωνιέ, που έγραψε ένα βιβλίο, σπουδαίο κατά την άποψή μου: «”Αδικία”. Το Κακό και το Άδικο στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια» (Guy Saunier, Adikia. Le mal et l’injustice dans la pensée).
Και το υλικό γιά να κατανοήσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, τί δηλοί και με ποιούς τρόπους εκφράζεται η πίστη σε κάποια υπερφυσικά όντα, αγαθοποιά ή κακοποιά –νεράιδες, καλικάτζαροι, στρίγγλες, κ.λπ.– υπάρχει, όποιος θέλει λοιπόν, μπορεί να δοκιμάσει να εισχωρήσει στη νεοελληνική μυθολογία, ακριβώς, όπως μπορεί να το κάνει και γιά την αρχαία μυθολογία. Εννοείται, ότι για να έχει η εργασία αυτή την ιδεατή πληρότητα, θα πρέπει να περιλάβει και τις θρησκευτικής προέλευσης πρακτικές: βάφτιση, γάμο, κηδείες, εκκλησιαστικές λειτουργίες και τα παρόμοια.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος σήμερα, ότι ο ελλαδικός χώρος κάποτε, φιλοξενούσε ένα μεγάλο πληθυσμό οθωμανών. Ζούσαν σε μικρές κοινότητες. Αγρότες, έμποροι, κρατικοί υπάλληλοι και οι οικογένειές τους δέν είχαν γνωρίσει άλλη πατρίδα γιά εκατοντάδες χρόνια.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται ένας ακόμα μύθος τού ΄21.
Ότι οι σφαγές κατά των αμάχων ήταν αποκλειστικά έργο των οθωμανών.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τους έφαγε το... φεγγάρι!
|
Εθνικοθρησκευτικές μυθοπλασίες
Δέν θέλω όμως, να επικεντρώσω σ’ αυτούς τους χώρους το ενδιαφέρον μου. Γιατί πέρα από την αγροτική, ας την πούμε έτσι, μυθολογία, που εκφράζεται με παραδοσιακούς τρόπους, δηλαδή προφορικά, και βέβαια χάνεται μέρα με τη μέρα, υπάρχει και μιά αστική μυθολογία τού γραπτού πολιτισμού, πολύ πιό πρόσφατη.
Πρόκειται γιά ιστορικούς μύθους: το Κρυφό Σχολειό, ο χορός τού Ζαλόγγου, (σ.σ. βλ. Το καρναβάλι των αφιονισμένων), οι Κλέφτες τής Τουρκοκρατίας - εννοώ τον μύθο των αγαθών κλεφτών, τύπου Ρομπέν των Δασών– (βλ. Τυχοδιώκτες και μαχαιροφόροι), η Μεγάλη Ιδέα –κι εδώ εννοώ την υποτιθέμενη πεντακοσιόχρονη ύπαρξή της, από το 1453– (βλ. Πλαστός ο «Θρήνος τής Άλωσης») ή άλλους, μικρότερης σημασίας ή λιγότερο διαδεδομένους, όπως λόγου χάρη, ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί κατοίκησαν τις ορεινές περιοχές, επειδή οι τούρκοι κατεδίωξαν τους χριστιανούς προς τους άγονους τόπους ή ότι η αγροτική - αντιφορολογική εξέγερση τού Διονύσιου Σκυλόσοφου στις αρχές τού 17ου αιώνα είχε εθνικο-απελευθερωτικό στόχο ή ότι ο Καρυωτάκης ήταν ένας αριστερά προσανατολισμένος ποιητής ή ακόμα και πολύ μικρούς, οικογενειακούς μύθους.
|
Προσωπικές μυθοπλασίες
Όταν, λόγου χάρη, ένας κύριος Ομέρογλου από την Καππαδοκίαμεταναστεύει στη Σμύρνη και αλλάζει το όνομά του σε Ομηρόλης αρχικά, σεΟμηρίδης κατόπιν, δημιουργεί έναν μικρό προσωπικό μύθο.
Το ίδιο κάνει ένας οποιοσδήποτε Καλλέργης ή Γαβαλάς ή Λίτινας ήΒλαστός, όταν δηλώνει με υπερηφάνεια, πως κατάγεται, πάππου προς πάππου, από τους βυζαντινούς άρχοντες, που εξορίστηκαν κάποτε στην Κρήτη -ξεχνώντας, πως πολύ συχνά οι επιστάτες των κτημάτων ονομάζονταν από τους συγχωριανούς τους με το όνομα τού άρχοντα- ή το πιό απλό και αθώο, ένας κάποιος Βακαλόπουλος ή Βογιατζίδης, που άλλαξε το αρχικό μπ σεβήτα, ώστε να αποσυνδεθεί από το μπακάλικο τού παππού του ή τον μπογιατζή πατέρα του.
Τέσσερις μήνες πριν την πτώση, η κυβέρνηση είχε κάνει μια τελευταία προσπάθεια να συλλέξει τα απαραίτητα χρήματα. Στις 24 Δεκεμβρίου τού 1825, ψήφισε την εκποίηση πρώην τούρκικων τσιφλικιών (εθνικών κτημάτων, όπως είχαν μετονομαστεί), με στόχο να συγκεντρώσει τέσσερα εκατομμύρια γρόσια, αλλά η εφαρμογή τού νόμου εξελίχθηκε σε σκάνδαλο. Καθώς προέβλεπε την αγορά όχι μόνο με μετρητά, αλλά και με ομολογίες, άρχισαν οι καταχρήσεις, οι κερδοσκοπίες και οι απάτες. Μέσα σε λίγους μήνες, οι πιό ισχυροί από τους προεστούς τής Πελοποννήσου απόκτησαν κτήματα και ολόκληρα χωριά, χωρίς να μπει τίποτε στα εθνικό ταμείο.
Το σκάνδαλο με την εκποίηση των τσιφλικιών ήταν η τελευταία
χαμένη ευκαιρία για τη σωτηρία τού Μεσολογγίου. |
Το κείμενο τού Αγαθάγγελου
Προτού προχωρήσουμε θα πρέπει να προλάβω την πιθανή ένστασή σας: καλά, άλλο το ψέμα, η συνειδητή αλλαγή τού ονόματος ή ό,τι άλλο κι άλλο ο μύθος, που καλοπροαίρετα, δίχως καμμία διάθεση να εξαπατήσουμε, τον πιστεύουμε λίγο ή πολύ.
Ίσως αν αναζητήσουμε την αρχική γένεση κάθε μυθοπλασίας, να διαπιστώσουμε, πως κάποιες έχουν τη ρίζα τους σε πονηρές κατασκευές - ηΣύνταξη τού Αγαθάγγελου προφανώς, οφείλεται σε κάποιο επιτελείο τής ρωσικής προπαγάνδας στα χρόνια των διαδόχων τού Μεγάλου Πέτρου: ένα κείμενο προφητικό, κρυπτικό στο νόημά του, που άρχισε να διαδίδεται στον ελληνικό χώρο λίγο μετά τα 1750, στην αρχή με χειρόγραφα, από το τέλος τού 18ου αιώνα και τυπωμένο.
Ποιό ακριβώς ήταν το νόημα τού κειμένου δέν είναι σαφές, τουλάχιστον γιά εμένα, αλλά αυτό, που έχει ενδιαφέρον είναι, πως πολύ γρήγορα το κείμενο αυτονομήθηκε. Στα 1791 το τυπώνει ο Ρήγας ο Βελεστινλής, δηλαδή ένας οπαδός τού Διαφωτισμού, τού καθαρού λογισμού και τής επαναστατικής δράσης. Θα σκέφτηκε προφανώς, ότι άλλοι πείθονται να εξεγερθούν με τη λογική κι άλλοι χρειάζονται πιό θολά, αλλά και πιό βαθειά κίνητρα.
Το προφητικό αυτό βιβλιαράκι συνέχισε τον δρόμο του και τυπωνόταν σ’ όλον τον 19ο αιώνα. Στην εξέγερση τού Λιτόχωρου στον Όλυμπο τού 1878 ένας από τους αρχηγούς το κουβαλούσε πάντα μαζί του. Πολύ αργότερα, στα χρόνια τής γερμανικής κατοχής κάποιος άλλος γύρναγε στα διάφορα σπίτια στη Δράμα και προέβλεπε την ήττα τού Άξονα διαβάζοντας κι ερμηνεύοντας μιά έκδοση τού Αγαθάγγελου. Έτσι κέρδιζε το φτωχικό του μεσημεριανό ο καημένος.
Περνώντας από το σπίτι ενός φίλου μου, που τότε ήταν μαθητής στην πρώτη γυμνασίου ή κάτι τέτοιο, ο νεαρός πήρε τον Αγαθάγγελο στα χέρια και παρατήρησε, πως πουθενά το βιβλίο δέν έγραφε τίποτα σχετικά με τους γερμανούς ή την Κατοχή. «Δέν μπορείτε να τα καταλάβετε εσείς οι γραμματισμένοι, αυτά», ήταν η απάντηση, «είναι πράγματα θεοτικά, τού Θεού, δέν σας τα μαθαίνουν στο σχολείο». Ίσως ο ίδιος να ήξερε, ότι κορόιδευε, οι ακροατές του όμως, όχι – ή το ήξεραν, μα τους βόλευε να το πιστεύουν.
(Η πληροφορία από τον φιλόλογο και παλαιογράφο Βασίλη Άτσαλο. Γιά τις σχέσεις τού συντάκτη τού Αγαθάγγελου με τους προπαγανδιστές τού Μεγάλου Πέτρου βλ. Ν. Γ. Σβορώνος, «Η ελληνική παροικία τής Μινόρκας», Mélanges Octave et Melpo Merlier, ΙΙ, Αθήνα 1956, 331-333. Γιά την έκδοση τού Ρήγα βλ. Φίλιππος Ηλιού, «Προσθήκες στην ελληνική βιβλιογραφία», Α΄, Αθήνα 1973, 311-313).
Πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται, πως όσα αφηγούνται γιά τους δράκους, τους καλικαντζάρους, τις εικόνες, που δακρύζουν ή τους ιπτάμενους δίσκους, είναι απολύτως πραγματικά, ορισμένοι μάλιστα τα έχουν κιόλας δει, ή έστω, ακούσει. Σε ποιό βαθμό πρόκειται γιά ψεύδος, σε ποιό γιά αυθυποβολή, είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς - όταν μάλιστα είναι φιλόλογος και ιστορικός, δέν το επιχειρεί καν, καθώς από την οπτική γωνία τού ιστορικού δέν μας ενδιαφέρει τόσο ο ατομικός πομπός όσο ο κοινωνικός δέκτης.
|
Ένα ψέμα τού Κολοκοτρώνη
Λίγο πριν τα 1840, ο Κολοκοτρώνης διηγιόταν, πως όταν στα 1792, ο πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, νικημένος μαζί με τον Λάμπρο Κατσώνη, αναγκάστηκε να διασχίσει την Πελοπόννησο για να σωθεί, «τον εσυντρόφευσα έως εις την Κόρινθο» - από τη Μάνη, που βρισκόταν ο Αντρούτσος. Αλήθεια, ψέμα, ή μύθος;
Η θεά Τύχη θέλησε να μας αφήσει αρκετά στοιχεία, γιά να φανταστούμε το πλάσιμο και τα επάλληλα μεταπλάσματα αυτής τής ιστορίας. Δύο ελληνικής καταγωγής πράκτορες τής Γαλλίας αναζητούσαν το 1798 ποιές πιθανότητες υπήρχαν να βρει ερείσματα και στη Μάνη η επίθεση τού Βοναπάρτη στην Αίγυπτο. Έστειλαν, όπως συχνά συμβαίνει, φουσκωμένες αναφορές στο Παρίσι, που τις αγνόησε - παράλληλα όμως, έγραψαν κι ένα περιηγητικό κείμενο, που κέρδισε κάποια φήμη.
Εκεί, προκειμένου να καταδείξουν την ελληνική ανδρεία, περιέγραψαν και τη διαφυγή τού Αντρούτσου, που σαν τους Μύριους τού Ξενοφώντα κατόρθωσε να περάσει διά πυρός και σιδήρου και να φτάσει στους γενέθλιους τόπους. Φυσικά, αυτήν την ιστορία μπορεί να μην την έβγαλαν από το κεφάλι τους οι πράκτορες, οι χωρικοί είναι πάντα έτοιμοι ν’ αφηγηθούν υπερβολές, ιδίως, όταν βλέπουν τους μορφωμένους ακροατές τους τόσο πρόθυμους να τις χάψουν.
Το βέβαιο είναι, ότι οι αφηγήσεις αυτές κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη το 1800, οι φιλέλληνες ενθουσιάστηκαν, οι έλληνες επίσης. Καινούριες αφηγήσεις προέκυψαν, κάποιοι ντόπιοι φαντάστηκαν, ότι ο δικός τους καπετάνιος, ο περίφημος Ζαχαριάς, ήταν εκείνος, που βοήθησε τον Αντρούτσο να διαφύγει, και ο καθένας ήθελε να προσθέσει τις δικές του λεπτομέρειες. Άλλος γιά καταπληκτικές μάχες, άλλος γιά το πώς ο Αντρούτσος έφτασε ώς το Αίγιο, απ’ όπου μπάρκαρε σε βάρκες γιά τη Ρούμελη - ε, κι ο Κολοκοτρώνης προτίμησε να τον διασώσει μέσω τού Ισθμού τής Κορίνθου, που θα του φάνηκε πιό ταιριαστό δρομολόγιο.
Ώσπου, ένας καλοκάγαθος και φιλέρευνος ερασιτέχνης ανακάλυψε στα βενετικά αρχεία τις ανακρίσεις των επτανησιακών αρχών: ο Αντρούτσος δέν είχε βάλει το πόδι του καν στον Μοριά. Μετά την καταστροφή στη Μάνη βρήκε ένα μικρό καΐκι, και γύρω-γύρω από τη θάλασσα έφτασε έως την Ιθάκη, όπου τον συνέλαβε η βενετσιάνικη εξουσία, τον ανέκρινε, και τελικά τον παρέδωσε στους τούρκους. Αυτά τα μάθαμε μόλις στα 1959. (Μιά συνοπτική παρουσίαση των εκδοχών βλ. στο άρθρο μου «Καταγραφές προφορικής ιστορίας», 1824. (Κλέφτες και αρματολοί)», «Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού», «Η Επανάσταση τού 1821. Μελέτες στη Μνήμη τής Δέσποινας Κατηφόρη», Αθήνα 1994, 49-51).
Ποιος έφτιαξε τον μύθο από το ψέμα; Ο ίδιος ο Γέρος τού Μοριά, κανένας δικός του, κανένας τρίτος; Το ζήτημα είναι, ότι η νεοελληνική κοινωνία τον πίστευε γιά εκατόν δέκα χρόνια ως ατράνταχτη αλήθεια -γιά να μην πω, πως τον πιστεύει ακόμα- τον δίδαξε στα σχολεία γιά να παραδειγματιστούν οι νέοι, όπως και τόσους άλλους. Αλλά γιατί έπιασε ο μύθος; Επειδή βέβαια, τον είπαν οι Κολοκοτρωναίοι, είτε κάποιοι απόγονοι του Ζαχαριά - αν τον έλεγε ο δικός μου ο παππούς γιά τον εαυτό του, ή ο δικός σας, το ψέμα θα γύριζε πάνω-του, όπως κάθε κάλπικος παράς.
Αποδοχή μυθοπλασιών κάθε είδους
Το γνήσιο λοιπόν, τού μύθου, τού όποιου μύθου, το δημιουργεί η αποδοχή. Αυτονόητα πράγματα, φυσικά. Η δουλειά τού ιστορικού είναι να αναλύσει σε όσο γίνεται μικρότερες ενότητες τα στοιχεία, που προκαλούν, διευκολύνουν και πολλαπλασιάζουν την αποδοχή. Κι από εκεί αρχίζει η δουλειά τού - να πω φιλόσοφου, να πω ψυχαναλυτή; ας πω καλύτερα τού κάθε λογικού ανθρώπου, που θέλει να καταλάβει, γιατί το άλφα ψέμα ρίζωσε κι έγινε μύθος, το βήτα ξεχάστηκε ή θάμπωσε με τον καιρό, ή πάλι, αντικαταστάθηκε από έναν διαφορετικό μύθο.
Ναι, η συνολική παγκόσμια ιστορία είναι ένας τεράστιος πίνακας κατάσπαρτος με μικρότερες ή μεγαλύτερες μυθοπλασίες κάθε είδους, άλλες σταθερές κι άλλες εναλλασσόμενες διαρκώς, και πως η δουλειά των ιστορικών δέν είναι, παρά η προσπάθεια κατανόησης τού πώς και τού γιατί - φυσικά, επιμερισμένη σε περιοχές και περιόδους.
Οι εθνικοθρησκευτικοί μύθοι κατασκευάζονται στα σχολεία. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο μύθος τής διατήρησης των «εθνικών» χαρακτηριστικών τού ελληνικού έθνους. |
Ο μύθος τής «εθνικής» υπεροχής
Έως τώρα αναφέρθηκα σε μύθους, που σχετίζονται με την εθνική υπεροχή τής φυλής ή που αναδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχειά της από μια εποχή, η οποία έχει υψηλή αξιοδότηση από την παγκόσμια κοινότητα, δηλαδή την κλασική αρχαιότητα ώς τις μέρες μας.
Ο 19ος και ο 20ός αιώνας στάθηκαν παραγωγικοί σε τέτοιους μύθους, και φυσικά δέν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί: ξεκινώντας την αυτόνομη κρατική του υπόσταση στα 1830, ο ελληνισμός βρέθηκε σε πολύ δύσκολη, αντικειμενικά, θέση: στενά εθνικά όρια, που έφταναν μόλις ως τη Λαμία στα βόρεια και την Αμοργό στα ανατολικά, επικίνδυνοι αντίπαλοι εθνικισμοί, τούρκικος, αλβανικός, βουλγάρικος, αυτός κυρίως, κοινωνική και οικονομική οργάνωση πολύ χαμηλή σε σχέση με τα πρότυπα τής Ευρώπης, με γλωσσικές ομάδες, που διόλου δέν αποδείκνυαν την εθνική συνέχεια -αλβανόφωνοι μέσα κι έξω από τα σύνορα, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι στο βορρά, τουρκόφωνοι στη Μικρασία-, έβλεπε ταυτόχρονα το κυριότερό του όπλο, την ένδοξη εθνική καταγωγή να αμφισβητείται έντονα.
Οι εθνικές εξεγέρσεις αποτύχαιναν, η απόσταση από το ευρωπαϊκό πρότυπο έμοιαζε πότε-πότε να μεγαλώνει, η Αγγλία και η Γαλλία αντί να πιέζουν τους τούρκους τους ενίσχυσαν, οι ρώσοι μάς εγκατέλειψαν και προτίμησαν τους βούλγαρους.
Ε, τους εκδικηθήκαμε όλους αυτούς ή μάλλον εκδικηθήκαμε την αντικειμενική πραγματικότητα φτιάχνοντας μιάν απείρως ωραιότερη, υποκειμενική όμως, δηλαδή ελληνοκεντρική.
Καθόλου δέν φαντάζομαι, ότι αυτή η τάση μυθοποίησης τής πραγματικότητας χαρακτηρίζει εμάς τους έλληνες κι όχι τους άγγλους, τους γάλλους, τους βούλγαρους ή τους κινέζους. Απλώς μονάχα την ελληνική περίπτωση γνωρίζω, και μου χρησιμεύει ως παράδειγμα γιά την ανθρώπινη κοινωνία, ώστε να συλλάβω και να εννοήσω ετούτη τη διαρκή πάλη ανάμεσα στην πανανθρώπινη ανάγκη γιά αντισταθμιστικούς μηχανισμούς και την αποδοχή τής πραγματικότητας. Δέν ξέρω αν έχω δίκιο, αλλά στα μάτια μου αυτή η πάλη προκύπτει από τη σύγκρουση τού υποκειμένου, τού εγώ, με τα αντικείμενα, τα πράγματα. Το «εγώ» βέβαια, το εννοώ στην ευρύτητά του - από το άτομο στην οικογένεια, την ομάδα, το έθνος, τη θρησκεία: το δικό μας και το ξένο.
|
Μυθοπλασίες γιά τη γλώσσα μας
Ίσως η στάση, που κρατάμε εμείς οι νεοέλληνες απέναντι στο εκφραστικό μας όργανο, τη γλώσσα, να καθρεφτίζει καθαρότερα από καθετί τις εθνικές μας φαντασιώσεις υπεροχής και την υπολανθάνουσα φοβία, που μας δημιουργεί το ξένο. Δέν αναφέρομαι στην απλοϊκή πίστη, πως η γλώσσα μας διαθέτει έμφυτες αρετές -πλαστικότητα, εκφραστικότητα, πλούτο κ.λπ.-, επειδή τέτοιου είδους ιδέες, αν και ολότελα εγωιστικές (με την έννοια, που δώσαμε στο εγώ, τής υποκειμενικότητας δηλαδή), είναι λίγο-πολύ αναμενόμενες σε κάθε γλωσσικό σύνολο: απλώς όλοι αποδίδουν στο εθνικό τους ιδίωμα τις ιδιότητες τής κάθε γλώσσας.
Όμως, εμείς οι νεοέλληνες κρατάμε μιά εξαιρετικά ιδιότυπη σχέση με τη γλώσσα, που πολύ θα μ’ ενδιέφερε να μάθω αν έχει επιχειρηθεί να αναλυθεί και ψυχαναλυτικά: τη σεβόμαστε και την τιμούμε υπέρμετρα, περηφανευόμαστε ιδιαίτερα γιά την αρχαιότητά της, τη θεωρούμε κάτι σαν κιβωτό, που διέσωσε το «είναι μας», την ελληνικότητά της. Μ’ άλλα λόγια αντιστρέφουμε την πραγματικότητα -επειδή οι πληθυσμοί διασώζουν και αναπαράγουν μιά γλώσσα- όμως η αντιστροφή τής πραγματικότητας ακριβώς δέν είναι ένας από τους ορισμούς τής ιδεολογίας;
«Αυτά, που λέτε, δέν είναι ελληνικά», έλεγε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης -δηλαδή ένας κατεξοχήν πραγματιστής άνθρωπος- στον νεαρό τότε Κ. Θ. Δημαρά. –«Και εγώ, που τα λέω, τί είμαι κύριε Τριανταφυλλίδη;", απαντούσε ο τελευταίος. Λίγο να ψάξουμε στη μνήμη μας, λίγο ν’ ανασκαλέψουμε τις εμπειρίες μας θα βεβαιωθούμε, πως κοινωνικά και ιστορικά το δίκιο ήταν με το μέρος τού Τριανταφυλλίδη - εννοώ, πως οι περισσότεροι συμπατριώτες μας και τότε -ας πούμε αρχόμενη δεκαετία τού 1920- και τώρα, και παλιότερα, θα συμφωνούσαν μαζί του.
Το επίθετο «ανελλήνιστος» πολλοί το χρησιμοποιούν ακόμα αντί τού αγράμματος, και δέν είναι δυστυχώς καθόλου λίγοι εκείνοι, που πιστεύουν με τα σωστά τους, πως αν τα παιδιά μας μάθουν να αντικαθιστούν σε όλες τις εγκλίσεις το δεύτερο ενικό ενός ρήματος ή μάθουν μερικούς ακόμα αόριστους δεύτερους και υπεσυντέλικους ανωμάλων ρημάτων θα αποκτήσουν περισσότερες εκφραστικές ικανότητες. Αλλά κι ανάμεσα σ’ εκείνους, που -με το δίκιο τους, θαρρώ- κοροϊδεύουν ετούτες τις αστόχαστες ακρότητες, δέν είναι μετρημένοι στα δάχτυλα όσοι πιστεύουν, πως και το μονοτονικό, αλλά και κάθε ορθογραφική απλοποίηση «καταστρέφει κι άλλο τη γλώσσα».
Ότι άλλο οι εκφραστικές δυνατότητες ενός ατόμου κι άλλο ο τρόπος σήμανσης των φωνημάτων στο χαρτί, ότι τα σωστό και το λάθος το ορίζει απλώς η συνήθεια, ότι η γνώση τού αρχαίου τυπικού διόλου δέν μας διευκολύνει στη χρήση τού προφορικού ή τού γραπτού λόγου, ετούτα όλα δέν είναι θέμα ούτε των φιλολόγων-ιστορικών ούτε βέβαια των ψυχαναλυτών, παρά των γλωσσολόγων, οι οποίοι έχουν διατυπώσει οριστικές απαντήσεις - τουλάχιστον οι σώφρονες. Αλλά εμείς, εννοώ πολλοί από εμάς, και μάλιστα άνθρωποι, που κατέχουν καίριες διευθυντικές θέσεις στο πολιτικό και εκπαιδευτικό στερέωμα, και που μερικοί τους είναι και κομμάτι λογικοί στα υπόλοιπα, επιμένουμε.
Η απάντηση βέβαια, βρίσκεται στην ιδεολογία ή απλώς στην ψευδή συνείδηση. Θέλουμε δηλαδή, να παίζει ρόλο η γλώσσα και το θέλουμε, γιατί πιστεύουμε, πως εδώ εμείς οι φτωχοί και άδικα περιθωριοποιημένοι νεοέλληνες υπερτερούμε - «τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική». Θεωρούμε, ότι η τρισχιλιετής παρουσία τής ελληνικής αποτελεί προσόν, ένδειξη ανωτερότητας κι αποκρύβουμε συστηματικά, ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τους σημερινούς ελληνόφωνους εκφραζόταν έως πριν δυο-τρεις γενιές σε κάποια άλλη γλώσσα (βλάχικα, αρβανίτικα, βουλγάρικα, τούρκικα), αποκρύβουμε το ίδιο συστηματικά, ότι το ιστορικό βάρος, που απέκτησαν τα ελληνικά στον αρχαίο και τον μεσαιωνικό κόσμο -και στα Βαλκάνια έως τα 1850 περίπου- στάθηκαν τελικά μιά τροχοπέδη γιά γενεές γενεών - εβδομήντα και πλέον γενιές δέν διδάχθηκαν τη μητρική τους γλώσσα, όταν πήγαιναν σχολείο, παρά μιά τεχνητή, με την οποία ελάχιστοι κατόρθωσαν να εκφραστούν ικανοποιητικά.
Ξεχνάμε θεληματικά, ότι μπορεί να μας ενοχλούν οι μεταφράσεις τού Παπαδιαμάντη και τού Ροΐδη, ακριβώς, όπως εκατό χρόνια πριν ενοχλούσαν οι μεταφράσεις τού Ευριπίδη και τού Ομήρου, αλλά πως δέν υπάρχει γάλλος δεκαοχτώ χρονών, που να συναντά γλωσσικές δυσκολίες στην ανάγνωση τού Μπαλζάκ ή τού Σταντάλ. Ξεχνάμε επίσης, ότι η απίστευτη πολυτυπία, που μας κληροδότησε αυτή η περίπλοκη γλωσσική μας ιστορία -μπορούμε να λέμε και «τού Όμηρου» και «τού Ομήρου», και «απόκτησαν» και «απέκτησαν», σωστά και τα δύο- δέν συνιστά πλούτο τής γλώσσας, παρά περιπλοκή, δυσκολίες στην εκμάθηση, λοιπόν και στην έκφραση.
Ναι, όπως ξεχνάμε, ότι οι χρήστες τής δημοτικής θεωρούσαν ξύλινη και ξενότροπη την καθαρεύουσα και οι υποστηριχτές τής τελευταίας χυδαία και γεμάτη ξενικούς όρους τη δημοτική - όμως και οι πρώτοι και οι δεύτεροι προχωρούσαν σ’ ένα βήμα αφαίρεσης και έφταναν στην ενιαία «ελληνική» με την αδιάσπαστη συνέχεια και με τη συνακόλουθη φαντασίωση τής εθνικής υπεροχής. Το ότι το βήμα αυτό τής αφαίρεσης δέν σημαίνει τίποτ’ άλλο παρά την αφαίρεση τής πραγματικότητας δέν φαίνεται να μας απασχόλησε.
Σημειώσεις:
Ο κ. Αλέξης Πολίτης σπούδασε νεοελληνική φιλολογία
στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι. Τα χρόνια 1976-1989 εργάστηκε στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.. Σήμερα, είναι καθηγητής στον Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας τού Τμήματος Φιλολογίας τού πανεπιστημίου Κρήτης. |
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα
τού «Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων» (inpsy.gr)
υπό τον τίτλο: «Νεοελληνικές μυθοπλασίες και κατασκευή των συνειδήσεων».
τού «Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων» (inpsy.gr)
υπό τον τίτλο: «Νεοελληνικές μυθοπλασίες και κατασκευή των συνειδήσεων».
COMMENTS