Σκοτεινέ Άρχοντα της Πόλης, άκου τον ψίθυρο της Νύχτας...είναι οι Ψυχές των Θυμάτων σου...σ’ αναζητούν παντού...
γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Ώ Άρχοντα Σκοτεινέ της Πόλης, εσύ υπέρτατε...
Λάμπεις...κι αστραποβολείς μέσα στη μεγαλοπρέπειά σου...Μικρέ εσύ Άνακτα «λαοπρόβλητε» και «λαοφίλητε»...
Σου «δόθηκε» βλέπεις αυτό το Χάρισμα...ενίοτε κι επί μακρόν, να «λάμπεις»...να «ξελογιάζεις» με λόγους ήθους ψεύτικους και κάλπικες, δήθεν ψηλά πετούμενες ηθικές αντιλαλιές...λάμψεις που δεν σ’ ανήκουν...να περνιέσαι για Άγγελος του Φωτός...για κάποιο λόγο σου δόθηκε...κι ας πρόσεχε όποιος γελαστεί απ’ την προβιά σου...
Αδιάφορο όμως τούτο...
Τι κι αν τόσο καλά κρυμμένο έχεις το «Σκοτεινό σου άγγιγμα»...την πνιγηρή σου ανάσα του λοιμού...
...να, που μια μικρή ρωγμή αρχινάει να σκάει και να σου ξεφτίζει τη σαν από θειάφι βαμμένη χρυσή σου φούγκα Αρμοστή...
Λες και γητειά αρρωστερή ήταν η μυστική θηλειά και λύθηκε από παράξενο σαΐτεμα...κι όλος ο περίτεχνος ο υφαντόκοσμός σου έπιασε να σωριάζει σε γκρεμίσματα εδώ κι εκεί...Κέστορ’ ανομολόγητε...που να σου ξέφυγε άραγε το Θλιβερό σου Εργόχειρο;
...Σειρηνωδή, κελαηδισμός απόκοσμος και ξόρκι πλανερό λες απ’ της Λίλιθ σου την θανατερή ανασεμιά στέριωσε το θρόνο σου μα να που άλλο τραγούδι, Ταξιαρχική Ωδή αγανάκτησης λες και στην ξεπλέκει κι ετοιμάζεται να σωριαστεί συντρίμια Άνομε...πάνω στα ερείπια των αδυνάτων που κείτονται ξέπνοα κομμάτια τσακισμένα μπρος στα πόδια σου...των θυμάτων σου Αρχιερέα του Ερέβους...
Τι βάσανο ο ξεπεσμός πανώριε, ε;
Τι οδύνη!
Τι απόλαυση σου έδινε πάντα όταν ηδονικά αρμόζοντας όλην τούτην την Ισχύ που μάζωξες με ποτάμια αίματος κι ασχήμιας τους συνέτριβες όλους....
Να όμως που ο υπέρτατος τρόμος και η απώλεια, κάποιες φορές είναι δίκοπο μαχαίρι Παντοδύναμε Μελανέ Κυβερνήτα των Ανθρώπων...των απλών σιχαμένων (έτσι δεν τους αποκαλείς;) θνητών, των σάρκινων αδύναμων Πιστών ενός Γκρεμισμένου ανίσχυρου Υπερκόσμιου δήθεν Πρώτου - αυτά δεν είναι τα λόγια που έμαθες να λες;
Να όμως που, κάποτε, είναι συνάμα κι η είσοδος σε μιαν «άλλην Θέαση»...μιαν άλλη «Θεωρία»...
Κι εκεί άλλες Δυνάμεις αναδύονται Σκοτεινέ Χιλίαρχε κι ο Δαμοκλής καραδοκεί...κι όχι για τα θύματά σου πια...όχι...να, κοίτα πάνω απ’ το κεφάλι σου Σκοτεινέ Άρχοντα της πόλης...κι αυτό πια που βλέπεις ν’ αντιφεγγίζει σα θολό φεγγάρι της Εκάτης δεν είν’ το Στέμμα σου...μήτε η γεμάτη φίδια θανατερά περικεφαλαία σου...μήτε το Άστρο του Προστάτη σου...τα πρώτα θάμπωσαν...και το τελευταίο θαρρείς και σβήνει...ξεθυμαίνει...καίγεται...σαν λαμπάδα...
Μαζί και η Τήβενός σου...αυτή που αντιπροσώπευε την Υπέρτατη Ισχύ σου στην Πόλη...μ’ εκείνην την Υπερδύναμη τη Θεσμική δίκαζες και καταδίκαζες...θυμάσαι;
Αυτή που αντί να θεραπεύεις θανάτωνες...
Αυτή που αντί να χαριτώνεις διαόλιζες...
Αυτή που αντί να κυβερνάς δίκαια, τυραννούσες κι έστελνες μαζικά στα κολαστήρια...
Που θέσπιζες ότι φονικό σου έλεγαν οι πιο πάνω σου Αφέντες, οι πιο Σκοτεινοί ακόμη...
Που εξαγόραζες ότι κι αν ήθελε η ψυχή σου η όμοια μαυρίλα της αβύσσου...
Που διέφθειρες ότι κι αν τόλμη έβαζε να σου σταθεί εμπόδιο...
Που εγκρέμιζες κι έπνιγες στο αίμα για εκδίκηση και παραδειγματισμό ότι Σαλό τον Ήρωα ήθελε να κάμει...
Που διαφέντευες αυτή την Πόλη χωρίζοντάς την και χαρίζοντας κομμάτια της σε εχθρούς της και συνάμα φίλους και αφέντες σου ξενικούς...
Πως είναι τώρα Άρχοντα πανώριε σκοτεινέ, το παγωμένο χέρι να σου σφίγγει την κατάμαυρη καρδιά σου;
Όχι, δεν τέλειωσε ακόμη αυτή η σκηνή τρεμάμενο ανόσιο γέννημα του Φάουστ...
Ο Μεφιστοφελής σου δεν θα πέσει έτσι εύκολα...
Απλά, θ’ αλλάξει παίχτες...οπότε το κεφάλι σου το σιχαμερό λησμόνησέ το...
Θυμάσαι την Ωδή του Άδη που έψαλλες ω πάλαι ποτέ τρισμέγιστε Άρχοντα των Μαύρων Λεγεώνων εκείνη την Πανσέληνο του Πορφυρού Χρίσματός σου;
Τον Όρκο σου τον αιώνιο του θανάτου, το Σκοτεινό, τον θυμάσαι Χιλίαρχε;
Τα Λόγια που είπες να γεννούν λεπίδες παγωμένες, κοφτερές, αιώνιες και να γυρίσουν πάνω σου αν τα παραβείς, τα θυμάσαι;
Αυτά που έταξες Υπακοή μέχρι θανάτου τα θυμάσαι;
Σε ποιά Σημαία, σε ποιό Λάβαρο, σε ποιό Οικόσημο έταξες Υπακοή Χιλίαρχε Σκοτεινέ Άρχοντα ΑΥΤΗΣ της Πόλης;
Θυμάσαι;
Θυμάσαι μήπως να υπήρχε Σταυρός σ’ εκείνο το Λάβαρο;
Υπήρχε πουθενά Σταυρός στο Βωμό μπροστά σου;
Στους τοίχους ολόγυρα;
Στις φορεσιές, στα όπλα και στα Λάβαρα που Φρουροί, Ανάδοχοι, Μάρτυρες, Κοινό, Ελεγκτές, Σύμμαχοι, Παρατηρητές, Αυλικοί, Ευγενείς και Παραστάτες, Ιππότες, Δήμιοι, Αξιωματικοί και Στρατιώτες, όλος αυτός ο ανόσιος και ανίερος συρφετός κρατούσαν γύρω σου;
Τι παράξενο Σκοτεινέ Χιλίαρχε!...
Αφού αυτή την Πόλη – υποτίθεται - υπηρετείς και τους Πολίτες της, τότε τον «Όρκο Πίστης και μέχρι θανάτου Υπακοής» ΠΟΥ τον έδωσες, που τον πρόσφερες τάχα;
Κάπου αλλού απηύθυνες την ηχηρή Σπονδή σου συνοδευμένη από το ίδιο σου το Αίμα πάνω στο Θυσιαστήριο, θυμάσαι;
Πότε θα βρεις το θάρρος να το πεις δημόσια σ’ όλους αυτούς που καλόπιστα σε λατρεύουν για Θέσμιο Αρμοστή και Τοποτηρητή τους;
Θυμάσαι που είπες, αν Προδώσεις, να λυθούν τα κόκκαλά σου και να διασκορπιστούν τα μέλη σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, Σπονδή Ιερή κι Αιμάτινη στους Τέσσερις Σκοτεινούς Κυρίους των Δυνάμεων, θυμάσαι «Άρχοντα»;...
Να μην λιώσει η σάρκα σου εις τους Αιώνες είπες αν πατήσεις τους Όρκους σου τους Ιερούς και αν προδώσεις τον Κύριό σου και Αφέντη σου...
Ποιός είναι αυτός ο Κύριός σου Χιλίαρχε των Λεγεώνων και Άρχοντα ΑΥΤΗΣ της Πόλης;
Σε ποιόν έταξες Υπακοή, προς ποιόν απηύθυνες τον Όρκο αυτό τον Σκοτεινό τον γεμάτο θάνατο οδυνηρό – για κάποιους άλλους, τους πολλούς - Χιλίαρχε, Σκοτεινέ Στρατηγέ των Λεγεώνων;
Καθώς στη Σημαία ΑΥΤΗΣ της Πόλης που κυβερνάς και στον Εσταυρωμένο της ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΔΩΣΕΣ, θυμάσαι «Άρχοντα Χιλίαρχε»;
Την «εκπαίδευσή» σου μέχρι να «φτάσεις εκεί» την θυμάσαι «Άρχοντα»;
Το πόσες φορές «μάτωσες» και «χτυπήθηκες» μέχρι να μάθεις να «κυβερνάς τις Δυνάμεις» το θυμάσαι;
Τις «εξετάσεις, τα οροθέσια, τα Στοιχειακά και τις Δυνάμεις, τις Υποσχέσεις Εκδίκησης, Θανάτου κι Επικράτησης καθώς και τους θανάσιμους όρκους του κάθε βαθμού» τα θυμάσαι Χιλίαρχε;
Το Αίμα των θυμάτων που έχυνες σε κάθε βήμα και κάθε «σταυροδρόμι», το θυμάσαι Χιλίαρχε;
Εκείνες τις «Νυχτερινές Κόκκινες επιδρομές των Επτά» τις θυμάσαι Χιλίαρχε; Ήταν καιρό πριν, χρόνια πολλά πριν...και λίγο πριν γίνετε Εκατόνταρχοι. Κι έπρεπε να αποδείξετε πως μάθατε πως να «ταξιδεύετε Σμήνη από Ψυχές» στο Αντίπερα...θυμάσαι Χιλίαρχε; Έτσι λέγατε στην Σκοτεινή σας Διάλεκτο την «αφαίρεση ζωής» του «απλού ανθρώπου»... «Ταξίδεμα της Ψυχής του»....πόσο ποιητικό Σκοτεινέ Άρχοντα! Άραγε θυμάσαι πόσοι από τους Επτά φτάσατε στην Τελετή των Νέων Εκατόνταρχων και «γιατί»; Αναλογίστηκες άραγε ποτέ τι γίνηκαν αυτοί που δεν ήταν δίπλα σου στην Μαύρη, πνιγμένη στο Αίμα τελετή σας;
«Πήραν την Πορεία που τους άξιζε», σας είπαν...και να μην τους ψάξει ποτέ κανείς σας...θυμάσαι;
Αναρωτήθηκες ποτέ ποιά ήταν αυτή η Πορεία των πρώην εν Αίματι και Πολέμω Αδελφών σου Εκατοντάρχων Ματωμένε Χιλίαρχε;
Ναι, σίγουρα, κάποιων «ταξίδεψε η Ψυχή τους»...κάποιων...
Σκέψου βαθιά Χιλίαρχε...γιατί σας είπαν άραγε πως πια ανήκουν στη «Χαμένη Λεγεώνα» και μην τους αναζητήσει ποτέ κανείς;
Και κάνε την Ορθή Επίκληση...
Έμαθες πια...
Λάθη κι ορμήνειες δεν νοούνται πια...
Μόνος σου πια θα βρεις την άκρη...
Επίκληση Δυνάμεων Χιλίαρχε...θυμάσαι;
Το αγαπημένο σου τότε, σαν νέος επίδοξος φέρελπις Εκατόνταρχος ήταν εκείνα τα λόγια του δαιμονισμένου ανθρωποθεού σου, τουAlister Crowley που τόσο είχαν μαγέψει τη μαύρη την ψυχή σου:
“They say I’ m a Black Wizard. But I’ m a bloody Good One”...
Τα κατάφερες «Σκοτεινέ Άρχοντα της Πόλης» στα «ταξιδέματά» σου; Έλεγξες τις Δυνάμεις; Πόσο σίγουρος είσαι γι’ αυτό;
Λένε έχεις τη Δύναμη Δέκα ανδρών...πως τα κατάφερες εκεί ψηλά στα Ιμαλάϊα και λεπίδα δεν περνάει το δέρμα σου...πάντα λοξοκοιτούσες τα μοναστήρια της «Αριστερής Ατραπού»...όπως φαίνεται, «το κάνατε τελικά»...την φτιάξατε την άρρωστη την Υπερλεγεώνα σας που έλεγαν οι Σκοτεινοί Αφέντες σου από τότες...και όχι μόνον... «ελέγχεις» λοιπόν...έκανες δρόμο πέρα απ’ την κόκκινη γραμμή...
«Ελέγχεις καλά» όμως απέναντι «στα Πάντα» Χιλίαρχε;
Ξέρεις πως είναι να ουρλιάζεις από τρόμο ανείπωτο μπροστά στο Πάνλευκο, Άκτιστο Ταξιαρχικό Ανυπέρβλητο;
Ξέρεις...γι’ αυτό και ιδρώνεις τώρα...ξέρεις καλά ποιά πράγματα είναι αυτά που μπορούν να ρίξουν τις ασπίδες σου...
Θυμίσου Χιλίαρχε...
Η ίδια εκείνη η Ύπατη Βραδιά του «Χρίσματός» σου σε Χιλίαρχο ήταν μια τέτοια στα Άκρα Επίκληση Δυνάμεων «Άρχοντα», θυμάσαι;
Θυμάσαι ποιός ήταν ο Μεγάλος σου/σας Φόβος;
Ένα λάθος να’ κανες και να τα’ βαζες αλόγιστα με Δυνάμεις που δεν έπρεπε και θα είχες πέσει νεκρός...ήξερες, από τότε, μικρό φοβισμένο στραβάδι, πως αν κοιτάξεις την Άβυσο θα σε κοιτάξει κι αυτή...αλλά εσύ λες κι ήσουν φτιαγμένος γι’ αυτά τα τάρταρα...δεν τό’ κανες το λάθος...και πήρες τον Ύψιστο Βαθμό...
Εν όπλοις σ’ έταξαν, σε Ατραπό Αίματος σ’ έριξαν να βαδίσεις, σε Κύκλο Φωτιάς σ’ έβαλαν να γονατίσεις και πυρωμένη δίκοπη λάμα στάθηκε μπροστά σου, σχεδόν χαιδεύοντας την καρωτίδα σου...
Για μια στιγμή σου κόπηκε η ανάσα, θυμάσαι Χιλίαρχε; Φοβήθηκες πως «κάτι δεν πήγε μάλλον καλά» - σαν εκείνον τον προηγούμενο μια χρονιά πριν από σένα – και πως αυτή θα ήταν η ύστατη πνοή σου...και πως ξαφνικά, ο Δήμιος Φύλακας της Πύλης θα κατέβαζε με θανατερή ορμή το βαρύ δαιμονισμένο του ξίφος στο λαιμό σου...έλιωσε από φόβο ανείπωτο η παγωμένη σου η καρδιά...μέχρι που ο Σκοτεινός Ιεροφάντης που κράδαινε το φλογάτο λεπίδι μπρος στο λαιμό σου, αφού σου χάραξε τα Ανόσια Σύμβολα στο στήθος, στο προσέφερε...για τα «υπόλοιπα»...
Συ έπρεπε να κάμεις την Αιματηρή Θυσία, θυμάσαι Άρχοντα, Χιλίαρχε και Στρατηγέ των Πορφυρών Λεγεώνων «τι θυσίασες»; Πόσων ετών ήταν, τι χρώμα είχαν τα μάτια του, τα μαλλιά του, το δέρμα του; Υπάρχουν άραγε έστω σαν αχνές θύμισες κάπου μέσα σου ακόμη;
Θυμάσαι το βλέμα του πως τρεμόπαιζε από ανείπωτο φόβο; την αγωνία του; ακόμη και ζαλισμένο που ήταν από τις ουσίες, ξέρεις πως το βλέμμα του «κάτι έλεγε», το θυμάσαι;
Θυμάσαι μήπως τι ήχος βγήκε απ’ τον κομμένο του λαιμό; Το Αίμα του που τινάχτηκε με δύναμη καυτό πάνω στο Βωμό και μετά πάνω στο κεφάλι σου από τον Ανάδοχό σου, τα θυμάσαι Χιλίαρχε;
Ο Βωμός θυμάσαι τι ήταν Άρχοντα Κυρίαρχε των Δυνάμεων της Αβύσσου; Μια Αγία Τράπεζα. Ήξερες πως ήταν από κάπου κλεμμένη μόλις το προηγούμενο βράδυ. Σχεδόν μύριζε Θεία Κοινωνία...κι αυτό σε μάγευε...όλους σας μάγευε...
Θυμάσαι μετά εκείνο το μικρό κορίτσι που σου έφεραν; Είχε μια «παράξενη ζάλη» κι εκείνο, θυμάσαι;
Ούτε που σου αντιστάθηκε όταν το βίαζες μπροστά σε όλους πάνω στο Βωμό – στην Αγία Τράπεζα - και στο Παιδικό Αίμα Χιλίαρχε. Αν και το βλέμμα της επίσης «κάτι έλεγε». Πανικό; Τρόμο; Θυμάσαι πως έτρεμε απ’ το φόβο η παιδική καρδιά της Χιλίαρχε; Θα μπορούσε να είναι η εγγονή σου. Η κόρη ή η εγγονή όλων σας εκεί μέσα Μαύρε Άρχοντα των Σκοτεινών Λεγεωναρίων του Ερέβους.
Δεν υπήρχαν όμως τέτοιες ευαισθησίες μέσα σου.
Την ώρα που εκσπερμάτωνες με μανία, ταυτόχρονα με την ίδια μανία της έμπηγες το τελετουργικό μαχαίρι στην καρδιά, θυμάσαι Πορφυρέ Χιλίαρχε;
Αναρωτήθηκες άραγε ποτέ από που την πήραν; Τι να ένοιωθαν οι γονείς της για την απώλειά της, με πόση αγωνία την αναζητούσαν;
Όχι...καθώς αυτό ακριβώς ήταν η εκπαίδευση και εξέτασή σου, έτσι Χιλίαρχε; Αυτό ήταν ο ίδιος ο Βαθμός σου...
Ο απόλυτος Απανθρωπισμός σου...η πλήρης αποκοπή σου από κάθε τι ανθρώπινο και θεϊκό...από κάθε τι Θεανθρώπινο...
Θυμάσαι μήπως το πριν και το μετά;
Ποιός ήσουν πριν απ’ αυτό το «ύστατο πέρασμα στην άλλη όχθη»;
Και το ποιός ήσουν μετά;...αυτό βεβαίως και το θυμάσαι...είναι το μόνο που θυμάσαι...το Μετά...
Άλλωστε, μέσα στο ακριβό σου το κοστούμι σήμερα, στην υψηλή σου κοινωνική θέση, τίποτα δεν θυμίζει εκείνες τις Σκοτεινές Στιγμές...όπως και στους άλλους γύρω σου...απλοί συνήθεις, «ευϋπόληπτοι» Πολίτες αυτής της πόλης είστε όλοι σας...Ελίτ...κι εσύ και οι «Αδελφοί» σου...το ίδιο Σκοτεινοί, το ίδιο Αδίστακτοι, το ίδιο Στυγνοί Εκτελεστές Στρατιώτες ταγμένοι σε Κάποιον... Ανίερο Σκοπό...
Αθόρυβοι...ανεπαίσθητοι...ανεπαίσχυντοι...αδίστακτοι...θανάσιμοι...Ηγέτες ακαταμάχητοι της Πόλης και των Πολιτών της...άξια τέκνα εκλεκτά αυτού του τόπου...που τόσο γενναιόδωρα σας πρόσφερε τα Χρυσά Κλειδιά αυτής της Πόλης...ή μήπως δεν σας τα προσέφερε παρά απλώς τα «αρπάξατε» με την «αξία» σας Χιλίαρχε;
Ποιός σου’ πε όμως παγωμένε στα Μαύρα Νερά του Αχέροντα και στα θανατερά Νερά της Στυγός ξεπεσμένε Άνθρωπε ότι ο Αφέντης σου τιμάει και φυλάει τους στρατιώτες του;
Αναλώσιμο κρέας σαπισμένο είσαι...που κέφι του είναι να το βλέπει να ματώνει και να συντρίβεται...ένα άλλο σάπιο κρέας περιμένει πίσω σου να σε αντικαταστήσει...και το ξέρεις...και είναι το μόνο που σε ταράζει...αλλά ποιός θα φέρει αντιρρήσεις στον Αφέντη σου, ε;
Να όμως, που, εκτός από το να εκτελείς τυφλά εντολές των Σκοτεινών Ιπποτών Αρχιστρατήγων σου «Χιλίαρχε», εκπαιδεύτηκες ν’ αναλύεις κιόλας και ν’ αναγνωρίζεις «σημάδια επερχόμενων κρίσεων»....
Και ήδη κοιτάς γύρω σου κι οσμίζεσαι ανήσυχος σαν τρελλαμένο λαγωνικό που ξάφνου μετατρέπεται σε θήραμα...
Αναρωτιέσαι αν κοντοζύγωσε η «ώρα»...η ώρα σου...για το «δικό σου σαΐτεμα»...το δικό σου «Τελευταίο Ταξίδεμα»...αν κάπου εκεί έξω ήδη καραδοκεί μια τελετουργική λεπίδα με το «Μυστικό σου Όνομα» χαραγμένο πάνω της...
Πόσο πιο ασφαλές είναι να επιτίθεσαι σε άοπλους κι απροετοίμαστους απλούς ανθρώπους που δεν σε περιμένουν, ε;
Τι λες Χιλίαρχε, Μαύρε Στρατηγέ των Λεγεώνων; Θα προλάβεις το Χρόνο; «Ξύπνησαν» μήπως οι «άλλοι», οι «ήσυχοι», οι «απέναντί σου» απ’ τον βαρύ τον ύπνο τους; Μήπως είναι αυτός ο απέναντι ο καλοντυμένος που σε κοιτάει περίεργα που και που; Ή μήπως εκείνος ο Ιερέας στην ουρά;
Κι αν σου «την πέσουν» ξαφνικά;
Θα σου «σταθούν» άραγε οι «δικοί σου» την «δύσκολη ώρα»;
Ή θα σε «πουλήσουν» για να «κοπεί ο σύνδεσμος μ’ αυτούς»;
Ave Caesar...Χαίρε Χιλίαρχε...οι Μελλοθάνατοι Εκατόνταρχοι, της «Χαμένης Λεγεώνας οι Μεταστάντες», σε «χαιρετούν»...
(Παραμυθία...Μεταφυσική Μυθοπλασία...οποιαδήποτε πιθανή ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι απλά συμπτωματική...)
COMMENTS