Αρχαίοι Έλληνες και βότανα!
Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, όμως με ατελείς περιγραφές επειδή πιθανότατα ο Όμηρος ήταν τυφλός. (Σχόλιο “τροφής”: Εντελώς άτοπο το συμπέρασμα, διότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, πως έκανε λεπτομερέστατες άλλες περιγραφές; Ενδεχομένως να μην τον ενδιέφερε να επεκταθεί για το θέμα ή οτιδήποτε άλλο, αλλά η δικαιολογία “ήταν τυφλός”, είναι τουλάχιστον φαιδρή!)
Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία επάλειφαν τα βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή.
Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν τα παυσίπονα.
Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» ήταν αυτά, που προκαλούσαν αμνησία.
Πρόκειται για δρόγες με αντιχολινεργική δράση και εντονότατη ψυχοπληγική επίδραση.
΄Όπως φαίνεται, οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την προκλασσική εποχή γνώριζαν την επίδραση επί του ψυχισμού φυτών με αντιχολινεργικά αλκαλοειδή (πχ. τα Σολανώδη: Datura stramonium, Atropa belladonna, Hyoscyamus niger), τα οποία προκαλούν αμνησία και παραλήρημα.
Στην ραψωδία κ΄ της Οδύσσειας αναφέρεται ότι η Κίρκη χρησιμοποιούσε λυγρά φάρμακα, τα οποία έριχνε κρυφά σε ένα χυλώδες ρόφημα «τον κυκεώνα» (από Πράμνειο οίνο,κριθάλευρο και τριμμένο τυρί αιγός), στο οποίο προσέθετε και μέλι για να εξαλείψει την πικρή γεύση των φυτών και το προσέφερε στους συντρόφους του Οδυσσέα.
Το μώλυ (από το ρήμα μωλύω= αφανίζω, αδυνατίζω, παραλύω) ήταν το αντίδοτο των λυγρών φαρμάκων (που το έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αποφύγει την επίδρασή τους). Είχε μαύρη ρίζα και γαλακτόχροα άνθη, η δε εξόρυξή του ήταν δύσκολη. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ταυτότητα του φυτού.
Κατά τον Θεόφραστο ένα ανάλογο φυτό με το μώλυ του Ομήρου εφύετο στην Κυλλήνη, αλλά η εκρίζωσή του ήταν εύκολη. Σύμφωνα με τον Sprengel, πρόκειται για το Allium nigrum (κρόμμυον το μέλαν), όμως αυτό έχει ρόδινα άνθη.
Το μώλυ περιγράφεται και από τον Διοσκουρίδη, ο οποίος το αναφέρει ως αλεξιφάρμακον.
Ο Πλίνιος εσφαλμένα θεώρησε το μώλυ ως μανδραγόρα. Κατά τον Matthiolus ήταν είδος κρομμύου.
Άλλοι το θεώρησαν είδος σκόροδου (Λιναίος) ή το ταύτισαν με τον μέλανα ελλέβορο, ο οποίος έχει μαύρη ρίζα, άσπρα άνθη, εξορύσσεται δύσκολα και φύεται στα Ασιατικά παράλια.
Κατά τον καθ. Εμμανουήλ τα μορφολογικά στοιχεία, που περιγράφει ο Όμηρος για το μώλυ προσομοιάζουν με αυτά της Frittilaria ή της Tulipa.
Η πιο σωστή άποψη είναι να αναζητηθεί η ταυτότητα του φυτού σε κάποιο αντιχολινεργικό αντίδοτο, οπότε πρέπει να περιέχει αντιχολινεστεράση (πχ. γαλανθαμίνη, που θεραπεύει την αντιχολινεργική δηλητηρίαση από τα αλκαλοειδή του τροπανίου και υπάρχει σε υψηλά ποσοστά στο Galanthus nivalis).
Ένα άλλο φυτό, που αναφέρεται στην δ΄ ραψωδία της Οδύσσειας είναι το νηπενθές, το οποίο αφενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί και αφετέρου ήταν κατευναστικόν και παυσίλυπον.
Περιγράφεται ως φάρμακο, που καταργούσε την συνειδησιακή επαφή προς τα εξωτερικά ερεθίσματα, καθώς και την μνημονική ανάπλαση των γεγονότων, δεν προκαλούσε όμως σύγχυση και ελάττωση της αντιλήψεως των ερεθισμάτων.
Επομένως, είχε καταπραϋντική επίδραση επί ορισμένων σχηματισμών του ρινεγκεφαλικού συστήματος, συντελώντας στη μείωση των κατεχολαμινών και της ακετυλοχολίνης και στην αύξηση της σεροτονίνης, προκαλώντας αμνησία.
Η ταυτότητα του φυτού, όπως και για το μώλυ, μέχρι σήμερα δεν είναι σαφώς γνωστή.
Ο Θεόφραστος ταυτίζει το νηπενθές του Ομήρου με το χαιρώνειον.
Κατά τον Πλίνιο ήταν το ελένιο (Inula helenium L.).
O Πλούταρχος και ο Γαληνός το ταυτίζουν με το βούγλωσσο (Anchusa italica Retz.).
Ορισμένοι το ταύτισαν με τον μανδραγόρα, άλλοι με την ινδική κάνναβι και τέλος με το όπιο.
Επίσης, στον Όμηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας η ονομαζόμενη σφενδόνη από καλοστριμμένο μαλλί προβάτου, με την οποία περιέδεναν τα τραύματα. (Σχόλιο “τροφής”: Μέχρι πριν λίγα χρόνια η γιαγιά χρησιμοποιούσε ακατέργαστο μαλλί προβάτου με μία συνταγή – γιατροσόφι, για να μας δένει κατάγματα, διαστρέμματα, νευροκαβαλικεύματα!!! Και υπόψιν, ούτε ένα από αυτά τα χτυπήματα, δεν μας ενοχλεί με τις αλλαγές του καιρού, που συμβαίνει στις περιπτώσεις που βάζουμε γύψο…)
Η σφενδόνη-επίδεσμος αναφέρεται αργότερα και από τον Ιπποκράτη και από τον Γαληνό.
Προς το τέλος της προϊπποκρατικής περιόδου, η θεραπευτική έπαυσε να έχει ερμητικό χαρακτήρα και να ασκείται μόνο από τους ιερείς, αλλά και οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με την θεραπευτική, οι οποίοι όμως περιέπιπταν σε διάφορες άσκοπες θεωρίες.
Έτσι εμφανίσθηκαν οι φιλόσοφοι-ιατροί.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο υπήρχαν ιατρικές Σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο (Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά), όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά την μάθαιναν και ξένοι.
Η θεραπευτική διδάσκετο, επίσης, από τους περιοδευτές, που ήταν πλανώδιοι θεραπευτές και από τους ιατροσοφιστές, που δεν ήταν ιατροί, αλλά σοφιστές και εκμεταλλευόταν την αμάθεια και την ευπιστία.Ακόμη υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή μειγματοπώλες, που εμπορεύοντο φάρμακα, δηλητήρια, καλλυντικά κλπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες, που ασχολούντο με τη συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κλπ και οι μαιές, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και την Θεσσαλία, που εκτός των άλλων ασχολούντο με τα εκτρωτικά φάρμακα.
Ο Ιπποκράτης (460 π.κ.χ. – 377 ή 356 π.κ.χ.) έζησε την περίοδο, που μεσουράνησε ο ελληνικός πολιτισμός και χάρις στο έργο του η θεραπευτική απέκτησε δική της υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη.
Η παρατηρητικότητά του και η κρίση του τον ανέδειξαν στον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας.
Με τον όρο Ιπποκρατική Ιατρική δηλώνεται όχι μόνο η ιατρική του Ιπποκράτη, αλλά και των μαθητών και των οπαδών του, που εργάστηκαν εμπνευσμένοι από το παράδειγμα και την διδασκαλία του.
Απομάκρυνε την θεραπευτική από την μαγεία και την δεισιδαιμονία και την στήριξε στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Στο έργο του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τα θεωρούσε γνωστά από τους ριζοτόμους.
Πίν. 1. Φαρμακολογική κατάταξη των δρογών στο έργο του Ιπποκράτη
Ιατρικά καθαρτικά: μέλας ελλέβορος (Helleborus officinalis), λευκός ελλέβορος (Veratrum album), ευφόρβιες: τιθύμαλλος (Euphorbia characias L.), ιπποφαές (E. spinosa L.), πέπλος (E. peplus L.), κυπαρυσσία (E. cyparissias L.), σίλφιο (Ferula assa- foetida L.), κνέστρον (Daphne gnidium), κνέωρον, κνίκος (Carthamus tinctorius L.), κολοκυνθίς αγρία (Citrullis colocynthis L.) κλπ.
Διαιτητικά καθαρτικά: Λινόζωστις (Merculialis annua L.), κράμβη (Brassica oleracea L.), σκόροδο, πράσο, κρόμμυο, σέλινο, γλήχων (Mentha pulegium), ορίγανον, καλαμίνθη, θύμβρα, θύμος, εύζωμον (Eruca sativa L.), σκολοπένδριον (Asplenium ceterach L.) κλπ
Ανθελμινθικά: Άγνος (Vitex agnus-castus L.), κεδρέλαιο, κρόμμυα κλπ
Εμετικά: σκαμμωνία (Convolvulus scammonia L.), θαψία (Thapsia garganica L-Umbelli-ferae), ύσσωπος, σκόροδον κλπ
Σε διαρκείς εμέτους: βασιλικός
Σε αιματεμέσεις: τορδύλιο, σήσαμον
Αποχρεμπτικά: διάφορα χειλανθή, λιβανωτός, σμύρνα (Balsamodendron myrrha Nees), χαλβάνη (Ferula galbaniflua Boiss. et Buhse), βήχιον (Tussilago farfara L.), τρίφυλλον (Psorea bituminosa L.) κλπ
Γαργαρίσματα, εισπνοές: ορίγανον, θύμβρα, πήγανον, άνισον, μύρρα, ρους (Rhus coriaria L.-Anacardiaceae)
Διουρητικά: σκόροδον, κρόμμυον, πράσον, πετροσέλινο, κρίθμον (Crithmum maritimum L.-Umbelliferae), βούπρηστις (ζωική δρόγη, πιθανόν ανάλογη των κανθαρίδων) κλπ
Εφιδρωτικά: τρίφυλλον, χυμός σιλφίου
Στυπτικά εντερικού σωλήνος: μήκων, σίδια (=ο φλοιός από τα ρόδια), μέσπιλα, κυδώνια, λίνον, ερυδρόδανον (Gallium aparine L. ή Rubia tinctoria L. ή R. lucida L.), κορίαννον
Πταρμικά: ελλέβορος, βέρατρον, σίλφιον, πέπερι, κρόμμυα, σκίλλα κλπ
Καυστικά: ελλέβορος, ελατήριο (Ecbalium elaterium L.), χυμός συκής, ευάνθεμον (Matricaria chamomilla L.), χαμαιλέων μέλας (Carthamus corymbosus L.?)
Δερματικά: γλίσχρασμα κριθής, ρίζα και σπέρματα κράμβης, χυμός σεύτλου, ρίζα ελατηρίου, λάπαθο άγριο, αλκυόνειο (Alcyoneum cortoneum Pall. ή A. papilosum Pall. ή A. palmatum Pall.)
Ψηκτικά: σεύτλον, σέλινο, βάτος (Rubus sp.), ράμνος (Rhamnus oleoides L.) κλπ.
Τριχαυξητικά: κύμινο, ομφάκιο (χυμός από άωρα σταφύλια)
Τραυματικά: κόμμι, κηρόπισσος, ρητίνη, λιβανωτός, μύρρα, ρητίνη τερμινθίνη (Pistacia terebinthus L.), μαστίχα κλπ.
Ανθελμινθικά: Άγνος (Vitex agnus-castus L.), κεδρέλαιο, κρόμμυα κλπ
Εμετικά: σκαμμωνία (Convolvulus scammonia L.), θαψία (Thapsia garganica L-Umbelli-ferae), ύσσωπος, σκόροδον κλπ
Σε διαρκείς εμέτους: βασιλικός
Σε αιματεμέσεις: τορδύλιο, σήσαμον
Αποχρεμπτικά: διάφορα χειλανθή, λιβανωτός, σμύρνα (Balsamodendron myrrha Nees), χαλβάνη (Ferula galbaniflua Boiss. et Buhse), βήχιον (Tussilago farfara L.), τρίφυλλον (Psorea bituminosa L.) κλπ
Γαργαρίσματα, εισπνοές: ορίγανον, θύμβρα, πήγανον, άνισον, μύρρα, ρους (Rhus coriaria L.-Anacardiaceae)
Διουρητικά: σκόροδον, κρόμμυον, πράσον, πετροσέλινο, κρίθμον (Crithmum maritimum L.-Umbelliferae), βούπρηστις (ζωική δρόγη, πιθανόν ανάλογη των κανθαρίδων) κλπ
Εφιδρωτικά: τρίφυλλον, χυμός σιλφίου
Στυπτικά εντερικού σωλήνος: μήκων, σίδια (=ο φλοιός από τα ρόδια), μέσπιλα, κυδώνια, λίνον, ερυδρόδανον (Gallium aparine L. ή Rubia tinctoria L. ή R. lucida L.), κορίαννον
Πταρμικά: ελλέβορος, βέρατρον, σίλφιον, πέπερι, κρόμμυα, σκίλλα κλπ
Καυστικά: ελλέβορος, ελατήριο (Ecbalium elaterium L.), χυμός συκής, ευάνθεμον (Matricaria chamomilla L.), χαμαιλέων μέλας (Carthamus corymbosus L.?)
Δερματικά: γλίσχρασμα κριθής, ρίζα και σπέρματα κράμβης, χυμός σεύτλου, ρίζα ελατηρίου, λάπαθο άγριο, αλκυόνειο (Alcyoneum cortoneum Pall. ή A. papilosum Pall. ή A. palmatum Pall.)
Ψηκτικά: σεύτλον, σέλινο, βάτος (Rubus sp.), ράμνος (Rhamnus oleoides L.) κλπ.
Τριχαυξητικά: κύμινο, ομφάκιο (χυμός από άωρα σταφύλια)
Τραυματικά: κόμμι, κηρόπισσος, ρητίνη, λιβανωτός, μύρρα, ρητίνη τερμινθίνη (Pistacia terebinthus L.), μαστίχα κλπ.
Στυπτικά: κηκίδες (οι καρποί της βελανιδιάς), μυρίκη (Τamarix africana Desf.), κέδρος (Juniperus oxycedrus L.), πίτυς (πεύκο, Pinus pinea), νάρθηξ (Ferula glauca L.), πολύκνημον (Mentha vulgaris L. ή Prunella vulgaris L ή Melissa sp.)
Οφθαλμικάμύρρα, κρόκος, έβενος, όπιο, ανεμώνη, αίγειρος (Populus nigra L.). Ως έκδοχον χρησιμοποιείτο το νέτωπον (πικραμυγδαλέλαιο)
Οφθαλμικάμύρρα, κρόκος, έβενος, όπιο, ανεμώνη, αίγειρος (Populus nigra L.). Ως έκδοχον χρησιμοποιείτο το νέτωπον (πικραμυγδαλέλαιο)
Επί μητρικών νόσων: μελάνθιο (Nigella sativa L.- Ranunculaceae), ψευδομελάνθιο (τα εργότια της ερυσιβώδους όλυρας)
Επί γυναικολογικών νόσων: μάραθο, κύμινο, άνισο, γλήχων, μύρρα, κρόκος, ακτή (Sambucus nigra L.), μίνθη, πετροσέλινο, ελελίφασκος, χαμαίμηλο, κιννάμωμο, κασσία (Canella alba Murr.?), κορίαννον κλπ
Τα ιπποκρατικά φάρμακα παρουσιάζουν ασάφεια, διότι μόνο το όνομά τους αναφέρεται, ουσιαστικά η Φαρμακογνωσία αρχίζει με τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη.
Ο Θεόφραστος (372-287 π.κ.χ.) γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου.
Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τον οποίο και διαδέχθηκε στην Περιπατητική Σχολή.
Φαρμακογνωστικά έργα του είναι:
“Περί φυτών Ιστορία”: 9 βιβλία, όπου αναφέρονται ονομαστικά τα φυτά, η γένεσή τους, η ανάπτυξη, ο πολ/σμός, η μορφολογία, η γεωγραφική προέλευσή τους και τέλος η ιαματική τους δύναμη. Το ένατο βιβλίο είναι κυρίως φαρμακολογικό.
“Περί φυτών αιτίαι”: 6 βιβλία. Είναι συνέχεια του προηγούμενου και ερμηνεύει βάσει των αριστοτελικών δογμάτων την γένεση, τον πολ/σμό και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών.
Περιγράφεται η χλωρίδα πολλών περιοχών της Ελλάδας (Όλυμπος, Μακεδονία, Στρυμώνας, Ροδόππη, Κωπαΐδα, Αρκαδία) και της Κυρηναϊκής (αναφορές στα Palmaceae της Λιβύης).
Δεν γνωρίζουμε αν όλες οι βοτανικές περιγραφές είναι δικές του ή και των βοηθών του, αλλά λόγω της αξιοθαύμαστης ακρίβειας συμπεραίνεται ότι οι περισσότερες στηρίζονται στις προσωπικές του παρατηρήσεις.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το κέντρο του πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια, όπου ιδρύθηκε το ονομαζόμενο “Μουσείο”, που ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, με κυριώτερη Σχολή την Ιατρική.
Χωρίς ακόμη να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική, εντούτοις γινόταν διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που ασχολείτο με την παθολογία) και Φαρμακευτική.
Δύο σημαντικές Σχολές ιδρύθηκαν: η Εμπειρική από τον Ηρόφιλο (3ος π.κ.χ. αιών) καιη Δογματική από τον Ερασίστρατο (3ος π.κ.χ. αιών).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούσαν τα αίτια της νόσου, συσχέτιζαν απλώς τα περιστατικά και χρησιμοποιούσαν όμοια φάρμακα με αυτά παρεμφερών περιπτώσεων.
Τελικώς κατέληγαν στην πολυφαρμακία.
Τα ιπποκρατικά φάρμακα παρουσιάζουν ασάφεια, διότι μόνο το όνομά τους αναφέρεται, ουσιαστικά η Φαρμακογνωσία αρχίζει με τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη.
Ο Θεόφραστος (372-287 π.κ.χ.) γεννήθηκε στην Ερεσσό της Λέσβου.
Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τον οποίο και διαδέχθηκε στην Περιπατητική Σχολή.
Φαρμακογνωστικά έργα του είναι:
“Περί φυτών Ιστορία”: 9 βιβλία, όπου αναφέρονται ονομαστικά τα φυτά, η γένεσή τους, η ανάπτυξη, ο πολ/σμός, η μορφολογία, η γεωγραφική προέλευσή τους και τέλος η ιαματική τους δύναμη. Το ένατο βιβλίο είναι κυρίως φαρμακολογικό.
“Περί φυτών αιτίαι”: 6 βιβλία. Είναι συνέχεια του προηγούμενου και ερμηνεύει βάσει των αριστοτελικών δογμάτων την γένεση, τον πολ/σμό και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών.
Περιγράφεται η χλωρίδα πολλών περιοχών της Ελλάδας (Όλυμπος, Μακεδονία, Στρυμώνας, Ροδόππη, Κωπαΐδα, Αρκαδία) και της Κυρηναϊκής (αναφορές στα Palmaceae της Λιβύης).
Δεν γνωρίζουμε αν όλες οι βοτανικές περιγραφές είναι δικές του ή και των βοηθών του, αλλά λόγω της αξιοθαύμαστης ακρίβειας συμπεραίνεται ότι οι περισσότερες στηρίζονται στις προσωπικές του παρατηρήσεις.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το κέντρο του πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια, όπου ιδρύθηκε το ονομαζόμενο “Μουσείο”, που ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, με κυριώτερη Σχολή την Ιατρική.
Χωρίς ακόμη να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική, εντούτοις γινόταν διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που ασχολείτο με την παθολογία) και Φαρμακευτική.
Δύο σημαντικές Σχολές ιδρύθηκαν: η Εμπειρική από τον Ηρόφιλο (3ος π.κ.χ. αιών) καιη Δογματική από τον Ερασίστρατο (3ος π.κ.χ. αιών).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούσαν τα αίτια της νόσου, συσχέτιζαν απλώς τα περιστατικά και χρησιμοποιούσαν όμοια φάρμακα με αυτά παρεμφερών περιπτώσεων.
Τελικώς κατέληγαν στην πολυφαρμακία.
COMMENTS