- Ρήξη Αλέξανδρου και Μακεδονικού Στρατού στην Ινδία - Υποχώρηση - έναρξη της «Μεγάλης Εκκαθάρισης όσων εναντιώθηκαν» - Έρημος Γεδρ...
- Ρήξη Αλέξανδρου και Μακεδονικού Στρατού στην Ινδία
- Υποχώρηση - έναρξη της «Μεγάλης Εκκαθάρισης όσων
εναντιώθηκαν»
- Έρημος Γεδρωσία: από 70,000 επιβίωσαν μόλις 15,000!
- Ραγδαία αντικατάσταση Μακεδόνων από Πέρσες!
Επιμέλεια: Γιώργος Ανεστόπουλος
(χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το εξαίρετο βιβλίο "Ο Μυστηριώδης θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου», του P. Doherty, εκδ. Ενάλλιος)
Την άνοιξη του 327 πΧ, όταν ο στρατός βρισκόταν στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος ανακάλυψε μια συνωμοσία κάποιων νεαρών βασιλικών ακολούθων, μαθητών του Καλλισθένη, γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών που υπηρετούσαν τον βασιλιά.
Ο Καλλισθένης, ανεψιός του Αριστοτέλη και επίσημος ιστοριογράφος του Αλεξάνδρου είχε εναντιωθεί στο περσικό έθιμο της προσκύνησης του Ηγεμόνα που είχε εισαγάγει ο Αλέξανδρος, κάτι που είχε ενοχλήσει σφόδρα τον τελευταίο και «του το φύλαγε προγράφοντάς τον».
Οι συνωμότες ήταν πέντε συνολικά, με επικεφαλής τον Ερμόλαο.
Κάποιος πρόδωσε το σχέδιο στον Πτολεμαίο, σωματοφύλακα του βασιλιά.
Μετά απ’ αυτό, οι πέντε ακόλουθοι δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και παραδόθηκαν ο καθένας στο αντίστοιχο τάγμα όπου ανήκε, για να εκτελεστούν παραδειγματικά.
Μαζί με αυτούς ενοχοποιήθηκε και ο Καλλισθένης, βάσει ανυπόστατων στοιχείων, ότι τάχα ενθάρρυνε ή έν πάση περιπτώσει γνώριζε για τις συζητήσεις των μαθητών του περί προδοσίας και για τα επικίνδυνα σχέδιά τους.
Όλες οι πηγές παρουσιάζουν τον Ερμόλαο ως εκφραστή ενός γενικότερου προβληματισμού των Μακεδόνων για την ολοένα και πιο τυραννική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου και παραθέτουν έναν κατάλογο αυτών που θα πρέπει να θεωρούνται πλέον «μάρτυρες ενός ιερού σκοπού»: ο Άτταλος, ο Παρμενίων, ο Φιλώτας, ο Κλείτος και ο Καλλισθένης.
Το πιο σημαντικό είναι πως ο λόγος του Ερμολάου, όσο κι αν έχει παραποιηθεί ή εξωραϊστεί από τις πηγές, αντικατοπτρίζει μια γενικότερη πικρία προς το πρόσωπο του Αλεξάνδρου και προς την απολυταρχική του στάση.
Ο Κόϊντος Κούρτιος μας μεταφέρει ζωντανά τον λόγο από το εδώλιο του κατηγορουμένου:
«Τότε ο Ερμόλαος οδηγήθηκε ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους και ερωτήθηκε, γιατί είχε σκαρώσει ένα τόσο δαιμόνιο σχέδιο.
«Ρωτάς, λες και δεν ξέρεις...Επειδή οι υπόλοιποι παραμένουν αποχαυνωμένοι και δεν μιλούν», απάντησε ο Ερμόλαος, «Σχεδιάζαμε τον θάνατό σου, γιατί άρχισες να μας φέρεσαι, σαν να είμαστε σκλάβοι σου και όχι ελεύθεροι άνθρωποι». Τότε πετάχτηκε πάνω ο πατέρας του Σώπολις και φώναξε:
«Πατροκτόνε εσύ του γονιού σου και βασιλιά!»
Και κλείνοντας με το χέρι του το στόμα του γιού του, είπε, «Για να μην αναγκαστούμε ν’ ακούσουμε άλλη λέξη από ένα παιδί που έχει χάσει πια τα λογικά του από την ενοχή και την άθλια μοίρα του».
Ο βασιλεύς, κάνοντας νεύμα στον πατέρα να ησυχάσει, διέταξε τον Ερμόλαο να τους πει ό,τι του είχε μάθει ο δάσκαλός του Καλλισθένης.
«Επωφελούμαι της εύνοιάς σου», είπε ο Ερμόλαος, «και θα μιλήσω για όσα διδαχθήκαμε από τα παθήματά μας. Πόσοι Μακεδόνες έχουν γλιτώσει μέχρι τώρα από τη σκληρότητά σου;
Πόσοι λίγοι, κι ας μην έρρεε στις φλέβες τους το αίμα των πληβείων!
Ο Άτταλος, ο Παρμενίων, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής και ο Κλείτος, οι οποίοι, όποτε τα έβαλαν με τον εχθρό, επιβίωσαν, ποτέ δεν λύγισαν στη μάχη, κάλυπταν το σώμα σου με τις ασπίδες τους και τραυματίστηκαν αυτοί για να σου χαρίσουν νίκη και δόξα.
Πόσο περίλαμπρη ανταμοιβή τους επεφύλασσες! Ο ένας τους έχει βάψει με το αίμα του το τραπέζι σου, ενώ και οι άλλοι δεν είχαν σίγουρα τον πιο ανώδυνο θάνατο.
Τα βασανιστήρια των αρχηγών του στρατού σου ήταν στ’ αλήθεια το καλύτερο θέαμα που προσέφερες στους Πέρσες κατακτημένους.
Ο Παρμενίων, με τη βοήθεια του οποίου εξόντωσες τον Άτταλο, σφαγιάσθηκε, χωρίς να του δοθεί καν η ευκαιρία να απολογηθεί.
Κι έτσι στρέφεις τα χέρια των άμοιρων υπηρετών σου σε σκοτεινές εκτελέσεις, ώσπου να έρθει η ώρα να εξοντωθούν και αυτοί, τα ίδια τα όργανα των φόνων σου, από άλλους».
Η κατακραυγή εναντίον του Ερμολάου είχε μετατραπεί τώρα σε οχλοβοή. Ακόμη κι ο ίδιος ο πατέρας του, τραβώντας και υψώνοντας το ξίφος του, ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει, αν δεν τον συγκρατούσε ο βασιλεύς, ο οποίος διέταξε τον Ερμόλαο να συνεχίσει και ζήτησε από το συγκεντρωμένο πλήθος να ακούσει υπομονετικά τον εγκληματία να παραθέτει κι άλλους λόγους που επιβάλλουν την τιμωρία του.
Ο Ερμόλαος συνέχισε: «Ω, με πόση ελευθερία επιτρέπεις στους νέους και άπειρους στη ρητορία να υπερασπισθούν τον εαυτό του!
Ενώ η φωνή του Καλλισθένη καταπνίγεται μέσα στη φυλακή, γιατί μόνον αυτός ξέρει να μιλάει. Μα, γιατί δεν τον φέρνεις κι αυτόν εδώ, αφού εισακούονται ακόμη και ορκισμένοι συνωμότες σαν εμένα; Τρέμεις την ελευθερία του λόγου του αθώου εκείνου ανθρώπου. Δεν αντέχεις να τον κοιτάξεις στα μάτια.
Δηλώνω κατηγορηματικά ότι αυτός δεν έκανε τίποτα. Ιδού αυτοί που μαζί σχεδιάζαμε το μεγάλο κτύπημα. Όλοι μπορούν να βεβαιώσουν ότι ο Καλλισθένης δεν γνώριζε τίποτα για το σχέδιό μας. Όσο κι αν θα πρέπει να υποφέρει, μέχρι να πεθάνει από τον πιο άδικο και αχάριστο βασιλιά.
Ιδού η μόνη ανταμοιβή για τους Μακεδόνες, το αίμα των οποίων σπαταλάς, λες και είναι κάτι περιττό και ευτελές.
Μόνον εσύ έχεις στην κατοχή σου τόσους θησαυρούς από λάφυρα, που χρειάζονται 30,000 μουλάρια για να τα μεταφέρουν, ενώ οι στρατιώτες σου δεν έχουν τίποτα για να πάρουν μαζί τους στην πατρίδα.
Και πάλι, όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα υποστούμε αδιαμαρτύρητα, μέχρι που μας παρέδωσες στα χέρια των Βαρβάρων και μέσω μιας νέας διαδικασίας, υποδούλωσες τους νικητές στον ζυγό.
Η περιβολή και η πειθαρχία των Περσών πολύ σου αρέσουν. Τις παραδόσεις της πατρίδας σου τις απεχθάνεσαι. Αυτός άρα που σχεδιάζαμε να σκοτώσουμε ήταν βασιλεύς των Περσών και όχι των Μακεδόνων. Βάσει του στρατιωτικού Νόμου κηρύσσεσαι από αυτή τη στιγμή λιποτάκτης.
Απαίτησες από τους Μακεδόνες να γονατίσουν μπροστά στην Υψηλότητά Σου, σαν να ήσουν Θεός.
Απαρνείσαι τον πατέρα σου Φίλιππο. Κι αν τυχόν υπήρχαν άλλοι θεοί ανώτεροι απ’ τον θεό του κεραυνού, θα απαρνιόσουν και τον Δία ακόμη.
Σου φαίνεται παράξενο να μην μπορούν ελεύθεροι άνθρωποι να ανεχθούν την αλαζονεία σου;
Πως μπορούμε να εναποθέτουμε πια σ’ εσένα την πίστη μας, όταν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε σαν τα αθώα θύματά σου ή ακόμη χειρότερα σαν σκλάβοι;
Κι αν από θαύμα μετανοούσες, να ξέρεις ότι το χρωστάς σε μένα, γιατί είμαι ο πρώτος που τόλμησε να σου πει σε τι δεν μπορεί να υποταχθεί ένας φιλελεύθερος άνθρωπος. Και τώρα θα πέσω στα πόδια σου, για να λυπηθείς τους γονιούς μας;
Ω! Μη βασανίσεις με μαρτύρια τους γέρους στρατιώτες σου που τα παιδιά τους θα έχουν χάσει!
Όσο για μας, πάμε να μας εκτελέσεις, για να αποκτήσουμε έτσι με τον θάνατό μας ελευθερία από τη σκλαβιά, αυτό που σχεδιάζαμε να επιτύχουμε με τον δικό σου θάνατο»...
Ο λόγος του Ερμολάου είναι ουσιαστικά μια διακήρυξη της «Σχολής του Φιλίππου» και, παρά τις παρεμβολές και τις διαμαρτυρίες των παρισταμένων, αυτός ο λόγος εκφράζει την αντίδραση των Μακεδόνων στους δεσποτικούς τρόπους του Αλεξάνδρου.
Είναι επίσης σημαντικός για έναν ακόμη λόγο: γιατί φανερώνει ότι, παρά την προπαγάνδα του Αλεξάνδρου, το θέατρο και τον πανικό, ο θάνατος του Παρμενίωνα και των υπολοίπων είχε δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα έντονης δυσαρέσκειας....
Η βασική θέση στον λόγο του Ερμολάου ήταν ότι υπήρχε μια γενική δυσαρέσκεια.
Τελικά, αυτό που έδωσε ένα τέλος στην «ανάβαση», δηλαδή τη συνεχή προέλαση του Αλεξάνδρου δεν ήταν οι ανατολίτικοι νεωτερισμοί του, αλλά μια δραματική σύγκρουση ανάμεσα στην αδιάλλακτη θέλησή του, στην αποφασιστικότητά του να κάνει ότι ήθελε αυτός και στον στρατό του εν γένει.
Ο Αλέξανδρος κίνησε για την εκστρατεία του στην Ινδία την άνοιξη του 327 πΧ.
Το φθινόπωρο του 326 πΧ τα στρατεύματά του είχαν υποφέρει αρκετά. Είχαν διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα, είχαν εκστρατεύσει ενάντια σ’ έναν αδυσώπητο εχθρό, είχαν υποστεί φοβερές απώλειες, είχαν αναμετρηθεί με τους τρομερούς πολεμικούς ελέφαντες του Πώρου, είχαν αντιμετωπίσει τη σθεναρή αντίσταση των βραχμάνων ιερέων και είχαν ταλαιπωρηθεί μέσα στον αποπνικτικό καύσωνα και στους ύπουλους μουσώνες της χώρας που σήμερα αποκαλούμε Πακιστάν και του Χίντου Κους.
Τους τελευταίους μήνες του 326 πΧ, στον Ύφασι ποταμό, οι Μακεδόνες, παρά τις δωροδοκίες, τις απειλές και τα ξεσπάσματα οργής του Αλεξάνδρου, δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να προχωρήσουν άλλο και ούτε ήταν διατεθειμένοι να το διαπραγματευτούν.
Ο Αλέξανδρος κάλεσε σε έκτακτη συνάντηση το γενικό επιτελείο του. Μάταια εκλιπαρούσε να δείξουν κατανόηση, τους προσέφερε ανταλλάγματα, τους παρότρυνε να τον ακολουθήσουν κι άλλο στην καρδιά της Ινδίας.
Το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν νεκρική σιωπή: ήταν κι αυτοί εξ ίσου αμετάπειστοι.
Ο Αλέξανδρος ήταν έξαλλος. Με όλους.
Στρατιώτες και Αξιωματικούς.
Μόλις είχε αρχίσει η «αντίστροφη μέτρηση».
Ακολούθησε η «υποχώρηση».
Ο Αλέξανδρος επέλεξε την διαδρομή μέσω της ερήμου της Γεδρωσίας.
«Συμπτωματικά», ο στρατός που του εναντιώθηκε, αν και είχε επιβιώσει σε τόσες αντιξοότητες, αυτή τη φορά στην κυριολεξία αποδεκατίστηκε.
Δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών χάθηκαν μέσα στο καυτό καζάνι της ερήμου.
Άλλοι βούλιαξαν στην άμμο, άλλοι παρασύρθηκαν από ορμητικά νερά, άλλοι πέθαναν από δίψα, θερμοπληξία, φαρμακερά φίδια.
Σύμφωνα με τον Αρριανό, όταν ο Αλέξανδρος κατάφερε τελικά να περάσει από την Έρημο της Γεδρωσίας, είχε χάσει κατά τη διάρκεια αυτού του οδοιπορικού των εκατό χιλιομέτρων περισσότερους άνδρες απ’ ότι σε όλες τις μέχρι τότε εκστρατείες του μαζί– εκτιμάται ότι από τους 70,000 άνδρες επέζησαν μόνον 15,000.
Μόλις είχε αρχίσει αυτό που ο άγγλος ιστορικός Ε. Τζ. Μπάντιαν ονόμασε «βασιλεία του τρόμου», μια άγρια εκκαθάριση κάθε εστίας αντίστασης στις αυτοκρατορικές του επιθυμίες και σχεδιασμούς σε κάθε επίπεδο της ιεραρχίας.
Ταυτόχρονα, ήδη ήταν σε εφαρμογή η εκπαίδευση και συγκρότηση επίλεκτου Περσικού στρατιωτικού σώματος μερικών δεκάδων χιλιάδων Περσών που ταχύτατα αντικαθιστούσε παντού τον Μακεδονικό στρατό.
Μέσα στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την επιστροφή του από την Έρημο της Γεδρωσίας ως τον θάνατό του στη Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος ρίχτηκε με ασυγκράτητη ορμή στην «επιχείρηση εκκαθάρισης» του Μακεδονικού Στρατού και της Μακεδονικής Αυλής/Αριστοκρατίας και «συμπλήρωσης/αντικατάστασής» τους από Περσικά/πολυεθνικά στοιχεία.
Αυτό ήταν το background που οδήγησε στον «τυχαίο θάνατό» του το 323 πΧ...από μια «εντελώς τυχαία αρρώστεια και πυρετό»...όπως επιμένει 2.300 χρόνια τώρα η «επίσημη ιστοριογραφία»...
Τα υπόλοιπα "παρασκήνια", στο επόμενο σημείωμα...
Γιώργος Ανεστόπουλος
- Υποχώρηση - έναρξη της «Μεγάλης Εκκαθάρισης όσων
εναντιώθηκαν»
- Έρημος Γεδρωσία: από 70,000 επιβίωσαν μόλις 15,000!
- Ραγδαία αντικατάσταση Μακεδόνων από Πέρσες!
Επιμέλεια: Γιώργος Ανεστόπουλος
(χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το εξαίρετο βιβλίο "Ο Μυστηριώδης θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου», του P. Doherty, εκδ. Ενάλλιος)
Την άνοιξη του 327 πΧ, όταν ο στρατός βρισκόταν στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος ανακάλυψε μια συνωμοσία κάποιων νεαρών βασιλικών ακολούθων, μαθητών του Καλλισθένη, γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών που υπηρετούσαν τον βασιλιά.
Ο Καλλισθένης, ανεψιός του Αριστοτέλη και επίσημος ιστοριογράφος του Αλεξάνδρου είχε εναντιωθεί στο περσικό έθιμο της προσκύνησης του Ηγεμόνα που είχε εισαγάγει ο Αλέξανδρος, κάτι που είχε ενοχλήσει σφόδρα τον τελευταίο και «του το φύλαγε προγράφοντάς τον».
Οι συνωμότες ήταν πέντε συνολικά, με επικεφαλής τον Ερμόλαο.
Κάποιος πρόδωσε το σχέδιο στον Πτολεμαίο, σωματοφύλακα του βασιλιά.
Μετά απ’ αυτό, οι πέντε ακόλουθοι δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και παραδόθηκαν ο καθένας στο αντίστοιχο τάγμα όπου ανήκε, για να εκτελεστούν παραδειγματικά.
Μαζί με αυτούς ενοχοποιήθηκε και ο Καλλισθένης, βάσει ανυπόστατων στοιχείων, ότι τάχα ενθάρρυνε ή έν πάση περιπτώσει γνώριζε για τις συζητήσεις των μαθητών του περί προδοσίας και για τα επικίνδυνα σχέδιά τους.
Όλες οι πηγές παρουσιάζουν τον Ερμόλαο ως εκφραστή ενός γενικότερου προβληματισμού των Μακεδόνων για την ολοένα και πιο τυραννική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου και παραθέτουν έναν κατάλογο αυτών που θα πρέπει να θεωρούνται πλέον «μάρτυρες ενός ιερού σκοπού»: ο Άτταλος, ο Παρμενίων, ο Φιλώτας, ο Κλείτος και ο Καλλισθένης.
Το πιο σημαντικό είναι πως ο λόγος του Ερμολάου, όσο κι αν έχει παραποιηθεί ή εξωραϊστεί από τις πηγές, αντικατοπτρίζει μια γενικότερη πικρία προς το πρόσωπο του Αλεξάνδρου και προς την απολυταρχική του στάση.
Ο Κόϊντος Κούρτιος μας μεταφέρει ζωντανά τον λόγο από το εδώλιο του κατηγορουμένου:
«Τότε ο Ερμόλαος οδηγήθηκε ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους και ερωτήθηκε, γιατί είχε σκαρώσει ένα τόσο δαιμόνιο σχέδιο.
«Ρωτάς, λες και δεν ξέρεις...Επειδή οι υπόλοιποι παραμένουν αποχαυνωμένοι και δεν μιλούν», απάντησε ο Ερμόλαος, «Σχεδιάζαμε τον θάνατό σου, γιατί άρχισες να μας φέρεσαι, σαν να είμαστε σκλάβοι σου και όχι ελεύθεροι άνθρωποι». Τότε πετάχτηκε πάνω ο πατέρας του Σώπολις και φώναξε:
«Πατροκτόνε εσύ του γονιού σου και βασιλιά!»
Και κλείνοντας με το χέρι του το στόμα του γιού του, είπε, «Για να μην αναγκαστούμε ν’ ακούσουμε άλλη λέξη από ένα παιδί που έχει χάσει πια τα λογικά του από την ενοχή και την άθλια μοίρα του».
Ο βασιλεύς, κάνοντας νεύμα στον πατέρα να ησυχάσει, διέταξε τον Ερμόλαο να τους πει ό,τι του είχε μάθει ο δάσκαλός του Καλλισθένης.
«Επωφελούμαι της εύνοιάς σου», είπε ο Ερμόλαος, «και θα μιλήσω για όσα διδαχθήκαμε από τα παθήματά μας. Πόσοι Μακεδόνες έχουν γλιτώσει μέχρι τώρα από τη σκληρότητά σου;
Πόσοι λίγοι, κι ας μην έρρεε στις φλέβες τους το αίμα των πληβείων!
Ο Άτταλος, ο Παρμενίων, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής και ο Κλείτος, οι οποίοι, όποτε τα έβαλαν με τον εχθρό, επιβίωσαν, ποτέ δεν λύγισαν στη μάχη, κάλυπταν το σώμα σου με τις ασπίδες τους και τραυματίστηκαν αυτοί για να σου χαρίσουν νίκη και δόξα.
Πόσο περίλαμπρη ανταμοιβή τους επεφύλασσες! Ο ένας τους έχει βάψει με το αίμα του το τραπέζι σου, ενώ και οι άλλοι δεν είχαν σίγουρα τον πιο ανώδυνο θάνατο.
Τα βασανιστήρια των αρχηγών του στρατού σου ήταν στ’ αλήθεια το καλύτερο θέαμα που προσέφερες στους Πέρσες κατακτημένους.
Ο Παρμενίων, με τη βοήθεια του οποίου εξόντωσες τον Άτταλο, σφαγιάσθηκε, χωρίς να του δοθεί καν η ευκαιρία να απολογηθεί.
Κι έτσι στρέφεις τα χέρια των άμοιρων υπηρετών σου σε σκοτεινές εκτελέσεις, ώσπου να έρθει η ώρα να εξοντωθούν και αυτοί, τα ίδια τα όργανα των φόνων σου, από άλλους».
Η κατακραυγή εναντίον του Ερμολάου είχε μετατραπεί τώρα σε οχλοβοή. Ακόμη κι ο ίδιος ο πατέρας του, τραβώντας και υψώνοντας το ξίφος του, ήταν έτοιμος να τον κτυπήσει, αν δεν τον συγκρατούσε ο βασιλεύς, ο οποίος διέταξε τον Ερμόλαο να συνεχίσει και ζήτησε από το συγκεντρωμένο πλήθος να ακούσει υπομονετικά τον εγκληματία να παραθέτει κι άλλους λόγους που επιβάλλουν την τιμωρία του.
Ο Ερμόλαος συνέχισε: «Ω, με πόση ελευθερία επιτρέπεις στους νέους και άπειρους στη ρητορία να υπερασπισθούν τον εαυτό του!
Ενώ η φωνή του Καλλισθένη καταπνίγεται μέσα στη φυλακή, γιατί μόνον αυτός ξέρει να μιλάει. Μα, γιατί δεν τον φέρνεις κι αυτόν εδώ, αφού εισακούονται ακόμη και ορκισμένοι συνωμότες σαν εμένα; Τρέμεις την ελευθερία του λόγου του αθώου εκείνου ανθρώπου. Δεν αντέχεις να τον κοιτάξεις στα μάτια.
Δηλώνω κατηγορηματικά ότι αυτός δεν έκανε τίποτα. Ιδού αυτοί που μαζί σχεδιάζαμε το μεγάλο κτύπημα. Όλοι μπορούν να βεβαιώσουν ότι ο Καλλισθένης δεν γνώριζε τίποτα για το σχέδιό μας. Όσο κι αν θα πρέπει να υποφέρει, μέχρι να πεθάνει από τον πιο άδικο και αχάριστο βασιλιά.
Ιδού η μόνη ανταμοιβή για τους Μακεδόνες, το αίμα των οποίων σπαταλάς, λες και είναι κάτι περιττό και ευτελές.
Μόνον εσύ έχεις στην κατοχή σου τόσους θησαυρούς από λάφυρα, που χρειάζονται 30,000 μουλάρια για να τα μεταφέρουν, ενώ οι στρατιώτες σου δεν έχουν τίποτα για να πάρουν μαζί τους στην πατρίδα.
Και πάλι, όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα υποστούμε αδιαμαρτύρητα, μέχρι που μας παρέδωσες στα χέρια των Βαρβάρων και μέσω μιας νέας διαδικασίας, υποδούλωσες τους νικητές στον ζυγό.
Η περιβολή και η πειθαρχία των Περσών πολύ σου αρέσουν. Τις παραδόσεις της πατρίδας σου τις απεχθάνεσαι. Αυτός άρα που σχεδιάζαμε να σκοτώσουμε ήταν βασιλεύς των Περσών και όχι των Μακεδόνων. Βάσει του στρατιωτικού Νόμου κηρύσσεσαι από αυτή τη στιγμή λιποτάκτης.
Απαίτησες από τους Μακεδόνες να γονατίσουν μπροστά στην Υψηλότητά Σου, σαν να ήσουν Θεός.
Απαρνείσαι τον πατέρα σου Φίλιππο. Κι αν τυχόν υπήρχαν άλλοι θεοί ανώτεροι απ’ τον θεό του κεραυνού, θα απαρνιόσουν και τον Δία ακόμη.
Σου φαίνεται παράξενο να μην μπορούν ελεύθεροι άνθρωποι να ανεχθούν την αλαζονεία σου;
Πως μπορούμε να εναποθέτουμε πια σ’ εσένα την πίστη μας, όταν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε σαν τα αθώα θύματά σου ή ακόμη χειρότερα σαν σκλάβοι;
Κι αν από θαύμα μετανοούσες, να ξέρεις ότι το χρωστάς σε μένα, γιατί είμαι ο πρώτος που τόλμησε να σου πει σε τι δεν μπορεί να υποταχθεί ένας φιλελεύθερος άνθρωπος. Και τώρα θα πέσω στα πόδια σου, για να λυπηθείς τους γονιούς μας;
Ω! Μη βασανίσεις με μαρτύρια τους γέρους στρατιώτες σου που τα παιδιά τους θα έχουν χάσει!
Όσο για μας, πάμε να μας εκτελέσεις, για να αποκτήσουμε έτσι με τον θάνατό μας ελευθερία από τη σκλαβιά, αυτό που σχεδιάζαμε να επιτύχουμε με τον δικό σου θάνατο»...
Ο λόγος του Ερμολάου είναι ουσιαστικά μια διακήρυξη της «Σχολής του Φιλίππου» και, παρά τις παρεμβολές και τις διαμαρτυρίες των παρισταμένων, αυτός ο λόγος εκφράζει την αντίδραση των Μακεδόνων στους δεσποτικούς τρόπους του Αλεξάνδρου.
Είναι επίσης σημαντικός για έναν ακόμη λόγο: γιατί φανερώνει ότι, παρά την προπαγάνδα του Αλεξάνδρου, το θέατρο και τον πανικό, ο θάνατος του Παρμενίωνα και των υπολοίπων είχε δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα έντονης δυσαρέσκειας....
Η βασική θέση στον λόγο του Ερμολάου ήταν ότι υπήρχε μια γενική δυσαρέσκεια.
Τελικά, αυτό που έδωσε ένα τέλος στην «ανάβαση», δηλαδή τη συνεχή προέλαση του Αλεξάνδρου δεν ήταν οι ανατολίτικοι νεωτερισμοί του, αλλά μια δραματική σύγκρουση ανάμεσα στην αδιάλλακτη θέλησή του, στην αποφασιστικότητά του να κάνει ότι ήθελε αυτός και στον στρατό του εν γένει.
Ο Αλέξανδρος κίνησε για την εκστρατεία του στην Ινδία την άνοιξη του 327 πΧ.
Το φθινόπωρο του 326 πΧ τα στρατεύματά του είχαν υποφέρει αρκετά. Είχαν διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα, είχαν εκστρατεύσει ενάντια σ’ έναν αδυσώπητο εχθρό, είχαν υποστεί φοβερές απώλειες, είχαν αναμετρηθεί με τους τρομερούς πολεμικούς ελέφαντες του Πώρου, είχαν αντιμετωπίσει τη σθεναρή αντίσταση των βραχμάνων ιερέων και είχαν ταλαιπωρηθεί μέσα στον αποπνικτικό καύσωνα και στους ύπουλους μουσώνες της χώρας που σήμερα αποκαλούμε Πακιστάν και του Χίντου Κους.
Τους τελευταίους μήνες του 326 πΧ, στον Ύφασι ποταμό, οι Μακεδόνες, παρά τις δωροδοκίες, τις απειλές και τα ξεσπάσματα οργής του Αλεξάνδρου, δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να προχωρήσουν άλλο και ούτε ήταν διατεθειμένοι να το διαπραγματευτούν.
Ο Αλέξανδρος κάλεσε σε έκτακτη συνάντηση το γενικό επιτελείο του. Μάταια εκλιπαρούσε να δείξουν κατανόηση, τους προσέφερε ανταλλάγματα, τους παρότρυνε να τον ακολουθήσουν κι άλλο στην καρδιά της Ινδίας.
Το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν νεκρική σιωπή: ήταν κι αυτοί εξ ίσου αμετάπειστοι.
Ο Αλέξανδρος ήταν έξαλλος. Με όλους.
Στρατιώτες και Αξιωματικούς.
Μόλις είχε αρχίσει η «αντίστροφη μέτρηση».
Ακολούθησε η «υποχώρηση».
Ο Αλέξανδρος επέλεξε την διαδρομή μέσω της ερήμου της Γεδρωσίας.
«Συμπτωματικά», ο στρατός που του εναντιώθηκε, αν και είχε επιβιώσει σε τόσες αντιξοότητες, αυτή τη φορά στην κυριολεξία αποδεκατίστηκε.
Δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών χάθηκαν μέσα στο καυτό καζάνι της ερήμου.
Άλλοι βούλιαξαν στην άμμο, άλλοι παρασύρθηκαν από ορμητικά νερά, άλλοι πέθαναν από δίψα, θερμοπληξία, φαρμακερά φίδια.
Σύμφωνα με τον Αρριανό, όταν ο Αλέξανδρος κατάφερε τελικά να περάσει από την Έρημο της Γεδρωσίας, είχε χάσει κατά τη διάρκεια αυτού του οδοιπορικού των εκατό χιλιομέτρων περισσότερους άνδρες απ’ ότι σε όλες τις μέχρι τότε εκστρατείες του μαζί– εκτιμάται ότι από τους 70,000 άνδρες επέζησαν μόνον 15,000.
Μόλις είχε αρχίσει αυτό που ο άγγλος ιστορικός Ε. Τζ. Μπάντιαν ονόμασε «βασιλεία του τρόμου», μια άγρια εκκαθάριση κάθε εστίας αντίστασης στις αυτοκρατορικές του επιθυμίες και σχεδιασμούς σε κάθε επίπεδο της ιεραρχίας.
Ταυτόχρονα, ήδη ήταν σε εφαρμογή η εκπαίδευση και συγκρότηση επίλεκτου Περσικού στρατιωτικού σώματος μερικών δεκάδων χιλιάδων Περσών που ταχύτατα αντικαθιστούσε παντού τον Μακεδονικό στρατό.
Μέσα στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την επιστροφή του από την Έρημο της Γεδρωσίας ως τον θάνατό του στη Βαβυλώνα, ο Αλέξανδρος ρίχτηκε με ασυγκράτητη ορμή στην «επιχείρηση εκκαθάρισης» του Μακεδονικού Στρατού και της Μακεδονικής Αυλής/Αριστοκρατίας και «συμπλήρωσης/αντικατάστασής» τους από Περσικά/πολυεθνικά στοιχεία.
Αυτό ήταν το background που οδήγησε στον «τυχαίο θάνατό» του το 323 πΧ...από μια «εντελώς τυχαία αρρώστεια και πυρετό»...όπως επιμένει 2.300 χρόνια τώρα η «επίσημη ιστοριογραφία»...
Τα υπόλοιπα "παρασκήνια", στο επόμενο σημείωμα...
Γιώργος Ανεστόπουλος
aegeanhawk.blogspot.gr