Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22) «Με τη θρησκεία και την πατρίδα την ίδ...
Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
κατά την μικρασιατικήν κατοχήν υπό της Ελλάδος (1919-22)
«Με τη θρησκεία και την πατρίδα
την ίδιαν απλώνουμεν αρίδα
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
όνειρα, ψέματα και μίση
δεν ντρέπομαι για να ντραπώ»
Κώστας Βάρναλης, Το φως που καίει, 1922
Η μετατόπιση από τον αρχαιοδιφισμό στη συστηματική αρχαιολογική έρευνα οφείλεται στις ανάγκες της εθνογένεσης,η οποία σχετίστηκε με την αρχαιότητα ή μάλλον με την ιδέα της αρχαιότητας μέσα από λείψανα‒σημαιοφόρους μνήμης, που εντάχθηκαν στα εθνοκρατικά
συστατικά.
Δεν επρόκειτο μόνο για ζήτημα επιστημοσύνης. Η αρχαιολογική έρευνα αποσκοπούσε στη διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος ιδεών ικανού να ακυρώνει τις διεκδικήσεις
του «Άλλου».
Αρχαιολόγοι‒πατριώτες
και αρχαιολόγοι‒σταυροφόροι
για κάθε «μήλο της έριδος»
Πέρα από τη «νομιμοποίηση» του εδάφους, που η πατριωτική αρχαιολογία προσέφερνε, αν ανασηκώσουμε την κουρτίνα των ιδεολογιών αποκαλύπτεται η δεύτερη και σκληρότερη φάση της αποικιοκρατίας, που είχε εισέλθει σε νέο κύκλο. Μετά τη συμφωνία για το διαμελισμό και το μοίρασμα της Αφρικής, σειρά είχε το «Ανατολικό Ζήτημα», που αφορούσε, σύμφωνα με τους Τimes του 1879, στο «ποιος θα έχει την Τουρκία». Την εκμετάλλευση των πρώτων υλών της, επί εκατομμύρια χρόνια δεξαμενή πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα εξασφάλιζε η ίδρυση προτεκτοράτων, επεσήμαινε ο βρετανός λόγιος, διπλωμάτης και επί τιμή ταξίαρχος Ρerse Sykes στον εκδότη της Μanchester Guardian, την άνοιξη του 1919, ένα μοίρασμα, από το οποίο εξαρτιόταν η εικόνα του μεταπολεμικού κόσμου.
Οι διαμάχες με «οσμή πετρελαίου», που περιέγραψε και η Διδώ Σωτηρίου, αναδεικνύονταν από άρθρο στην εφημερίδα Le Temps: η Αγγλία αρνείται ν' αναγνωρίσει την επιθυμία της Άγκυρας να παραμείνουν τα γαλλικά στρατεύματα στην Κιλικία, «θέλουσα ν' αφαιρέση τας πετρελαιοφόρους πηγάς της Ασίας από τον ανταγωνισμόν άλλων Δυτικών εθνών, μετά των οποίων οι τούρκοι έχουν τη διἀθεσιν να έλθουν εις συμφωνίας. [...] Διεκδικεί τα πετρελαιοφόρα τμήματα της Μοσούλης και του Καυκάσου από τους τούρκους», ώστε «να καταστή κυρία του μεγαλειτέρου πετρελαιοφόρου μέρους του κόσμου».
Για τις λιγότερο ισχυρές από τη μεγάλη αποικιοκράτισσα χώρες, χρειάστηκε να επιστρατευτεί κάποια «κοινή» εθνική ιστορία, για να αιτιολογηθούν οι διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία: Οι γάλλοι τον «Πατέρα των Γραμμάτων» βασιλιά Φραγκίσκο Α' και τον γαλάτη Τεκτόσαγες, που είχε ιδρύσει στην αρχαιότητα ένα από τα πρωτεύοντα φυλετικά κέντρα στην περιοχή της Άγκυρας, οι ιταλοί τη ρωμαϊκή provincia Asia, οι έλληνες τους ίωνες, την αλεξανδρινή και τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ και το μεγάλο όνειρο της Ρωσίας, η έξοδος στη Μεσόγειο, επικαλυπτόταν από τη θρησκευτική σχέση της με τη γη, όπου έζησε ο Χριστός.
Σμύρνη:
H πόλη των ολονών
Η ευμάρεια των αρμενίων, των ελλήνων και των λεβαντίνων δημιούργησε εύπορες συνοικίες, με βίλες διακοσμημένες με κίονες και αετώματα, κήπους με πέργκολες και αποθήκες απ' όπου δεν έλειπε ποτέ το κρασί, σχολεία, νοσοκομεία, γκάζι και ηλεκτρισμό, τραμ και ατμόπλοια, και κανένα σύνορο δεν υψωνόταν, με μια πρώτη ματιά, στις σχέσεις τους με το μουσουλμανικό στοιχείο, από τους οποίους οι πιο τυχεροί εργάζονταν ως μεσάζοντες.
Οι περιηγητές μιλούν για απόλυτη θρησκευτική ελευθερία. Οι χριστιανοί δημόσια έψελναν, και κρατούσαν τις ταβέρνες ανοιχτές όλη μέρα και νύχτα χορεύοντας γαλλικούς, ελληνικούς και τούρκικους χορούς αν δεν διασκέδαζαν στο καζίνο, όπου έπαιζαν τυχερά παιχνίδια και γελούσαν δυνατά με άφθονο αλκοόλ και γυναίκες, κι όπως θυμάται ο πανεπιστημιακός Ρaul Μasson, που από το 1880 μελετούσε την ιστορία του γαλλικού εμπορίου με την Ανατολή, οι άγγλοι και οι ολλανδοί μεταφέρονταν συνήθως μεθυσμένοι στα κρεβάτια τους. Στην πιο εύπορη από τις «Επτά Εκκλησίες» της Αποκάλυψης, οι μουσουλμάνοι παρακολουθούσαν άφωνοι το ανόσιο μόρφωμα, που την είχε μετατρέψει σε «Gâvur Izmir» ‒των απίστων.
Κι ενώ το «ποιος ήταν» και «ποιος δεν ήταν» οθωμανός πολίτης αποτελούσε μια ευρύτερη προβληματική στις αρχές του 20ού αιώνα, οι χριστιανοί, απασχολημένοι με το ποιος θα υπερισχύσει οικονομικά, έσερναν, σε αυτό τον ανταγωνισμό, στην καταστροφή τη δομή της οθωμανικής κοινωνίας, τα μικρά αυτόνομα χωριά, που η τοπική παραγωγή τούς έδινε αυτάρκεια. Οι ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας σιδηρόδρομοι, που συνέδεαν τη Σμύρνη με το Αϊδίνι, τον Κασαμπά και το Αλασεχίρ είχαν μειώσει στο 90% τη μεταφορά των προιόντων με καμήλες από την κοιλάδα του Γκεντίζ, και το 1878 το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής γης κατά μήκος των αξόνων ανήκε σε ευρωπαίους.
Τσέτες προσπαθούσαν με ανεπίσημες εταιρείες στην ενδοχώρα να ελέγξουν το εμπόριό της, που καταστρεφόταν. Το σιτάρι του Ουσάκ δεν είχε ελπίδα να πουληθεί με τις ανταγωνιστικές τιμές, που πουλιόταν στα παράλια, ούτε τα φημισμένα χαλιά του, μετά την εγκατάσταση βιομηχανιών, που ξεπερνούσαν τους αργαλειούς των σπιτιών και των τοπικών βιοτεχνιών και, την ταιριαστή με τις βικτωριανές στιλιστικές προτιμήσεις παραγωγή, μονοπωλούσαν έξι αγγλικές εταιρείες.
Ο παλαιός κόσμος κατέρρεε και στον στενό, παθητικό και ανιστορικό ορίζοντά του ήξερε μόνο έναν τρόπο δράσης, στέρεο και αμείλικτο σαν τις παραδόσεις του. Αλλά έστω κι έτσι, ή ακριβὡς γι' αυτό, οι αντιδράσεις του ήταν ασύμμετρες και βίαιες, σοκάροντας την ιπποτική Δύση, που διάβαζε, πως «οι κούρδοι δολοφόνησαν άγγλους, γάλλους και γερμανούς μηχανικούς, και πολλούς από τους αρμένιους υπαλλήλους, που δούλευαν στη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνης-Κασαμπά».
Τη σφύζουσα πολύχρωμη πόλη εκείνης της εποχής,
που σε πείσμα των ελλήνων εθνικιστὡν είχε υπάρξει η πόλη «των ολονών», τύλιξε στοργικά ο κονιορτός της ιστορίας μετά τον επίλογό της‒ολοκαύτωμα, που έγραψε ο τούρκος στρατηγός. Την αφορμή είχε δώσει η υπογραφή μιας ειρήνης, που κατέλυσε κάθε ειρήνη, ένας «επίορκος» σουλτάνος και η ελληνική Μεγάλη Ιδέα, η διεκδίκηση του πολιτικού και εμπορικού ελέγχου και των δυο πλευρών του Αιγαίου.
Το ατυχές ελληνικό αποικιοκρατικό όραμα
με τα πολλά ονόματα:
«Αλυτρωτισμός» ή διεξαγωγή «μέγα αγώνα
και επί άλλου πεδίου, του οικονομικού»
Η εθνική ιστοριογραφία εστίασε στην «ελληνικωτάτη Μικρά Ασία» και στα «εκατομμύρια σκλαβωμένους αδελφούς, που στενάζουν», για να εξηγήσει την μικρασιατική εκστρατεία, κι αυτό συνέχισε να επαναλαμβάνει, παραβλέποντας την πολιτική και την οικονομία. Από την άλλη πλευρά, για τους σύγχρονους της Μεγάλης Ιδέας, που είχαν ανατραφεί με το αποικιοκρατικό πρότυπο, μια επεκτατική πολιτική δεν αποτελούσε αμάρτημα. Η «Ελλάδα έπρεπε σήμερον να κατέχη την αυτοκρατορικήν θέσιν τής Αγγλίας», σύμφωνα με τον καθηγητή Γυμνασίου Κωνσταντίνο Αμάντο και ο λοχαγός Πεζικού Κλεάνθης Μπουλαλάς θεωρούσε άξια μίμησης την «υπέροχη αγγλική ιδιοσυγκρασία», που έχοντας κατορθώσει «με την απέριττη συμπεριφορά της να κρατή τόσα εκατομμύρια υποδούλους, όλους ευχαριστημένους, δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέση και το δικό μας θαυμασμό».
|
Αδιαφορὡντας οι ιθύνοντες για τα αποτελέσματα, που η κατοχή θα δημιουργούσε στη μακραίωνη συνύπαρξη των μικρασιατών, με την ίδια αδιαφορία, που έστειλαν τον στρατό στην αλόγιστη προέλαση και εγκατέλειψαν τον χριστιανικό πληθυσμό στη σφαγή, ο επιχειρηματικός κόσμος μετονόμαζε μια εκστρατεία ιμπεριαλιστική σε «αγώνα κατά του αιμοβόρου θηρίου» και «του αντάρτου Κεμάλ [...] μεταξύ ελληνικής φυλής και τουρκικής ίνα δια παντός εκκαθαρισθώσιν οι από αιώνων αρχίσαντες λογαριασμοί μας».
Παρά το εκσυγχρονισμένο πρόσωπο, που στη Μεγάλη Ιδέα είχαν δώσει οι νέες συνθήκες και προοπτικές, οι παλιοί μύθοι συντηρήθηκαν συναιρώντας με επιτυχία τον λαϊκό και τον αστικό πολιτισμό, βοηθώντας να γίνονται αποδεκτές από τον παραδοσιακό κόσμο οι αποφάσεις της εξουσίας. Πόσο μάλλον, που και οι «σοφοί» των πανεπιστημίων προσχωρούσαν στη λαϊκή φαντασίωση, «βλέποντας» στα «αποκαλυπτικά οράματα του Αγαθάγγελου» την «εθνική μοίρα», αντί για τα απολιθωμένα αρχαϊκά στάδια του έθνους: Ο Παλαιολόγος θα ανασταινόταν, και μαζί με τον ελληνισμό θα εκτόπιζε τους τούρκους στην άκρη της γης, στο «Μονοδέδριον», όπου «η πατρίς η υποτιθεμένη του Μωάμεθ, καλουμένη από των ημερών της Αλώσεως παρά του ελληνικού Λαού Κόκκινη Μηλιά».
Τα πρωτοσέλιδα του αστικού Τύπου προπαγάνδιζαν τα «εκπολιτιστικά» και «κληρονομικά δίκαια» και «ανέλυαν» τη «φύση» του αντι‒πρότυπου κράτους με άρθρα που, με τις κατάλληλα επιλεγμένες λέξεις, μεθόδευαν το επιθυμητό παιδευτικο‒εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, δίνοντας τον ιδεολογικό βηματισμό στην κοινωνία. Γιατί, τί ήταν η Ελλάδα; «Όταν λέμε Ελλάς, ιστορικώς, αρχαιολογικώς, εννοούμεν τα εντεύθεν και τα εκείθεν του Αιγαίου εδάφη.[...] πολύ προ της εκστρατείας του Αλεξάνδρου. [...] Οι αργοναύται ωμίλουν την ιδίαν γλώσσαν με τους ανθρώπους της Κολχίδας».
Για τον Καρολίδη η ύπαρξη του έθνους δεν σηματοδοτούνταν από την αργοναυτική εκστρατεία, αλλά απ' όταν «σύσσωμο» συμμετείχε σε μια από τις «μεγάλες συγκρούσεις Ευρώπης και Ανατολής», τον τρωικό πόλεμο, που ο δάσκαλος Γεώργιος Χονδρονίκης θεωρούσε «πρώτον μέγα εθνικόν γεγονός του ελληνισμού» και ο Ἀμαντος, πως εξακολουθούσε «μέχρι σήμερον, επί τρεις χιλιάδας έτη», εφόσον η «ελληνική χώρα» ήταν υποταγμένη «εις βαρβάρους, ασιανούς, κίτρινους μάλιστα, τους τούρκους».
Ο Γ. Δροσίνης, στο φιλολογικό περιοδικό του Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, επίσης σηματοδοτεί τα «εθνικά» γεγονότα από «της Αλώσεως της Τροίας, Έτη 3106» μέχρι «της καταλήψεως της Σμύρνης και της Μ. Ασίας υπό του ελληνικού στρατού, Έτη 3». Τα άρθρα απευθύνονταν εμμέσως και προς τους συμμάχους, που τους είχαν «εγκαταλείψει», μια υπενθύμιση προς την Ευρώπη, πως ο ελληνισμός αποτελούσε «κοινωνικόν πρόχωμα των υγιών αρχών κατά πάσης επαφής του μικροβίου της αναρχίας και της παραλύσεως», άρα ήταν πολλαπλά ωφέλιμος και ως τέτοιος δικαιούταν να αποκατασταθεί «εθνικώς άρτιος», όπως «κατά τους ενδόξους χρόνους της βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Η άλλη «υπενθύμιση» ξεπέρασε το αόριστο φιλολογικό αφήγημα. Ήταν το οπτικό επιχείρημα, που ανέλαβαν οι έλληνες αρχαιολόγοι να καταδείξουν: Τα μνημεία της Μικράς Ασίας, με την κουρασμένη μελαγχολία στην αγκαλιά μιας «ανάξιας» οθωμανικής γης, δημιουργίες έμπνευσης μαγικής από θεούς ή γνώσης εμπνευσμένης από ημίθεους, κοιτίδες της Ανατολής και μήτρες της Δύσης, αλλά πάντως ελληνικά μνημεία, που κάποτε είχαν προσφερθεί στον βωμό της οικουμενικότητας και τώρα, μεταρσιωμένα σε ψυχή της ανθρωπότητας, όφειλε η Δύση να επιστρέψει στον ηθικό «αυτουργό» τους, που ήταν η «ελληνική φυλή».
Η εθνική ιδεολογία μετέφερε την αντίληψη, πως ανέκαθεν ο ελληνικός λαός προστάτευε τις αρχαιότητες του τόπου του από τους εμπόρους και τους συλλέκτες, που τις ακρωτηρίαζαν και τις πωλούσαν, επειδή αντιλαμβανόταν, μέσω του ακατέργαστου, αλλά αγνού πατριωτικού ενστίκτου του, πως αυτές εκπροσωπούσαν τη γραμμική συνέχειά του με το αρχαίο έθνος του.
Πέρα από το γεγονός, πως οι πηγές του 18ου και του 19ου αιώνα φανερώνουν, πως εξίσου χριστιανοί και μουσουλμάνοι εναντιώνονταν στην αφαίρεση αρχαιοτήτων ή εξίσου συνέβαλλαν στην πώλησή τους, η καλλιέργεια συλλογικών συναισθημάτων στον λαό μέσα από τον μύθο της ανέκαθεν προστασίας των εθνικών μνημείων του θα αποδειχτεί ιδιαίτερα ωφέλιμη κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, που αξιωματικοί και στρατιώτες θα κληθούν να συλλέγουν τα «ζωντανά όντα» της Μικράς Ασίας, που βοούσαν για τη διάσωσή τους. Γιατί οι αλλεπάλληλες νίκες, οι οποίες θα ξανάφερναν «τον ελληνικόν πολιτισμόν εκεί» όπου «έκπαλαι εξωρμήθη», πρόσφεραν την ευκαιρία της διεξαγωγής ανασκαφών ανάμεσα στα «ανά παν βήμα συναντώμενα αρχαία ερείπια και τας επιγραφάς και τα συντρίμματα».
Το «ιδανικό» βασίλειο
ενώπιον του προορισμού του:
«Ο τρίτος και τέταρτος πολιτισμός εν Ανατολή»
Με τους πολιτισμικούς όρους να έχουν επιστρέψει ως πολιτική κατηγορία, και στο ερμηνευτικό πλαίσιο, που ήθελε τις αρχαιότητες να συνδέονται άρρηκτα με μια οντότητα αιματοσυγγενική, τη «φυλή», πέρα από την αντικειμενική συνεισφορά τους στην παγκόσμια πρόοδο, εξέφραζαν και τα αναδρομικά γεωπολιτικά δικαιώματα των «απογόνων», Και αφού τα «δίκαια του ελληνισμού» προσεγγίζονταν κατεξοχήν ιστορικά, όχι μόνο το επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά και η κρατική στρατηγική ‒ο συνδυασμός, που γενικότερα συνόδευε τον επεκτατισμό‒ έκριναν απαραίτητη την έρευνα «προς διάσωσιν και περισυλλογήν των οπουδήποτε της μικρασιατικής χώρας εν υπαίθρω κατεσπαρμένων κινητών αρχαίων» και «προς εκτέλεσιν ανασκαφών χάριν μελέτης των αρχαίων ελληνικών πόλεων της Ασίας».
Γιατί, όπως και στην κοινοβουλευτική συζήτηση της 15ης Φεβρουαρίου του 1921 είχε διατυπωθεί από τους εισηγητές, οι οποίοι προσβεβλημένοι αρνούνταν την πρόταση των συμμάχων να απογραφούν ξανά οι κάτοικοι του σαντζακιού της Σμύρνης, από διεθνή ερευνητική επιτροπή, τα «μνημεία της ελληνικής τέχνης» και «οι τίτλοι οι ιστορικοί» αρκούσαν για να υπερκεράσουν κάθε εθνολογική στατιστική, τον ενδεχομένως υπέρτερο αριθμό των «επήλυδων κατακτητών»: Αυτοί δεν μπορούσαν να θεωρούνται «ως ισότιμοι» μπροστά στις αρχαιότητες, οι οποίες αδιάψευστα υποδείκνυαν τους «προαιωνίους αυτόχθονας κατοίκους των εδαφών τούτων».
Οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το καλοκαίρι του 1921, επιτακτικές μετά την άρνηση της ελληνικής Βουλής για νέα απογραφή, εμμέσως απαντώντας στους συμμάχους να ανοίξουν τις βιβλιοθήκες τους και «να στείλωσιν αρχαιολόγους» για να πάρουν, την απογραφή που ζητούσαν, από τα ελληνικά μνημεία. Το επιχείρημα, που απέρρεε από τα μνημεία και αποσυνέδεε τις εδαφικές διεκδικήσεις από το εθνολογικό κριτήριο, ήταν το μόνο, που μπορούσε να δικαιολογεί αφενός την πιο έξαλλη εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας, που ήταν η απόφαση των «κωνσταντινικών» για προέλαση προς την Άγκυρα, αφετέρου τη διάψευση της προεκλογικής τους υπόσχεσης για τερματισμό του πολέμου.
Κι ενώ η αστική πολιτική οδηγούσε το κράτος στη χρεοκοπία, παρατείνοντας έναν πόλεμο, που απαίτησε τη διχοτόμηση του χαρτονομίσματος, ώστε να «καταστή δυνατή η επί τινας μήνας συνέχιση της εκστρατείας» και αποσπώντας από την εθνική παραγωγή το νεανικό ανθρώπινο δυναμικό, τους στρατιώτες, η κυβέρνηση επένδυσε πολλά στο ιδεολόγημα της ευγενούς καταγωγής των ελλήνων ‒ κρίνοντας από την εκτεταμένη γραφειοκρατία και τα ποσά, που δαπανήθηκαν.
Η περιοδεία για τον εντοπισμό,
την αξιολόγηση και την περισυλλογή αρχαιοτήτων
Καθώς η Συνθήκη των Σεβρὡν είχε παραχωρήσει στην ελληνική κυβέρνηση την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Σμύρνη, Πέργαμο, Αϊβαλίκ/Κυδωνίες, Αξάρι, Δοργουτλί/Κασαπά, Οδεμήσιο, Βρύουλα, Τζεσμέ, 'Εφεσο, Μενεμένη, Μαγνησία, η περιήγηση του τμηματάρχη του αρχαιολογικού τμήματος Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη στο βιλαέτι της Προύσας και της Άγκυρας, η ανασκαφή του στη Νύσσα και η προγραμματισμένη ανασκαφή στα Μάσταυρα, τους δυο αρχαίους οικισμούς στο ορεινό τοπίο, που έβλεπε στην εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, αφορούσαν σε περιοχές έξω από την επιδικασθείσα ζώνη. Ο αρχαιολόγος το παραδέχεται στις σημειώσεις του, αλλά το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ελλάδας περιλάμβανε αυτές τις γεωγραφικές διευρύνσεις και ακόμα περισσότερες.
Ο Δροσίνης, στου οποίου το φιλολογικό περιοδικό δημοσίευσε το χρονικό της περιήγησής του στην ενδοχώρα, «εξηγούσε», πως χώρες ελληνικές ήταν όλες όσες «ήκμασεν ο ελληνικός πολιτισμός και έλαμψε το ελληνικό πνεύμα». Και ο καθηγητής Μενάρδος επεσήμαινε τον Μάιο του 1920 σε διάλεξη στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», ενώπιον του Βενιζέλου και του προέδρου της Βουλής Θεμιστοκλή Σοφούλη, πως δουλειά των επιστημόνων ήταν να μελετηθούν «όλες» οι πόλεις «εντός των κόλπων της πατρικής μας γης», που παρέμεναν «και σήμερον εκτός των ελληνικών ορίων».
Να προστεθεί η πολιτική νομιμοποίηση, που ο Βενιζέλος είχε παράσχει, ζητώντας σε υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης την προσάρτηση, εκτός του βιλαετιού Αϊδινίου (από το οποίο εξαιρούσε το «σχεδόν αποκλειστικά τουρκικό σαντζάκι του Denizli») και «μέρος του βιλαετιού Προύσας».
Ο Διάδοχος και το Στρατηγείο έφθασαν το απόγευμα της 25ης Ιουνίου στο Ουσάκ για τη δεύτερη φάση της εκστρατείας, που στόχευε στο σιδηροδρομικό κόμβο του Εσκί Σεχίρ. Στους σταθμούς «(Μαγνησία Μαινεμένη, Σαλιχλή, Δενισλή, Φιλαδέλφεια, Αχμετλή) από τους οποίους διήρχετο ο (έκτακτος) ιστορικός εκείνος συρμός», με τον οποίο το Στρατηγείο ταξίδευε, ο δημοσιογράφος Νικολόπουλος έβλεπε πόλεις, απ' όπου ξεπηδούσε «η ακμαιοτέρα και θερμοτέρα ελληνική ψυχή».
Και η χρήση των αρχαίων ονομάτων των περιοχών, υπονοούσε την ανέκαθεν ελληνικότητά τους, παρέπεμπε σε βιωματικό χρόνο και υποχρέωνε τον κοινό νου να διαστείλει δραστικά την έννοια της αλληγορίας, ώστε να δει τους πιστούς του δωδεκάθεου, απαράλλαχτους βιολογικά και πολιτισμικά, να μετασχηματίζονται στους λάβρους χριστιανούς, που ζούσαν με την «παράδοσιν του Μαρμαρωμένου Βασιληά» και ταυτόχρονα έβλεπαν στους αφιχθέντες στρατιώτες τους διαδόχους του «μακεδόνος δορυκτήτορος», στους οποίους ζούσε ακμαία η «ψυχή των τριακοσίων της Σπάρτης εν Θερμοπύλαις». Περισσότερο πραγματιστής ο στρατιώτης Ανδρούτσος, σημείωσε στο ημερολόγιό του πως «καθ' οδόν εβλέπομεν πλέον τούρκους κατοίκους και ουχί έλληνας, όπως μέχρι τώρα».
Δεν θα αναμέναμε στον πρώιμο 20ό αιώνα να χρησιμοποιούνται αντί για τους εθνοτικούς όρους η αντικειμενικότερη μη εθνική χρονολόγηση (γεωμετρική εποχή, ελληνιστική εποχή, ρωμαϊκή εποχή κ.λπ.), που ούτε σήμερα υιοθετείται επαρκώς: Σύμφωνα με την εξήγηση που δίνεται, οι τίτλοι, που προσδιορίζουν κουλτούρες είναι περισσότερο κατανοητοί από τους επισκέπτες ‒ωστόσο, στην πραγματικότητα, η χρήση όρων, που παραπέμπουν
σε εθνότητα (ελληνικά μνημεία, εβραϊκά μνημεία κ.ο.κ.) έχει ως πραγματικό στόχο μια αρχαιολογική κατάταξη, που να εκφράζει το εθνικό μήνυμα.
Εξάλλου, στη βάση μιας αντίληψης, που ήθελε τους γείτονες των αρχαίων ελλήνων ασήμαντους και πολιτισμικά αδρανείς, «φυσικά» κατέληγαν παρακλάδι «του μεγάλου ελληνικού κορμού», στον οποίο είχαν αναλάβει εκείνοι «την ηγεμονίαν». Και αφού η Μικρά Ασία ήταν «χώρα ελληνική», κάθε πολιτισμός στα χώματά της αποτελούσε νόμιμο ή νόθο παιδί της και τα κατάλοιπά του εγγράφονταν ως ελληνικά: Όπως και το Σκριπ ξεκαθάριζε, «ό,τι ανευρέθη ήτο ελληνικό τον χαρακτήρα». Ήταν αμφίδρομο. Όχι μόνο το ελληνικό έδαφος εθνικοποιούσε τα μνημεία μα και τα ελληνικά μνημεία ελληνοποιούσαν το έδαφος.
Την πολιτικοποίηση του εδάφους από τις αρχαιότητές του υπογράμμιζε και ο κωνσταντινουπολίτης τραπεζίτης Γ. Σκαλιέρης: Με τα «πολυάριθμα κτίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των διαδόχων, των επιγόνων» απέκτησαν «ενιαίαν ελληνικήν μορφήν ου μόνον η Ασιατική Ελλάς, η Μικρά Ασία, αλλά και η Μεσοποταμία, η Ευφρατησία, η Συρία ολόκληρος, η Αίγυπτος, το Δέλτα δηλαδή αυτής».
Όσο για τους κάρες, τους λυδοὐς, τους φρύγες, τους λύκιους, τους παφλαγόνες και τους άλλους, καθώς υπήρξαν αποδέκτες του φύσει ηγεμονικού ‒του ανώτερου και ανόθευτου‒ ελληνικού στοιχείου, είχαν καταστεί «ομογενή στοιχεία», και δεν είχε νόημα η ξεχωριστή τους μελέτη. Στον αντίποδα, οι «ανεπίδεκτοι» κάθε πολιτισμικής ευεργεσίας «τούρκοι και οθωμανοί ανίκανοι και εξ ανεπαρκείας αυτοφυούς» να διοικούν.
Το είχε «αντιληφθεί» και ο «διακεκριμένος δημοσιογράφος» με την «έμφυτον οξύτητα» Σπύρος Μελάς, ο οποίος επιστρέφοντας από το Εσκί Σεχίρ θα περιγράψει το «κτήνος», τον «απολίτιστο και μέχρι ηλιθιότητος πρωτόγονο» τουρκικό λαό, που «απονέκρωσεν» τους γηγενείς κατοίκους και στερούνται «εθνικήν συνείδησιν», αλλ' έστω και σε αυτή την κατάσταση αυτοί παρέμεναν προσηλωμένοι στον τρωγλοδυτικό τρόπο ζωής ‒όχι λόγω της φτώχειας τους, αλλά‒ από την «προσήλωσιν και την στοργήν» σε αυτό το ενθύμιο «εκ του αρχαίου φρυγικού παρελθόντος».
«Μεγαλοπρεπή κτίσματα
της μεσαιωνικής ημών αυτοκρατορίας»
Το πέρασμα στο φεουδαρχικό σχήμα είχε αφήσει αμετάβλητη σε νοήματα την εθνική ταυτότητα, σύμφωνα με τους ιδεολόγους, στην οποία τώρα εισερχόταν και ο χριστιανισμός, ως γενετική σύνδεση με το θείο. Παρότι θρήσκευμα πολλών εθνοτήτων στην Ανατολή μονοπωλούνταν, και γινόταν όχημα και θρησκευτικού μεγαλοϊδεατισμού, με σπουδαιότερους «κήρυκες της ελληνικότητας» της μικρασιατικής χερσονήσου «τα χριστιανικά μνημεία», τα οποία καταδείκνυαν την «υπεροχή της φυλής», διαφώτιζαν «τοσούτον λαμπρώς» την εθνικότητα της χώρας και μαρτυρούσαν, πως «ελληνικαί χείρες ύψωσαν και εκαλλώπισαν τους ναούς τούτους».
Ωστόσο, πέρα από τα χριστιανικά μνημεία, που «αποδείκνυαν» την ελληνική αυτοχθονία, υπήρχαν και «τουρκικά μνημεία εις τας μικρασιατικάς χώρας». Προς αποφυγή ανεπιθύμητων ρωγμών στη συλλήβδην ελληνικότητα της Ανατολής, ο αρχαιολόγος Σωτηρίου σπεύδει να «διευκρινίσει» την εθνικότητα των τεχνιτών: Η ανέγερσή τους δεν οφειλόταν στους «οθωμανούς, αυτόχρημα βαρβαρικά στίφη» ‒που ήταν «ανεπιτήδειοι προς πάσαν διανοητικήν ανάπτυξιν», όπως δίδασκε και το εγχειρίδιο Γεωγραφίας του 1888. Ο «βάρβαρος και ανεπίδεκτος οιασδήποτε μορφώσεως, τουρκικός λαός» δεν μπορούσε να δημιουργεί, συνεπώς η ύπαρξη «τουρκικών μνημείων οφείλεται κατά το πλείστον εις τους ιθαγενείς έλληνας τεχνίτας», εκ των οποίων «οι πλείστοι έμειναν πιστοί εις την πάτριαν θρησκείαν» και οι άλλοι ήταν «εν κρυπτώ χριστιανοί». Κι αφού οι οθωμανοί μεταχειρίζονταν «αποκλειστικώς έλληνας τεχνίτας», συνεπώς και τα τουρκικά μνημεία ήταν ελληνικά.
Με τον ίδιο αμίμητο συλλογισμό ο καθηγητής Ανδρεάδης είχε ελληνοποιήσει τους σιδηροδρόμους: Το ότι ανήκαν σε αγγλική εταιρεία αποτελούσε εξωτερικό γνώρισμα. Εφόσον εργάζονταν έλληνες, ήταν ελληνικός.
Για την αρχαιολογική ερμηνεία του, η οποία τροφοδοτούσε την υπερηφάνεια, που ο έλληνας όφειλε να έχει για τον «εθνικό» πολιτισμό και την ιστορία της «φυλής», αλλά και για το αυτοκρατορικό παρελθόν της, προσέγγιση τόσο φορτισμένη συναισθηματικά, ώστε να χτίζεται η κοινοτική σχέση και τόσο άκριτη, ώστε να χτίζεται η πολιτική υποταγή, ο Σωτηρίου επιβραβεύτηκε, το 1936, με τον «Σταυρό των Ταξιαρχών του Β. Τάγματος του Φοίνικος» από τον βασιλιά Γεώργιο Β' και τον υπουργό Εξωτερικών Ι. Μεταξά.
Η βράβευση δεν αφορούσε μόνο στις αναμφίβολα ακαταπόνητες ανασκαφικές έρευνες και μελέτες του, αλλά και στον ρόλο του ως μεσάζοντα στην εξακολουθητική διαπλοκή των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας χάρη και στη στενή σχέση του με την Ιεραρχία, συνιστώσα σε θέση να καθορίζει αποφασιστικά την εθνική ταυτότητα και να συντηρεί, μέσω του βυζαντινισμού, τις αξίες των φεουδαρχικών στοιχείων, που επιβίωναν στο θεσμό της βασιλείας.
Αρχαιολογήσεις από τον στρατό
και άλλα ιδεολογήματα
Στην Ελλάδα, στο κλίμα απαξίωσης της πολιτικής, που είχε δημιουργήσει η δημοσιονομική κρίση του 1893, ο στρατός θεωρούνταν ο μόνος αξιόπιστος στην επαγρύπνηση των εθνικών συμφερόντων. Οργανώσεις σαν την βραχύβια «Εθνική Εταιρεία» και την εταιρεία «Ελληνισμός», η δεύτερη με περισσότερο φιλολογικό ενδιαφέρον, υπερασπίζονταν την παρέμβαση των αξιωματικών του στρατού στα εθνικά ζητήματα, επἐκριναν τους πολιτικούς για την αδράνειά τους στην υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» και επικαλούνταν την αρχαιότητα για έξοδο από το τέλμα.
Και ήταν το πόνημα του προέδρου της εταιρείας «Ελληνισμός» καθηγητή Καζάζη, που ορίσθηκε, από το Υπουργείο Στρατιωτικών, ως εγχειρίδιο Πολιτικής Αγωγής στη διδασκαλία των οπλιτών, το οποίο ενἐτασσε στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας τη Μικρά Ασία, διευκρίνιζε, πως παρότι «κατά τους νόμους της ιστορίας πἀσαι αι φυλαί του ανθρωπίνου γένους ακμἀζουσι και παρακμάζουσι» η ελληνική «εξαιρείται του νόμου τούτου» διατηρώντας, παρά τους κατακτητές, ανόθευτο τον «ελληνικό οργανισμό και χαρακτήρα», και εξηγούσε την «εκ φύσεως» ροπή του έλληνα στον εκπολιτισμό «εξ αρχαιοτάτων χρόνων». Δεινό παράδειγμα ο «μέγας λαών κατακτητής» Αλέξανδρος: Έχοντας εκστρατεύσει ως υπηρέτης της πατρίδας και του πολιτισμού απελευθέρωσε τους λαούς από τον δεσποτισμό της Ανατολής, «τους εξημέρωσε και τους εξεπολίτισεν, ενώ οι άλλοι διέσπειρεν καταστροφάς μόνον, έχθρας και μίση».
Βιασμοί, καταστροφές
Παρά την επινόηση των ιδεολόγων μιας φαντασιακής πατρίδας, που ζητούσε τη λύτρωσή της, η φήμη της προέλασης είχε τρομοκρατήσει τους στρατιώτες. Και παρότι είναι κατανοητοί οι λόγοι, που «επέβαλλαν» τέτοιες «αγιογραφίες», η πολυσέλιδη έκθεση του διοικητή της ΙΙΙ Μεραρχίας Γ. Κορτζά περιγράφει βιαιότητες κατά των φιλικών τούρκων της ενδοχώρας «εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να δικαιολογεί τις εν μέρει τας ενακολουθήσας κατόπιν βιαιοπραγίας κατά αμάχου πληθυσμού των χριστιανών κατοίκων της Μ. Ασίας». Ο διοικητής της Vης Μεραρχίας συνταγματάρχης Τριλίβας είχε επικρίνει, μετά το μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων στο Σεϊντή Γαζή, στρατιώτες και αξιωματικούς, που έσφαξαν, βίασαν, κατἐστρεψαν χωριά ‒φτωχικά χωριά, με καλυβόσπιτα από ωμοπλίνθους και ταράτσες από πηλό και άχυρα, σαν αυτά, που ο Κουρουνιώτης περιγράφει στις περιηγήσεις του.
Για τον αγρινιώτη φοιτητή ιατρικής, τραυματιοφορέα στην V Μοίρα, λοχία Αγαμέμνονα (Μέμο) Πολίτη, δικαίως οι τούρκοι αποκαλούσαν «Σεϊτάν Ασκέρ» τον ελληνικό στρατό, αφού κατά την υποχώρηση κατέστρεφε, ό,τι έβρισκε, «έμψυχον ή άψυχον», υπερβαίνοντας «τους άγριους λαούς εις όργια, εις λεηλασίας, εμπρησμούς, ατιμάσεις και κλοπάς»: Στο δρόμο για την Κιουτάχεια παραδόθηκαν «εις τα φλόγας και την λεηλασίαν όλα τα όμορφα χωριά, που συναντήσαμεν καθ' οδόν», ενώ και ένας διαξιφισμός με τούρκο χωρικό στο Σεϊντή Γαζή «έδωκεν αφορμή να τα πληρώσει το χωριό...». Κι «όλα αυτά, λόγω της αισχράς ανεκτικότητος των αξιωματικών μας» και της σκληρότητας του Διαδόχου και του Παπούλα, που «δικαίως κινδύνεψαν» στις 14 Αυγούστου στο Ουζούμπεη από τους τσέτες, θεία τιμωρία για τις αγριότητες εις βάρος των χωρικών, για τις οποίες ευθύνονταν. Ο Ανδρούτσος θυμάται τη διαταγή του διοικητή του Β' Σώματος Στρατού πρίγκιπα Ανδρέα για κάψιμο των χωριών, και πως αργότερα, ενώ τούρκος διοικητής ήθελε να βοηθήσει τους έλληνες αιχμαλώτους στον Κασαμπά, δεν του επιτρεπόταν, καθώς «ο ελληνικός στρατός τα κατέστρεψεν όλα κατά την οπισθοχώρησίν του, και τα πέρασεν όλα δια πυρός και σιδήρου».
Και ο Κουρουνιώτης διαπίστωσε τις διόλου σπάνιες φιλικές σχέσεις στρατιωτών «μετά των εντοπίων», και πως οι τούρκοι δυσφορούσαν όχι γιατί ήταν ελληνικός ο στρατός, αλλά με όποιο στρατό κι αν επίτασσε τα ζώα και τα σπίτια τους, ακόμα κι αν ήταν τουρκικός. Και είχε σχολιάσει, πως τα λαμβανόμενα μέτρα αξιωματικών ή υπαξιωματικών υπερέβαιναν «πολλάκις τα όρια της δικαιολογουμένης εκ των περιστάσεων σκληρότητας».
Με την άφιξη στο Κιοπρού-Χισάρ, που συνοδεύτηκε από βιαιοπραγίες, ο δεκανέας Πληζιώτης ειρωνεύεται τα «καλά και αγαθά της Ελευθερίας!! και του Πολιτισμού! Τέλος πάντων αυτή η προέλασις έγεινε να καταστρέψωμε αρκετά χωριά και κάμποσες χιλιάδες ήσυχων ανθρώπων». Το χωριό Πέλδος είχαν βρει έρημο. «Φεύγουν κι ακόμη φεύγουν [...] Καημένοι άνθρωποι! Ζούσαν, όπως κι αν έχει κάπως καλά, ήσυχα, όταν μίαν ωραίαν πρωίαν βλέπουν τους αδελφούς των έλληνας να έρχονται ως άγγελοι παρηγορίας και ελευθερωταί!!». Βάζει την επίμαχη λέξη σε εισαγωγικά: Χωριά, «τα οποία “απελευθερώσαμε” τοις προάλλες». Γίνεται ειρωνικός: «Λάσπη έως τα γόνατα, αλλά ποιος τα ψηφάει τέτοια πράγματα προ παντός, αφού είναι για την Πατρίδα!!! Είδα και ένα όνειρο, ότι ήταν μαζεμένοι όλοι οι αρχηγοί της ελληνικής επαναστάσεως, Μάρκος Μπότσαρης, Τζαβέλας, Κολοκοτρώνης και τα ρέστα, και έκαμαν συμβούλιον υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου. Έχει γούστο να σηκωθούν κι αυτοί και μαζί μας να εξακολουθήσουν τον απελευθερωτικόν αγώνα μας!!!!».
Για τον Ανδρούτσο, η προέλαση διεξάχθηκε σε περιοχές ολότελα εχθρικές: «Από Φιλαδέλφεια και επάνω πουθενά δεν συναντήσαμε έλληνα, διότι ελάχιστοι μόνο κατοικούσαν στο Εσκί-Σεχήρ και Αφιόν [...]. Ελληνισμός δεν υπήρχε εκεί γύρω». Και ο Αμπελάς παραδέχτηκε, πως δεν είχε νόημα η προέλαση, αφού δεν ζούσαν έλληνες στα βάθη της Ανατολίας και, σε αντίθεση με την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ιωνία, δεν έβρισκαν κανέναν να τους υποδεχθεί, κανένα συγκινητικό «καλώς ορίσατε», καμιά ελληνική λέξη. Μόνο μια δραματική εχθρική σιωπή, σπίτια κατάκλειστα με εχθρικές σκιές πίσω απ' τα πατζούρια και λιγοστοί διαβάτες φοβισμένοι στους δρόμους, ενώ κάπου-κάπου ακουγόταν το σύνθημα σαν επερχόμενη λαίλαπα, «Γιουνανλάρ γκελίορλαρ!» (Έρχονται οι έλληνες), ρίχνοντας την ψυχολογία των στρατιωτών η συνειδητοποίηση, πως έρχονταν ως κατακτητές εδώ, που δεν υπήρχαν έλληνες.
Εκ των υστέρων, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του εθνολογικού κριτηρίου, που απουσίαζε στην προέλαση: «δια την ύπαρξιν εθνικών δικαιωμάτων η ιστορία έχει αποδείξει, ότι είναι απαραίτητος ο εθνικός πληθυσμός», και για να «αναδημιουργηθούν τα ελληνικά εθνικά δικαιώματα» θα έπρεπε να είχε διαρκέσει η κατοχή στην ενδοχώρα όχι μόνο ένα έτος και μερικούς μήνες, αλλά περισσότερο, που θα της έδιναν «και πάλιν την ελληνικήν μορφήν».
Πριν το απόγειο του εθνικισμού
Η χετιτική αυτοκρατορία, ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της κοσμοπολίτικης προοπτικής του ανατολιακού κόσμου της ύστερης εποχής του χαλκού, αποσιωπούνταν από τους έλληνες μεγαλοϊδεάτες: Ο θρίαμβος της Μικράς Ασίας άρχιζε με την ελληνική παρουσία.
Κι όπως αυτοί παρέβλεπαν την παρουσία των χετταίων στα αιγαιακά παράλια, έτσι και οι τούρκοι λόγιοι, δημιουργοί της δικής τους εθνοϊστορικής θεωρίας, τούς επιδείκνυαν ως προπάτορές τους το 1921 και το 1922, σε άρθρα του αρχισυντάκτη Ιζζέτ Ουλβή στην εφημερίδα Ηakimiyeti Μillye: Προσδεμἐνος στον εθνικισμό, ο ανατέλλων αστικός τουρκικός κόσμος επικαλούνταν ως «εθνικά» συλλήβδην τα παρελθόντα της Ανατολίας απαντώντας στον ελληνικό εθνικισμό, που αποσιωπούσε πρωθύστερές του πολιτισμικές παρουσίες ή «ελληνοποιούσε» φρύγες, κάρες, λύκιους, λυδούς.
Με όχημα τον «ανατολιανισμό», την πίστη στη γενέθλια γη της Ανατολίας, που χαρακτήριζε και τον Ατατούρκ, οι χετταίοι έγιναν οι θρυλικοί πρόγονοι, κι έτσι διοχετεύτηκαν σ' έναν μεγάλο όγκο σελίδων στην τουρκική εκπαίδευση.
Η σύνδεση μαζί τους αποτελεί ως σήμερα τη βάση του τουρκικού εθνικισμού. Η γλυπτική αναπαράσταση του τουρκικού καταγωγικού σχήματος, σουλτάνος καθήμενος σε νεοχετιτικό μνημείο (φτερωτός λέοντας με κεφαλή χετταίου στρατιώτη) σε πολύβουο δρόμο στην Άγκυρα, στον ίδιο άξονα με το γλυπτό του έφιππου Μουσταφά Κεμάλ, δεν αφήνει τους περαστικούς να λησμονούν το δικό τους μακραίωνο παρελθόν, τους χετταίους και τους σουλτάνους. Παρά τις διενέξεις που εγείρονται, τα φονταμενταλιστικά ισλαμικά κινήματα κατηγορούν την κρατική πολιτική, που εξίσωσε στα μουσεία τα προϊσλαμικά ευρήματα (χετιτικά, ασσυριακά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά) με τα ισλαμικά.
Επίλογος
Το εθνικό αφήγημα της Ελλάδας δεν είχε διάθεση να αναμετρηθεί με τους επιστημονικούς κανόνες. Η Μεγάλη Ιδέα, η κιβωτός του εθνικού κράτους, που παρείχε το ιδεολογικό οπλοστάσιο για την επέκτασή του, υποχρέωσε και τους έλληνες αρχαιολόγους να καταφθάσουν στη Μικρά Ασία, για να προσδιορίσουν μέσα από τα ευρήματα την υπέρ των ελλήνων διαφορά. Το αντίθετο θα σήμαινε έκπτωση του αείποτε ηγεμονικού ρόλου της Ελλάδας και των κυριαρχικὡν δικαιωμάτων της. Κι όσο πιο έντονη η αντίθεση ανάμεσα στον μύθο και το παρόν, στο ιδεατό και το πραγματικό, στην απαίτηση και στη δυνατότητα υλοποίησής της, τόσο πιο βάρβαροι οι οθωμανοί, πιο ζωντανά τα μνημεία, πιο δίκαιη η εκστρατεία και πιο επιθετικά τα ιδεολογήματα, που συλλήβδην εξελλήνιζαν την Ανατολή, περιορίζοντας στα καθ' ημάς την ιστορική ανατομία της.
Με πρωτοστατούσες τις «πνευματικές κορυφές», την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Ακαδημία ως τις δυο Αρχαιολογικές Εταιρείες και τους Φιλολογικούς Συλλόγους, οι οποίοι, μέσα από αβαθείς αναλύσεις, που περιστρέφονταν γύρω από τις πανάρχαιες μοναδικές και αναλλοίωτες αρετές της φυλής, κατέληγαν στην ύπαρξη του αρχαίου ελληνικού μικρασιατικού κράτους, που οι εχθροί είχαν σφετεριστεί. Να προστεθεί και ο μεγάλος ανακατασκευαστής της ιστορίας, ο αμεσότερος στη διάχυση ιδεολογιών και γι' αυτό ο καταλυτικότερος στο πεδίο αναπαραγωγής εθνικών και κοινωνικών στερεοτύπων, ο αστικός Τύπος, που εξαντλούσε την πληροφόρησή του στο «πόσο μακριά» είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός, απόλυτα εμπρηστικός, όταν επρόκειτο για τον «εθνικό εχθρό», αλλά καθησυχαστικός και ανούσιος για τις πολιτικές εξελίξεις, και με την επιστημονικοφανή γραφίδα, που είχε επισύρει το ειρωνικό σχόλιο του Σεραφείμ Μάξιμου: «Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός[...] σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε, πως όχι μονάχα ήτανε, μα και είναι ελληνικό».
Και αξιωματικοί θα παραδεχτούν, όταν όλα έχουν τελειώσει, πως το ιστορικό και το αρχαιολογικό κριτήριο, το άλλοθι της προέλασης, είχε υπάρξει ανεπαρκές: «Κι αν κάποτε έλληνες είχαν κατοικήσει εδώ, αφού τις τελευταίες χιλιετίες κατοικούν άλλοι λαοί αυτοί έχουν αποκτήσει εθνικά δικαιώματα. Αλλιώς ας διεκδικούσαμε τον Καύκασο και την Κολχίδα από όπου οι πρωτοέλληνες εξόρμησαν πριν από χιλιετίες. Γιατί στα βάθη της Φρυγίας, στον τομέα Σεϊντή-Γαζή, που είχε στρατοπεδεύσει η μεραρχία, έλληνες δεν κατοικούσαν πια. Όσο για τα σπασμένα μάρμαρα με ελληνικάς επιγραφάς, ναοί ηρειπωμένοι [...] αυτά ήσαν αι μόναι εκ πρώτης αντιλήψεως δια τον μαχόμενον ελληνικόν λαόν ασθενείς δικαιολογίαι του συνεχιζομένου πολέμου».
Η αστική ιστοριογραφία αποδέσμευσε την εκστρατεία από το πολιτικό σύστημα, που την οργάνωσε και που είχε συμφέροντα από αυτή, εγκλωβίζοντας την πολυπλοκότητα της φύσης του εγχειρήματος στη λέξη «καταστροφή» και στην αναπαραγωγή του «εθνικού τραύματος» με όλες τις μονόπλευρες συνδηλώσεις του. Υπήρχε κι εκείνο το επίμονο επιχείρημα, πως οι μικρασιάτες επί αιώνες τελούσαν υπό καθεστώς τυραννικό και ανέμεναν τη διάσωσή τους.
Ξεφυλλίζοντας το χρονικό της περιοδείας του Κουρουνιώτη, τον βρίσκουμε να κάνει μια σύντομη στάση στο Σουσούζκιοϊ, στο καφενεδάκι, που «εκρατούσαν συντροφικά εντός μικράς καλύβης τούρκος εντόπιος χωρικός και ξένος χριστιανός γνωστός μόνον με το όνομά του Κυριάκος». Αναρωτιέται κανείς πώς αντιλαμβανόταν ο Κυριάκος την «τουρκική τυραννία» του μητροπολίτη Χρυσόστομου, τον «κτηνώδη τουρκικό λαό» του Σπύρου Μελά, τον «αγριώτερον δυνάστην, τον οποίον εγνώρισε ποτέ η ανθρωπότης» του στρατηγού Δαγκλή, το «αιμοβόρο θηρίο» του επιχειρηματικού κόσμου.
Τα ιδεολογήματα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ελίτ, αυθαίρετα και υπεροπτικά, χτίζονταν στα ανήλιαγα αναγνωστήρια και στα σαλόνια των διασκέψεων, που κράταγαν απ' έξω την καθημερινότητα όπου πραγματικά δοκιμάζονταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Αποκαλύπτονταν όμως έτσι οι αντινομίες της ελληνικής εθνικής συγκρότησης και ο βαθμός της επινόησής της. Γιατί η συνιστορία των λαών της Μικράς Ασίας ακύρωνε τη βεβαιότητα του διαρκούς μίσους ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το οποίο κορυβαντιούσαν οι πολιτικοί, ο Κλήρος, ο αστικός Τύπος.
Πλήθος πηγών αποκαλύπτουν, πως γενικότερα στις προ-εθνικές κοινωνίες δεν υπήρξε η δυαδική τομή, που διακινεί ο εθνικός λόγος. Από τα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα, που ύψωσε το 717 τζαμί ‒«μαγίσδιον»‒ στην Κωνσταντινούπολη για τους μουσουλμάνους της, ως την Τραπεζούντα του 1900, που κούρδοι χόρευαν για την Ανάσταση γεμίζοντας κίτρινο και κόκκινο χρώμα τον αέρα.
Η γερόντισσα Κωνσταντινιά, από το χωριό Εσμές κοντά στη Νικομήδεια, θυμόταν, που «με τους τούρκους ήμασταν σαν αδέλφια»: Στους γάμους, στα βαφτίσια και σ' όλες τις ελληνικές γιορτές ήταν πάντα μαζί μας, γλεντώντας και κερνώντας, και σκορπώντας λεφτά. Το ίδιο έκαναν οι έλληνες στις τουρκικές χαρές.
Ο Μπομόν, που εκδήλωνε σε κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή του για την «τουρκική φυλή», διαπίστωνε, πως στη Σμύρνη η «πλειοψηφία των τούρκων ζη άριστα μετά των ελλήνων και αρμενίων, ενασχολούμενη με μικροεργασίας με τους όνους και καμήλους της».
Ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης είχε παρατηρήσει στη Μανταμάδο, πως «τούρκοι κι έλληνες περνούν πολύ αγαπημένα, είναι καλοδεχτικοί πρόσχαροι και πολύ χουβαρντάδες» και ο Μπουασονά στην Κωνσταντινούπολη γοητεύεται από τις «παράδοξες καταστάσεις. Έλληνες και τούρκοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα. Έλληνες από αντίθετες παρατάξεις. Γάλλοι, που αγνοούν τους έλληνες».
Ο Αναστάς Ήλογλου από τη Φιλαδέλφεια θυμάται, που φτάνοντας στη Σμύρνη για να αναχωρήσει «με ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο τη Μεγάλη Τρίτη του 1923», ένας από τους «τούρκους συνοδούς μας ‒λοχίας‒ με αγκάλιασε και με φίλησε: "Εύχομαι καλό ταξίδι"».
Οι καππαδόκες είχαν ζήσει τόσο αρμονικά, ώστε χριστιανοί και μουσουλμάνοι να τελούν τις λατρείες τους διαδοχικά στην ίδια εκκλησία, τη λαξευτή του αγίου Μάμα στη Μαμασό, κι αν πιστέψουμε μια μαρτυρία, φορές οι λειτουργίες γίνονταν συγχρόνως. Κι όπως η Φιλιώ Χαϊδεμένου από τα Βουρλά είχε σχολιάσει, «εμείς στη Μ. Ασία με τους τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας».
Στη στροφή των κοσμοϊστορικὡν γεγονότων περιμένει πάντα ο «μακρύς» 19ος αιώνας, που έβαψε το σούρουπό του με το αίμα των Μεγάλων Ιδεών, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο για τα αναπάντητα ερωτήματα της Ιστορίας. Η μόνη βεβαιότητα, που μας παραχωρεί, είναι η εξοικείωση με τη ρητορική των «ισχυρών», που δρουν «σπλαχνικά» επάνω στους αφανείς με τα μικρά όνειρα και τα μεγάλα βάρη. 'Ενας αντίλογος, περίπου, και δικαίως, θα έλεγε, «έπρεπε να ήσουν εκεί. Δεν θα καταλάβεις αυτή την εποχή αν δεν την έζησες».
Όμως στην πραγματικότητα, αιχμή του δόρατος δεν ήταν οι πρωταγωνιστές του, αλλά όσοι ακονίζουν τα ίδια πολιτικά και ιδεολογικά όπλα σήμερα.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται
από αποσπάσματα από το υπό κρίση βιβλίο.
σε εθνότητα (ελληνικά μνημεία, εβραϊκά μνημεία κ.ο.κ.) έχει ως πραγματικό στόχο μια αρχαιολογική κατάταξη, που να εκφράζει το εθνικό μήνυμα.
Εξάλλου, στη βάση μιας αντίληψης, που ήθελε τους γείτονες των αρχαίων ελλήνων ασήμαντους και πολιτισμικά αδρανείς, «φυσικά» κατέληγαν παρακλάδι «του μεγάλου ελληνικού κορμού», στον οποίο είχαν αναλάβει εκείνοι «την ηγεμονίαν». Και αφού η Μικρά Ασία ήταν «χώρα ελληνική», κάθε πολιτισμός στα χώματά της αποτελούσε νόμιμο ή νόθο παιδί της και τα κατάλοιπά του εγγράφονταν ως ελληνικά: Όπως και το Σκριπ ξεκαθάριζε, «ό,τι ανευρέθη ήτο ελληνικό τον χαρακτήρα». Ήταν αμφίδρομο. Όχι μόνο το ελληνικό έδαφος εθνικοποιούσε τα μνημεία μα και τα ελληνικά μνημεία ελληνοποιούσαν το έδαφος.
Την πολιτικοποίηση του εδάφους από τις αρχαιότητές του υπογράμμιζε και ο κωνσταντινουπολίτης τραπεζίτης Γ. Σκαλιέρης: Με τα «πολυάριθμα κτίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των διαδόχων, των επιγόνων» απέκτησαν «ενιαίαν ελληνικήν μορφήν ου μόνον η Ασιατική Ελλάς, η Μικρά Ασία, αλλά και η Μεσοποταμία, η Ευφρατησία, η Συρία ολόκληρος, η Αίγυπτος, το Δέλτα δηλαδή αυτής».
Όσο για τους κάρες, τους λυδοὐς, τους φρύγες, τους λύκιους, τους παφλαγόνες και τους άλλους, καθώς υπήρξαν αποδέκτες του φύσει ηγεμονικού ‒του ανώτερου και ανόθευτου‒ ελληνικού στοιχείου, είχαν καταστεί «ομογενή στοιχεία», και δεν είχε νόημα η ξεχωριστή τους μελέτη. Στον αντίποδα, οι «ανεπίδεκτοι» κάθε πολιτισμικής ευεργεσίας «τούρκοι και οθωμανοί ανίκανοι και εξ ανεπαρκείας αυτοφυούς» να διοικούν.
Το είχε «αντιληφθεί» και ο «διακεκριμένος δημοσιογράφος» με την «έμφυτον οξύτητα» Σπύρος Μελάς, ο οποίος επιστρέφοντας από το Εσκί Σεχίρ θα περιγράψει το «κτήνος», τον «απολίτιστο και μέχρι ηλιθιότητος πρωτόγονο» τουρκικό λαό, που «απονέκρωσεν» τους γηγενείς κατοίκους και στερούνται «εθνικήν συνείδησιν», αλλ' έστω και σε αυτή την κατάσταση αυτοί παρέμεναν προσηλωμένοι στον τρωγλοδυτικό τρόπο ζωής ‒όχι λόγω της φτώχειας τους, αλλά‒ από την «προσήλωσιν και την στοργήν» σε αυτό το ενθύμιο «εκ του αρχαίου φρυγικού παρελθόντος».
«Μεγαλοπρεπή κτίσματα
της μεσαιωνικής ημών αυτοκρατορίας»
Το πέρασμα στο φεουδαρχικό σχήμα είχε αφήσει αμετάβλητη σε νοήματα την εθνική ταυτότητα, σύμφωνα με τους ιδεολόγους, στην οποία τώρα εισερχόταν και ο χριστιανισμός, ως γενετική σύνδεση με το θείο. Παρότι θρήσκευμα πολλών εθνοτήτων στην Ανατολή μονοπωλούνταν, και γινόταν όχημα και θρησκευτικού μεγαλοϊδεατισμού, με σπουδαιότερους «κήρυκες της ελληνικότητας» της μικρασιατικής χερσονήσου «τα χριστιανικά μνημεία», τα οποία καταδείκνυαν την «υπεροχή της φυλής», διαφώτιζαν «τοσούτον λαμπρώς» την εθνικότητα της χώρας και μαρτυρούσαν, πως «ελληνικαί χείρες ύψωσαν και εκαλλώπισαν τους ναούς τούτους».
Ωστόσο, πέρα από τα χριστιανικά μνημεία, που «αποδείκνυαν» την ελληνική αυτοχθονία, υπήρχαν και «τουρκικά μνημεία εις τας μικρασιατικάς χώρας». Προς αποφυγή ανεπιθύμητων ρωγμών στη συλλήβδην ελληνικότητα της Ανατολής, ο αρχαιολόγος Σωτηρίου σπεύδει να «διευκρινίσει» την εθνικότητα των τεχνιτών: Η ανέγερσή τους δεν οφειλόταν στους «οθωμανούς, αυτόχρημα βαρβαρικά στίφη» ‒που ήταν «ανεπιτήδειοι προς πάσαν διανοητικήν ανάπτυξιν», όπως δίδασκε και το εγχειρίδιο Γεωγραφίας του 1888. Ο «βάρβαρος και ανεπίδεκτος οιασδήποτε μορφώσεως, τουρκικός λαός» δεν μπορούσε να δημιουργεί, συνεπώς η ύπαρξη «τουρκικών μνημείων οφείλεται κατά το πλείστον εις τους ιθαγενείς έλληνας τεχνίτας», εκ των οποίων «οι πλείστοι έμειναν πιστοί εις την πάτριαν θρησκείαν» και οι άλλοι ήταν «εν κρυπτώ χριστιανοί». Κι αφού οι οθωμανοί μεταχειρίζονταν «αποκλειστικώς έλληνας τεχνίτας», συνεπώς και τα τουρκικά μνημεία ήταν ελληνικά.
Με τον ίδιο αμίμητο συλλογισμό ο καθηγητής Ανδρεάδης είχε ελληνοποιήσει τους σιδηροδρόμους: Το ότι ανήκαν σε αγγλική εταιρεία αποτελούσε εξωτερικό γνώρισμα. Εφόσον εργάζονταν έλληνες, ήταν ελληνικός.
Για την αρχαιολογική ερμηνεία του, η οποία τροφοδοτούσε την υπερηφάνεια, που ο έλληνας όφειλε να έχει για τον «εθνικό» πολιτισμό και την ιστορία της «φυλής», αλλά και για το αυτοκρατορικό παρελθόν της, προσέγγιση τόσο φορτισμένη συναισθηματικά, ώστε να χτίζεται η κοινοτική σχέση και τόσο άκριτη, ώστε να χτίζεται η πολιτική υποταγή, ο Σωτηρίου επιβραβεύτηκε, το 1936, με τον «Σταυρό των Ταξιαρχών του Β. Τάγματος του Φοίνικος» από τον βασιλιά Γεώργιο Β' και τον υπουργό Εξωτερικών Ι. Μεταξά.
Η βράβευση δεν αφορούσε μόνο στις αναμφίβολα ακαταπόνητες ανασκαφικές έρευνες και μελέτες του, αλλά και στον ρόλο του ως μεσάζοντα στην εξακολουθητική διαπλοκή των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας χάρη και στη στενή σχέση του με την Ιεραρχία, συνιστώσα σε θέση να καθορίζει αποφασιστικά την εθνική ταυτότητα και να συντηρεί, μέσω του βυζαντινισμού, τις αξίες των φεουδαρχικών στοιχείων, που επιβίωναν στο θεσμό της βασιλείας.
Αρχαιολογήσεις από τον στρατό
και άλλα ιδεολογήματα
Στην Ελλάδα, στο κλίμα απαξίωσης της πολιτικής, που είχε δημιουργήσει η δημοσιονομική κρίση του 1893, ο στρατός θεωρούνταν ο μόνος αξιόπιστος στην επαγρύπνηση των εθνικών συμφερόντων. Οργανώσεις σαν την βραχύβια «Εθνική Εταιρεία» και την εταιρεία «Ελληνισμός», η δεύτερη με περισσότερο φιλολογικό ενδιαφέρον, υπερασπίζονταν την παρέμβαση των αξιωματικών του στρατού στα εθνικά ζητήματα, επἐκριναν τους πολιτικούς για την αδράνειά τους στην υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» και επικαλούνταν την αρχαιότητα για έξοδο από το τέλμα.
Και ήταν το πόνημα του προέδρου της εταιρείας «Ελληνισμός» καθηγητή Καζάζη, που ορίσθηκε, από το Υπουργείο Στρατιωτικών, ως εγχειρίδιο Πολιτικής Αγωγής στη διδασκαλία των οπλιτών, το οποίο ενἐτασσε στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας τη Μικρά Ασία, διευκρίνιζε, πως παρότι «κατά τους νόμους της ιστορίας πἀσαι αι φυλαί του ανθρωπίνου γένους ακμἀζουσι και παρακμάζουσι» η ελληνική «εξαιρείται του νόμου τούτου» διατηρώντας, παρά τους κατακτητές, ανόθευτο τον «ελληνικό οργανισμό και χαρακτήρα», και εξηγούσε την «εκ φύσεως» ροπή του έλληνα στον εκπολιτισμό «εξ αρχαιοτάτων χρόνων». Δεινό παράδειγμα ο «μέγας λαών κατακτητής» Αλέξανδρος: Έχοντας εκστρατεύσει ως υπηρέτης της πατρίδας και του πολιτισμού απελευθέρωσε τους λαούς από τον δεσποτισμό της Ανατολής, «τους εξημέρωσε και τους εξεπολίτισεν, ενώ οι άλλοι διέσπειρεν καταστροφάς μόνον, έχθρας και μίση».
Βιασμοί, καταστροφές
Παρά την επινόηση των ιδεολόγων μιας φαντασιακής πατρίδας, που ζητούσε τη λύτρωσή της, η φήμη της προέλασης είχε τρομοκρατήσει τους στρατιώτες. Και παρότι είναι κατανοητοί οι λόγοι, που «επέβαλλαν» τέτοιες «αγιογραφίες», η πολυσέλιδη έκθεση του διοικητή της ΙΙΙ Μεραρχίας Γ. Κορτζά περιγράφει βιαιότητες κατά των φιλικών τούρκων της ενδοχώρας «εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να δικαιολογεί τις εν μέρει τας ενακολουθήσας κατόπιν βιαιοπραγίας κατά αμάχου πληθυσμού των χριστιανών κατοίκων της Μ. Ασίας». Ο διοικητής της Vης Μεραρχίας συνταγματάρχης Τριλίβας είχε επικρίνει, μετά το μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων στο Σεϊντή Γαζή, στρατιώτες και αξιωματικούς, που έσφαξαν, βίασαν, κατἐστρεψαν χωριά ‒φτωχικά χωριά, με καλυβόσπιτα από ωμοπλίνθους και ταράτσες από πηλό και άχυρα, σαν αυτά, που ο Κουρουνιώτης περιγράφει στις περιηγήσεις του.
Για τον αγρινιώτη φοιτητή ιατρικής, τραυματιοφορέα στην V Μοίρα, λοχία Αγαμέμνονα (Μέμο) Πολίτη, δικαίως οι τούρκοι αποκαλούσαν «Σεϊτάν Ασκέρ» τον ελληνικό στρατό, αφού κατά την υποχώρηση κατέστρεφε, ό,τι έβρισκε, «έμψυχον ή άψυχον», υπερβαίνοντας «τους άγριους λαούς εις όργια, εις λεηλασίας, εμπρησμούς, ατιμάσεις και κλοπάς»: Στο δρόμο για την Κιουτάχεια παραδόθηκαν «εις τα φλόγας και την λεηλασίαν όλα τα όμορφα χωριά, που συναντήσαμεν καθ' οδόν», ενώ και ένας διαξιφισμός με τούρκο χωρικό στο Σεϊντή Γαζή «έδωκεν αφορμή να τα πληρώσει το χωριό...». Κι «όλα αυτά, λόγω της αισχράς ανεκτικότητος των αξιωματικών μας» και της σκληρότητας του Διαδόχου και του Παπούλα, που «δικαίως κινδύνεψαν» στις 14 Αυγούστου στο Ουζούμπεη από τους τσέτες, θεία τιμωρία για τις αγριότητες εις βάρος των χωρικών, για τις οποίες ευθύνονταν. Ο Ανδρούτσος θυμάται τη διαταγή του διοικητή του Β' Σώματος Στρατού πρίγκιπα Ανδρέα για κάψιμο των χωριών, και πως αργότερα, ενώ τούρκος διοικητής ήθελε να βοηθήσει τους έλληνες αιχμαλώτους στον Κασαμπά, δεν του επιτρεπόταν, καθώς «ο ελληνικός στρατός τα κατέστρεψεν όλα κατά την οπισθοχώρησίν του, και τα πέρασεν όλα δια πυρός και σιδήρου».
|
Και ο Κουρουνιώτης διαπίστωσε τις διόλου σπάνιες φιλικές σχέσεις στρατιωτών «μετά των εντοπίων», και πως οι τούρκοι δυσφορούσαν όχι γιατί ήταν ελληνικός ο στρατός, αλλά με όποιο στρατό κι αν επίτασσε τα ζώα και τα σπίτια τους, ακόμα κι αν ήταν τουρκικός. Και είχε σχολιάσει, πως τα λαμβανόμενα μέτρα αξιωματικών ή υπαξιωματικών υπερέβαιναν «πολλάκις τα όρια της δικαιολογουμένης εκ των περιστάσεων σκληρότητας».
Με την άφιξη στο Κιοπρού-Χισάρ, που συνοδεύτηκε από βιαιοπραγίες, ο δεκανέας Πληζιώτης ειρωνεύεται τα «καλά και αγαθά της Ελευθερίας!! και του Πολιτισμού! Τέλος πάντων αυτή η προέλασις έγεινε να καταστρέψωμε αρκετά χωριά και κάμποσες χιλιάδες ήσυχων ανθρώπων». Το χωριό Πέλδος είχαν βρει έρημο. «Φεύγουν κι ακόμη φεύγουν [...] Καημένοι άνθρωποι! Ζούσαν, όπως κι αν έχει κάπως καλά, ήσυχα, όταν μίαν ωραίαν πρωίαν βλέπουν τους αδελφούς των έλληνας να έρχονται ως άγγελοι παρηγορίας και ελευθερωταί!!». Βάζει την επίμαχη λέξη σε εισαγωγικά: Χωριά, «τα οποία “απελευθερώσαμε” τοις προάλλες». Γίνεται ειρωνικός: «Λάσπη έως τα γόνατα, αλλά ποιος τα ψηφάει τέτοια πράγματα προ παντός, αφού είναι για την Πατρίδα!!! Είδα και ένα όνειρο, ότι ήταν μαζεμένοι όλοι οι αρχηγοί της ελληνικής επαναστάσεως, Μάρκος Μπότσαρης, Τζαβέλας, Κολοκοτρώνης και τα ρέστα, και έκαμαν συμβούλιον υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου. Έχει γούστο να σηκωθούν κι αυτοί και μαζί μας να εξακολουθήσουν τον απελευθερωτικόν αγώνα μας!!!!».
Για τον Ανδρούτσο, η προέλαση διεξάχθηκε σε περιοχές ολότελα εχθρικές: «Από Φιλαδέλφεια και επάνω πουθενά δεν συναντήσαμε έλληνα, διότι ελάχιστοι μόνο κατοικούσαν στο Εσκί-Σεχήρ και Αφιόν [...]. Ελληνισμός δεν υπήρχε εκεί γύρω». Και ο Αμπελάς παραδέχτηκε, πως δεν είχε νόημα η προέλαση, αφού δεν ζούσαν έλληνες στα βάθη της Ανατολίας και, σε αντίθεση με την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ιωνία, δεν έβρισκαν κανέναν να τους υποδεχθεί, κανένα συγκινητικό «καλώς ορίσατε», καμιά ελληνική λέξη. Μόνο μια δραματική εχθρική σιωπή, σπίτια κατάκλειστα με εχθρικές σκιές πίσω απ' τα πατζούρια και λιγοστοί διαβάτες φοβισμένοι στους δρόμους, ενώ κάπου-κάπου ακουγόταν το σύνθημα σαν επερχόμενη λαίλαπα, «Γιουνανλάρ γκελίορλαρ!» (Έρχονται οι έλληνες), ρίχνοντας την ψυχολογία των στρατιωτών η συνειδητοποίηση, πως έρχονταν ως κατακτητές εδώ, που δεν υπήρχαν έλληνες.
Εκ των υστέρων, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του εθνολογικού κριτηρίου, που απουσίαζε στην προέλαση: «δια την ύπαρξιν εθνικών δικαιωμάτων η ιστορία έχει αποδείξει, ότι είναι απαραίτητος ο εθνικός πληθυσμός», και για να «αναδημιουργηθούν τα ελληνικά εθνικά δικαιώματα» θα έπρεπε να είχε διαρκέσει η κατοχή στην ενδοχώρα όχι μόνο ένα έτος και μερικούς μήνες, αλλά περισσότερο, που θα της έδιναν «και πάλιν την ελληνικήν μορφήν».
Πριν το απόγειο του εθνικισμού
Η χετιτική αυτοκρατορία, ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της κοσμοπολίτικης προοπτικής του ανατολιακού κόσμου της ύστερης εποχής του χαλκού, αποσιωπούνταν από τους έλληνες μεγαλοϊδεάτες: Ο θρίαμβος της Μικράς Ασίας άρχιζε με την ελληνική παρουσία.
Κι όπως αυτοί παρέβλεπαν την παρουσία των χετταίων στα αιγαιακά παράλια, έτσι και οι τούρκοι λόγιοι, δημιουργοί της δικής τους εθνοϊστορικής θεωρίας, τούς επιδείκνυαν ως προπάτορές τους το 1921 και το 1922, σε άρθρα του αρχισυντάκτη Ιζζέτ Ουλβή στην εφημερίδα Ηakimiyeti Μillye: Προσδεμἐνος στον εθνικισμό, ο ανατέλλων αστικός τουρκικός κόσμος επικαλούνταν ως «εθνικά» συλλήβδην τα παρελθόντα της Ανατολίας απαντώντας στον ελληνικό εθνικισμό, που αποσιωπούσε πρωθύστερές του πολιτισμικές παρουσίες ή «ελληνοποιούσε» φρύγες, κάρες, λύκιους, λυδούς.
Με όχημα τον «ανατολιανισμό», την πίστη στη γενέθλια γη της Ανατολίας, που χαρακτήριζε και τον Ατατούρκ, οι χετταίοι έγιναν οι θρυλικοί πρόγονοι, κι έτσι διοχετεύτηκαν σ' έναν μεγάλο όγκο σελίδων στην τουρκική εκπαίδευση.
Η σύνδεση μαζί τους αποτελεί ως σήμερα τη βάση του τουρκικού εθνικισμού. Η γλυπτική αναπαράσταση του τουρκικού καταγωγικού σχήματος, σουλτάνος καθήμενος σε νεοχετιτικό μνημείο (φτερωτός λέοντας με κεφαλή χετταίου στρατιώτη) σε πολύβουο δρόμο στην Άγκυρα, στον ίδιο άξονα με το γλυπτό του έφιππου Μουσταφά Κεμάλ, δεν αφήνει τους περαστικούς να λησμονούν το δικό τους μακραίωνο παρελθόν, τους χετταίους και τους σουλτάνους. Παρά τις διενέξεις που εγείρονται, τα φονταμενταλιστικά ισλαμικά κινήματα κατηγορούν την κρατική πολιτική, που εξίσωσε στα μουσεία τα προϊσλαμικά ευρήματα (χετιτικά, ασσυριακά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά) με τα ισλαμικά.
Σύμβολα και διακοσμητικά μοτίβα επί χιλιετίες σε χρήση στην Ανατολή,
υιοθετήθηκαν ή/και παραλλάχθηκαν.
Ανάμεσά τους ο αποκαλούμενος «μαίανδρος», συνεχείς γραμμές,
που σχηματίζουν επαναλαμβανόμενες ορθές γωνίες ή σπειροειδή μοτίβα.
Παρότι συνδέθηκε αποκλειστικά με την αρχαιοελληνική τέχνη,
σχήματα σπειροειδή με καμπυλωτές γραμμές κοσμούσαν τους τοίχους ενός μικρού δωματίου στο Çatalhöyük της 6ης χιλιετίας, ζώνη ΤΡ, ανατολικός λόφος.
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Στάλες του ποταμού Πολιτισμός.
|
Επίλογος
Το εθνικό αφήγημα της Ελλάδας δεν είχε διάθεση να αναμετρηθεί με τους επιστημονικούς κανόνες. Η Μεγάλη Ιδέα, η κιβωτός του εθνικού κράτους, που παρείχε το ιδεολογικό οπλοστάσιο για την επέκτασή του, υποχρέωσε και τους έλληνες αρχαιολόγους να καταφθάσουν στη Μικρά Ασία, για να προσδιορίσουν μέσα από τα ευρήματα την υπέρ των ελλήνων διαφορά. Το αντίθετο θα σήμαινε έκπτωση του αείποτε ηγεμονικού ρόλου της Ελλάδας και των κυριαρχικὡν δικαιωμάτων της. Κι όσο πιο έντονη η αντίθεση ανάμεσα στον μύθο και το παρόν, στο ιδεατό και το πραγματικό, στην απαίτηση και στη δυνατότητα υλοποίησής της, τόσο πιο βάρβαροι οι οθωμανοί, πιο ζωντανά τα μνημεία, πιο δίκαιη η εκστρατεία και πιο επιθετικά τα ιδεολογήματα, που συλλήβδην εξελλήνιζαν την Ανατολή, περιορίζοντας στα καθ' ημάς την ιστορική ανατομία της.
Με πρωτοστατούσες τις «πνευματικές κορυφές», την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Ακαδημία ως τις δυο Αρχαιολογικές Εταιρείες και τους Φιλολογικούς Συλλόγους, οι οποίοι, μέσα από αβαθείς αναλύσεις, που περιστρέφονταν γύρω από τις πανάρχαιες μοναδικές και αναλλοίωτες αρετές της φυλής, κατέληγαν στην ύπαρξη του αρχαίου ελληνικού μικρασιατικού κράτους, που οι εχθροί είχαν σφετεριστεί. Να προστεθεί και ο μεγάλος ανακατασκευαστής της ιστορίας, ο αμεσότερος στη διάχυση ιδεολογιών και γι' αυτό ο καταλυτικότερος στο πεδίο αναπαραγωγής εθνικών και κοινωνικών στερεοτύπων, ο αστικός Τύπος, που εξαντλούσε την πληροφόρησή του στο «πόσο μακριά» είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός, απόλυτα εμπρηστικός, όταν επρόκειτο για τον «εθνικό εχθρό», αλλά καθησυχαστικός και ανούσιος για τις πολιτικές εξελίξεις, και με την επιστημονικοφανή γραφίδα, που είχε επισύρει το ειρωνικό σχόλιο του Σεραφείμ Μάξιμου: «Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός[...] σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε, πως όχι μονάχα ήτανε, μα και είναι ελληνικό».
Και αξιωματικοί θα παραδεχτούν, όταν όλα έχουν τελειώσει, πως το ιστορικό και το αρχαιολογικό κριτήριο, το άλλοθι της προέλασης, είχε υπάρξει ανεπαρκές: «Κι αν κάποτε έλληνες είχαν κατοικήσει εδώ, αφού τις τελευταίες χιλιετίες κατοικούν άλλοι λαοί αυτοί έχουν αποκτήσει εθνικά δικαιώματα. Αλλιώς ας διεκδικούσαμε τον Καύκασο και την Κολχίδα από όπου οι πρωτοέλληνες εξόρμησαν πριν από χιλιετίες. Γιατί στα βάθη της Φρυγίας, στον τομέα Σεϊντή-Γαζή, που είχε στρατοπεδεύσει η μεραρχία, έλληνες δεν κατοικούσαν πια. Όσο για τα σπασμένα μάρμαρα με ελληνικάς επιγραφάς, ναοί ηρειπωμένοι [...] αυτά ήσαν αι μόναι εκ πρώτης αντιλήψεως δια τον μαχόμενον ελληνικόν λαόν ασθενείς δικαιολογίαι του συνεχιζομένου πολέμου».
Η αστική ιστοριογραφία αποδέσμευσε την εκστρατεία από το πολιτικό σύστημα, που την οργάνωσε και που είχε συμφέροντα από αυτή, εγκλωβίζοντας την πολυπλοκότητα της φύσης του εγχειρήματος στη λέξη «καταστροφή» και στην αναπαραγωγή του «εθνικού τραύματος» με όλες τις μονόπλευρες συνδηλώσεις του. Υπήρχε κι εκείνο το επίμονο επιχείρημα, πως οι μικρασιάτες επί αιώνες τελούσαν υπό καθεστώς τυραννικό και ανέμεναν τη διάσωσή τους.
Ξεφυλλίζοντας το χρονικό της περιοδείας του Κουρουνιώτη, τον βρίσκουμε να κάνει μια σύντομη στάση στο Σουσούζκιοϊ, στο καφενεδάκι, που «εκρατούσαν συντροφικά εντός μικράς καλύβης τούρκος εντόπιος χωρικός και ξένος χριστιανός γνωστός μόνον με το όνομά του Κυριάκος». Αναρωτιέται κανείς πώς αντιλαμβανόταν ο Κυριάκος την «τουρκική τυραννία» του μητροπολίτη Χρυσόστομου, τον «κτηνώδη τουρκικό λαό» του Σπύρου Μελά, τον «αγριώτερον δυνάστην, τον οποίον εγνώρισε ποτέ η ανθρωπότης» του στρατηγού Δαγκλή, το «αιμοβόρο θηρίο» του επιχειρηματικού κόσμου.
Τα ιδεολογήματα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ελίτ, αυθαίρετα και υπεροπτικά, χτίζονταν στα ανήλιαγα αναγνωστήρια και στα σαλόνια των διασκέψεων, που κράταγαν απ' έξω την καθημερινότητα όπου πραγματικά δοκιμάζονταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Αποκαλύπτονταν όμως έτσι οι αντινομίες της ελληνικής εθνικής συγκρότησης και ο βαθμός της επινόησής της. Γιατί η συνιστορία των λαών της Μικράς Ασίας ακύρωνε τη βεβαιότητα του διαρκούς μίσους ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το οποίο κορυβαντιούσαν οι πολιτικοί, ο Κλήρος, ο αστικός Τύπος.
Πλήθος πηγών αποκαλύπτουν, πως γενικότερα στις προ-εθνικές κοινωνίες δεν υπήρξε η δυαδική τομή, που διακινεί ο εθνικός λόγος. Από τα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα, που ύψωσε το 717 τζαμί ‒«μαγίσδιον»‒ στην Κωνσταντινούπολη για τους μουσουλμάνους της, ως την Τραπεζούντα του 1900, που κούρδοι χόρευαν για την Ανάσταση γεμίζοντας κίτρινο και κόκκινο χρώμα τον αέρα.
Η γερόντισσα Κωνσταντινιά, από το χωριό Εσμές κοντά στη Νικομήδεια, θυμόταν, που «με τους τούρκους ήμασταν σαν αδέλφια»: Στους γάμους, στα βαφτίσια και σ' όλες τις ελληνικές γιορτές ήταν πάντα μαζί μας, γλεντώντας και κερνώντας, και σκορπώντας λεφτά. Το ίδιο έκαναν οι έλληνες στις τουρκικές χαρές.
Ο Μπομόν, που εκδήλωνε σε κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή του για την «τουρκική φυλή», διαπίστωνε, πως στη Σμύρνη η «πλειοψηφία των τούρκων ζη άριστα μετά των ελλήνων και αρμενίων, ενασχολούμενη με μικροεργασίας με τους όνους και καμήλους της».
Ο στρατιώτης Παρασκευαΐδης είχε παρατηρήσει στη Μανταμάδο, πως «τούρκοι κι έλληνες περνούν πολύ αγαπημένα, είναι καλοδεχτικοί πρόσχαροι και πολύ χουβαρντάδες» και ο Μπουασονά στην Κωνσταντινούπολη γοητεύεται από τις «παράδοξες καταστάσεις. Έλληνες και τούρκοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα. Έλληνες από αντίθετες παρατάξεις. Γάλλοι, που αγνοούν τους έλληνες».
Ο Αναστάς Ήλογλου από τη Φιλαδέλφεια θυμάται, που φτάνοντας στη Σμύρνη για να αναχωρήσει «με ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο τη Μεγάλη Τρίτη του 1923», ένας από τους «τούρκους συνοδούς μας ‒λοχίας‒ με αγκάλιασε και με φίλησε: "Εύχομαι καλό ταξίδι"».
Οι καππαδόκες είχαν ζήσει τόσο αρμονικά, ώστε χριστιανοί και μουσουλμάνοι να τελούν τις λατρείες τους διαδοχικά στην ίδια εκκλησία, τη λαξευτή του αγίου Μάμα στη Μαμασό, κι αν πιστέψουμε μια μαρτυρία, φορές οι λειτουργίες γίνονταν συγχρόνως. Κι όπως η Φιλιώ Χαϊδεμένου από τα Βουρλά είχε σχολιάσει, «εμείς στη Μ. Ασία με τους τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας».
Στη στροφή των κοσμοϊστορικὡν γεγονότων περιμένει πάντα ο «μακρύς» 19ος αιώνας, που έβαψε το σούρουπό του με το αίμα των Μεγάλων Ιδεών, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο για τα αναπάντητα ερωτήματα της Ιστορίας. Η μόνη βεβαιότητα, που μας παραχωρεί, είναι η εξοικείωση με τη ρητορική των «ισχυρών», που δρουν «σπλαχνικά» επάνω στους αφανείς με τα μικρά όνειρα και τα μεγάλα βάρη. 'Ενας αντίλογος, περίπου, και δικαίως, θα έλεγε, «έπρεπε να ήσουν εκεί. Δεν θα καταλάβεις αυτή την εποχή αν δεν την έζησες».
Όμως στην πραγματικότητα, αιχμή του δόρατος δεν ήταν οι πρωταγωνιστές του, αλλά όσοι ακονίζουν τα ίδια πολιτικά και ιδεολογικά όπλα σήμερα.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο αποτελείται
από αποσπάσματα από το υπό κρίση βιβλίο.