®1Greek Τα Γρεκάνικα (Κατωιταλική ή Γρεκάνικη διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει Ιταλικά στοιχεία και ομιλείται...
®1Greek
Τα Γρεκάνικα (Κατωιταλική ή Γρεκάνικη διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει Ιταλικά στοιχεία και ομιλείται στη Μεγάλη Ελλάδα της Νότιας Ιταλίας. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλική. Η Κατωιταλική είναι σε κάποιον βαθμό κατανοητή από τους ομιλητές της Ελληνικής γλώσσας, όπως είναι και φυσικό αφού οι ρίζες των δυο γλωσσών είναι οι ίδιες.
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της διαλέκτου, σύμφωνα με την πρώτη τα γρεκάνικα προέρχονταιι από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.Η δεύτερη θεωρία λέει πως οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στην ορθότητα της δεύτερης θεωρίας συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός δωρισμών της Κατωιταλικής.
Τη διάλεκτο μιλούν οι κάτοικοι στις Γραικάνικες κοινότητες στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με τον συνολικό αριθμό του γρεκάνικου πληθησμού να φτάνει τις 40.000. Επίσης, στην Καλάβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γρεκάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.
Η Ιταλική βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο ως «εθνική και γλωσσική μειονότητα», με την ονομασία Minoranze linguistiche Griche dell'Etnia Griko-Salentina (Γλωσσική μειονότητα της Γκρικο-Σαλεντίνικης εθνότητας).
Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλική είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρία Φαραντούρη έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γρεκάνικα. Αντίθετα η διάλεκτος αυτή δεν έχει να δείξει πολλά σημαντικά πράγματα στον γραπτό λόγο.
Όσο αφορά στα γλωσσικά χαρακτηριστικά της διαλέκτου, ο δωρικός χαρακτήρας των ελληνικών αποικιών τής Καλαβρίας και της Απουλίας, καθώς και η μικρή επαφή με τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο, έχουν συμβάλει στη διατήρηση αρχαϊσμών, ενώ η συνάντηση με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους, έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο λεξιλόγιο των (λίγων πλέον) φυσικών ομιλητών της.
Σύμφωνα με έρευνες για τα ελληνικά που μιλιούνται στην Απουλία και την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Από την έρευνα προκύπτει ότι περί τις 10 με 12 χιλιάδες άτομα μιλούν Ελληνικά στα ελληνόφωνα χωριά των δύο αυτών περιοχών. Πρόκειται για τις διαλέκτους "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", ένα κράμα ελληνικών και ιταλικών.
Μολονότι η χρήση της ελληνικής αυτής διαλέκτου δεν έχει αναγνωριστεί νόμιμα από το επίσημο κράτος, και μόνο ευκαιριακά η οδική σηματοδότηση είναι δίγλωσση, στην Καλαβρία το τοπικό σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα.
Στην Απουλία, τα Ελληνικά δεν χρησιμοποιούνται στα νηπιαγωγεία, παρά το γεγονός ότι οι τοπικοί κανονισμοί επιτρέπουν στους γονείς να ζητούν και σ' αυτά τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στα δημοτικά σχολεία, η κατάσταση διαφέρει από κοινότητα σε κοινότητα. Σε δύο πόλεις τα Ελληνικά διδάσκονται από το 1978, επισήμως σε πειραματική βάση για 15 ώρες τη βδομάδα, από την πρώτη τάξη και για όλο τον κύκλο του δημοτικού σχολείου.
Στην Καλαβρία, τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται σποραδικά στα νηπιαγωγεία, συνήθως με πρωτοβουλία των γονιών των παιδιών. Στη δημοτική εκπαίδευση, διδάσκονται τρεις ώρες τη βδομάδα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ευκαιριακά διδάσκονται σαν ξεχωριστή ύλη.
Οργανώνονται επίσης μαθήματα ελληνικής γλώσσας για τους κατοίκους των ελληνόφωνων χωριών που θέλουν να μάθουν τα ελληνικά
. Μερικοί τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν κάπου-κάπου εκπομπές στη διάλεκτο "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", αλλά όχι και οι τοπικοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Στην Καλαβρία εκδίδονται δύο εφημερίδες στα Ελληνικά με τη χρηματική βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην Απουλία διάφορες ιταλικές εφημερίδες δημοσιεύουν ευκαιριακά και άρθρα στην ελληνική γλώσσα. Διαδομένη είναι η ελληνική μουσική, ενώ διάφορα ερασιτεχνικά θεατρικά συγκροτήματα δίνουν παραστάσεις στα ελληνικά. Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας.
Ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού οι νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά. Οι προσπάθειες οι οποίες γίνονται επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της διατήρησης του ελληνικού ιδιώματος της Καλαβρίας. Τα ελληνικά της Καλαβρίας, που είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής, διατηρήθηκαν για αιώνες και δεν πρέπει να χαθούν. Επειδή, όμως, δεν είναι γραπτή γλώσσα, κινδυνεύουν.
Η ομοιότητα των γρεκάνικων με τα ελληνικά φαίνεται στο εξής παραδείγμα:
Tis alatrei me aleae e kkanni poddi ssitar
Όποιες με γελάδες οργώνει, πολύ καρπό δεν κάνει
I glossa en exi steata ce steata iklanniΗ γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
Τα γρεκάνικα αν δεν τα στηρίξουν η Ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός δεν θα ζησουν για πολύ ακόμα. Οι δύσκολες στιγμές που περνάνε ξεχασμένοι από όλους εμάς αποτυπώνονται στις μαρτυρίες των ομιλιτών της γλώσσας:
H Κατερίνα Μυλωνά εκπρόσωπος των κατοίκων λέει: «Η γλώσσα και η κουλτούρα μας έχουν τη ρίζα στην Ελλάδα. Βοηθήστε μας να σώσουμε τα γκρεκάνικα, ένα πολύτιμο θησαυρό που δημιουργήθηκε πριν 2.700 χρόνια, τη γλώσσα των προγόνων μας. Προσπαθούν να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν 13 πολιτιστικοί σύλλογοι από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στην Κάτω Ιταλία.»
Για την ενίσχυση της προσπάθειάς τους ζητούν τη συμβολή της ελληνικής και ιταλικής κυβέρνησης αλλά και τη συνεργασία Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων συλλόγων από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Εξάλλου, πρόκειται για μια γλώσσα που έχει κρατήσει εδώ και 2.700 χρόνια και θα ήταν μεγάλη απώλεια για όλο τον κόσμο αν χανόταν. «Παλεύουμε από το 1968 για αυτό το σκοπό, πρώτα από όλα μέσα από την οικογένεια και τα σχολεία ενώ θεωρούμε πως πρέπει να γίνει μια ολόκληρη μελέτη πάνω στη γλώσσα. Είναι κρίμα να χαθεί αυτός ο θησαυρός», αναφέρει. Μέχρι σήμερα, εκτός από τις επαφές και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, έχουν εκδώσει λεξικά, γραμματική και συντακτικό των γκρεκάνικων, εκδόσεις που αποτελούν πολύτιμο εργαλείο και για τους πανεπιστημιακούς.
«Σήμερα η γλώσσα είναι προφορική, τώρα, όμως, υπάρχουν βιβλία οπότε μπορεί να μελετηθεί σε σχολεία και Πανεπιστήμια», τονίζει ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Apodiafazzi, κ. Carmello G. Nucera.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι άνθρωποι ξέχασαν να χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο και έγραφαν με λατινικούς χαρακτήρες.
Η ομοιότητα των γρεκάνικων με τα ελληνικά φαίνεται στο εξής παραδείγμα:
Tis alatrei me aleae e kkanni poddi ssitar
Όποιες με γελάδες οργώνει, πολύ καρπό δεν κάνει
I glossa en exi steata ce steata iklanniΗ γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
Τα γρεκάνικα αν δεν τα στηρίξουν η Ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός δεν θα ζησουν για πολύ ακόμα. Οι δύσκολες στιγμές που περνάνε ξεχασμένοι από όλους εμάς αποτυπώνονται στις μαρτυρίες των ομιλιτών της γλώσσας:
H Κατερίνα Μυλωνά εκπρόσωπος των κατοίκων λέει: «Η γλώσσα και η κουλτούρα μας έχουν τη ρίζα στην Ελλάδα. Βοηθήστε μας να σώσουμε τα γκρεκάνικα, ένα πολύτιμο θησαυρό που δημιουργήθηκε πριν 2.700 χρόνια, τη γλώσσα των προγόνων μας. Προσπαθούν να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν 13 πολιτιστικοί σύλλογοι από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στην Κάτω Ιταλία.»
Για την ενίσχυση της προσπάθειάς τους ζητούν τη συμβολή της ελληνικής και ιταλικής κυβέρνησης αλλά και τη συνεργασία Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων συλλόγων από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Εξάλλου, πρόκειται για μια γλώσσα που έχει κρατήσει εδώ και 2.700 χρόνια και θα ήταν μεγάλη απώλεια για όλο τον κόσμο αν χανόταν. «Παλεύουμε από το 1968 για αυτό το σκοπό, πρώτα από όλα μέσα από την οικογένεια και τα σχολεία ενώ θεωρούμε πως πρέπει να γίνει μια ολόκληρη μελέτη πάνω στη γλώσσα. Είναι κρίμα να χαθεί αυτός ο θησαυρός», αναφέρει. Μέχρι σήμερα, εκτός από τις επαφές και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, έχουν εκδώσει λεξικά, γραμματική και συντακτικό των γκρεκάνικων, εκδόσεις που αποτελούν πολύτιμο εργαλείο και για τους πανεπιστημιακούς.
«Σήμερα η γλώσσα είναι προφορική, τώρα, όμως, υπάρχουν βιβλία οπότε μπορεί να μελετηθεί σε σχολεία και Πανεπιστήμια», τονίζει ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Apodiafazzi, κ. Carmello G. Nucera.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι άνθρωποι ξέχασαν να χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο και έγραφαν με λατινικούς χαρακτήρες.
Η νέα προσπάθεια αναβίωσης της γλώσσας ξεκίνησε το 1950 και έγινε με λατινικούς χαρακτήρες γιατί οι ελληνικοί ήταν εντελώς ξένοι για τους Γκρεκάνους.
Παράλληλα, υπάρχουν κοινωνικοί λόγοι για τους οποίους η γλώσσα φτωχαίνει και απομονώνεται καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να τη θεωρούν ταμπού και να μην την εξελίσσουν.
Μένει, λοιπόν, στις κατώτερες τάξεις, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους και παύει η γλωσσική εξέλιξη, παγώνει και αρχίζει να φτωχαίνει και παραμένει ως σήμερα με αυτή τη μορφή. Όμως, το γεγονός ότι η περιοχή της Καλαβρίας ήταν απομονωμένη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας. Τώρα, όμως, η απομόνωση αυτή δε βοηθάει την προσπάθεια των συλλόγων για τη διάδοσή της.
Σήμερα είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι της περιοχής όταν μιλάνε με άλλους μιλάνε στα ιταλοκαλαβρέζικα, το ιδίωμα της περιοχής, μεταξύ τους μιλάνε στα γκρεκάνικα ενώ οι ταμπέλες τους είναι σε τρεις γλώσσες, τα ιταλικά, ελληνικά και γκρεκάνικα.
Οι παραπάνω σύλλογοι και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που παλεύουν για να σωθεί η γλώσσα των προγόνων τους ζητούν τη στήριξη της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης προκειμένου να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια που θα έχει αποτέλεσμα. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουν μια σειρά από δράσεις που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Κατ αρχάς, καθοριστική θα ήταν η συμβολή των Πανεπιστημίων, όπως της Κρήτης, που θα μπορούσαν να προωθήσουν την προσπάθεια αυτή μέσα από προγράμματα ανταλλαγών ή κάποια μεταπτυχιακά σχετικά με τα γκρεκάνικα. «Ένα εργαλείο κλειδί για αυτή την προσπάθεια θα ήταν η μετάφραση στα ιταλικά ενός μνημειώδους έργο του γλωσσολόγου, Αναστάσιου Καραναστάση, που υπάρχει έχει εκδοθεί από την ακαδημία Αθηνών», εξηγεί ο κ. Carmello G. Nucera.
«Είναι ζήτημα πολιτισμού να μην πεθάνει μια γλώσσα που και σήμερα είναι ζωντανή μετά από 2.700 χρόνια», τονίζει. Αναφέρει, επίσης, πως είναι σημαντικό να δημιουργηθεί κάτι σταθερό καθώς «τα λόγια φεύγουν με τον άνεμο». Για αυτό πρέπει να υπάρχει μια συνεργασία μεταξύ Ν. Ιταλίας και Ελλάδας σε επίπεδο και εμπορικό, να δημιουργηθούν ναυτικοί δίαυλοι επικοινωνίας.
«Είμαστε Έλληνες στον πολιτισμό. Η ιστορία μας δεν ξεκίνησε χθες αλλά πριν 2.700 χρόνια. Στην ψυχή και την καρδιά νιώθουμε Έλληνες αλλά στην πράξη είμαστε Ιταλοί. Είμαστε όμως Έλληνες στον πολιτισμό και την κουλτούρα», συμφωνούν όλοι. Εξάλλου, το τελευταίο γραπτό, όπου οι κάτοικοι της Καλαβρίας δήλωναν ότι ήταν Έλληνες ήταν επίσημο έγγραφο του Κράτους από το 1921.
«Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε ποτέ σύνορα αλλά πάντα ήταν λαός του κόσμου», αναφέρουν.
Τέλος, τονίζουν πως «ελπίζουμε με την παρουσία μας εδώ να έχουμε αφήσει κάποιους σπόρους ώστε αυτές οι σχέσεις να ανθίσουν» και προτείνουν να γίνουν αδελφοποιήσεις μεταξύ δήμων ή πολιτιστικών συλλόγων ώστε να υπάρξει συνέχεια σε αυτή την προσπάθεια επικοινωνίας της Ν. Ιταλίας με την Ελλάδα.
Ενα τραγούδι της Mimma Nucera, στη γλώσσα των Ελλήνων της Καλαβρίας
I glossama en ecchi na petheni. [H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi [Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu [ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega [η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu. [ήτο πάντα ελληνική.]
Ce arte, lego ego: [και άρτι (αμέσως), λέγω εγώ:]
iati' i guvernaturi [γιατί οι κυβερνώντες]
thelusi na chathi [θέλουσι να χαθεί]
i glossa tu grecani? [η γλώσσα του Ελληνα;]
Ecini fenonde manacho' ste votazioni [Εκείνοι, φαίνονται (=αρχ. παρουσιάζονται) μονάχοι στις εκλογές]
ce ulli crazzondo fili ce cumparidi, [και όλοι κράζωνται φίλοι και γνωστοί (κουμπάροι<κόμβος= δεσμός/δέσιμο)]
podo' ti tteglionni to bdomadi [κι όταν τελειώνει η εβδομάδα]
en agronizzu pleo canena. [δεν γνωρίζουν πλέον κανέναν.]
Afudatema esi cali' christianima [Βοηθείστε μας (οφελήστε μας),εσείς καλοί μου χριστιανοί]
pu iste ode delemmeni [που είστε όλοι δουλεμμένοι (εξαπατημένοι/εκμεταλλευμένοι) ]
na some stili stin addi ghenia [να παραδώσουμε στύλη (πινάκιο γραφής) στην άλλη γενιά]
ti glossama ce ta pramata to pappumma. [τη γλώσσα μας και τα πράγματα του παππού μας.]
Mimma Nucera
«Είσαι Γκρίκο; Εμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος». Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι των ελληνοφώνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, υποδέχονται σήμερα τους Έλληνες. Ταυτόχρονα απευθύνουν μια δραματική έκκληση προς κάθε αρμόδια Αρχή της μητέρας Ελλάδας, η οποία φαίνεται συχνά να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή τους. Όμως, οι Γκρεκάνοι φωνάζουν γεμάτοι υπερηφάνεια με όλη τους την ψυχή: «Είμαστε Γκρέτσοι, γιατί έχομε το ίντιο αίμα τσε την ίδια γκλώσσα». Ποιος έχει δικαίωμα να μείνει αδιάφορος αντιμετωπίζοντας αυτό το αγωνιώδες μήνυμα;
Λίγα ταξίδια μπορούν πραγματικά να παρουσιάσουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες ταξιδιώτες, όσο μια περιήγηση στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, περιοχές οι οποίες αποτέλεσαν, ως γνωστόν, πεδίο εκπληκτικής αποικιακής δραστηριότητας του αρχαίου ελληνισμού, κυρίως τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τους Τούρκους (οι οποίοι με επιμέλεια αποκρύπτουν το ελληνικό παρελθόν των τουριστικών περιοχών, όπως των παραλίων της Μ. Ασίας) οι Ιταλοί ευτυχώς αποκαλούν ακόμη και διαφημίζουν την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ως «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Grecia).
Το όνομα αυτό εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. Η μεγάλη άνεση του χώρου της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας σε σχέση με τη στενότητα του κυρίως ελλαδικού, πιθανώς ήταν η αιτία για το όνομα. Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «Graeci» για τους Έλληνες και έχει οπωσδήποτε σχέση με τους Βοιωτούς Γραίους.
Οι απομονωμένοι Έλληνες της Καλαβρίας και της Απουλίας διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους.
Η ονομασία αυτή οφείλεται όχι μόνο στον πλούτο, την πυκνότητα και την ομορφιά των μνημείων που δημιούργησαν εκεί οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, αλλά και στην πολιτιστική και οικονομική επικράτηση των Ελλήνων έναντι άλλων πολιτισμών, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή.
Με εξαίρεση τη Συρία, όπου υπάρχουν αρχαιότητες οκτώ διαφορετικών πολιτισμών, δεν υπάρχει άλλος τόπος στον κόσμο, ο οποίος να στολίζεται με μνημεία τόσων πολλών και ποικίλων πολιτισμών, οι οποίοι μάλιστα αλληλοεπηρεάσθηκαν και συγχωνεύθηκαν κατά τον πιο παράδοξο και ταιριαστό τρόπο. Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Νορμανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί κ.ά. άφησαν στα μέρη αυτά σπουδαία δείγματα των πολιτισμών τους και μνημεία που δείχνουν αυτή την αλληλεπίδραση. Κανείς, όμως, από τους πολιτισμούς αυτούς δεν άφησε ζωντανή μέχρι σήμερα την παράδοση του, εκτός από τον ελληνικό.
Αυτό ισχύει για τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας (Σαλέντο) στην Κάτω Ιταλία, όπου ακόμη και σήμερα διατηρείται άσβεστο το ελληνικό πνεύμα, μαζί με την ελληνική γλώσσα, η οποία εξελισσόμενη διαφορετικά μέσα στις συνθήκες της Ιταλίας έδωσε μια άλλη διάλεκτο, τα λεγόμενα «Γκρεκάνικα» (στην Καλαβρία) ή «Γκρίκο» (στην Απουλία).
Οι απομονωμένοι - για διαφόρους λόγους, οι οποίοι αναλύονται στη συνέχεια - Έλληνες των δύο αυτών περιοχών διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους, η οποία μέχρι σήμερα διέσωσε πολλές αρχαίες λέξεις και εκφράσεις. Πρόκειται για μια μοναδική στον κόσμο όαση αρχαιοελληνικής πολιτισμικής επιβίωσης, μαζί με εκείνη των φυλών Καφίρ στο Αφγανιστάν και Καλάς στο βόρειο Πακιστάν (στις δύο τελευταίες, όμως, δεν διατηρήθηκε η αρχαιοελληνική γλώσσα).
Τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι εννέα (Γκαλλιτσανό, Αμεντολέα ή Αμυγδαλέα, Κοντοφούρι, Ροχούδι, Χωρίο Ροχούδι, Βουνί ή Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Χωρίο Βουνίου, Βούα ή Βονά (Μπόβα) και Γυαλός του Βούα - Bova Marina ή Φούντακας), αλλά στην ευρύτερη ορεινή περιοχή του βουνού Ασπρομόντε υπάρχουν αρκετά ακόμη με ελληνικά ονόματα (Βασιλικό, Στύλος, Πενταδάκτυλο, Καταφόριο, Ιέραξ (Τζεράτσε), Πολύστενα κ.α.)
Σε απόσταση 600 χλμ, στην περιοχή της Απουλίας, (Σαλέντο), νοτίως του Λέτσε (Lecce, το οποίο ήταν γνωστό ως «Φλωρεντία του Νότου» ή «Αθήνα της Απουλίας») υπάρχουν άλλα εννέα ελληνόφωνα χωριά (Καλημέρα, Ματάνο, Μαρτινιάνο, Κοριλιάνο ντ’ Ότραντο, Καστρινιάνο ντεϊ Γκρέτσι, Τζολίνο, Σολέτο, Στερνατία και Μελπινιάνο) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική άποψη και με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές με τα χωριά της Καλαβρίας. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο περιοχών είναι αυτή η μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα, η οποία επέζησε 27 ολόκληρους αιώνες μέσα από τα τοπωνύμια, τα τραγούδια, τις παραδόσεις και τα έθιμα των κατοίκων τους.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Ο σύγχρονος γλωσσολόγος ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη Θεωρία του Γ. Χατζιδάκι περί αδιάλειπτης συνέχειας της γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά παρατηρήσεων:
1. Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα = νησίδα, τράφο= τάφρος, αγιολούπο = αιγίλωψ (άγρια βρώμη) κ.ά.
2. Η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος > σκίφος, ψαλίς > σπαλίς.
3. Η γλώσσα των ελληνοφώνων διατηρεί σπάνια αρχαία σημασιολογικά στοιχεία, διαφορετικά στη νεοελληνική, π.χ. το ρήμα σηκώνω δεν έχει τη σημασία του υψώνω (νεοελλ.) αλλά την αρχαία, δηλ. φυλάσσω σε κλειστό χώρο.
Η γλώσσα, βέβαια, εμπλουτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με λέξεις του λεξιλογίου της Εκκλησίας, π.χ. Πασκαλία = Πάσχα, Πιφανεία = Επιφάνεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησίν = αγάπη, όστρια = έχθρα κ.ά. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από την ανάγκη του εμπλουτισμού της γλώσσας κατά τη μακροχρόνια απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τα γκρεκάνικα, όμως, εκτός από τις αρχαιοελληνικές ρίζες τους και τον βυζαντινό εμπλουτισμό παρουσιάζουν μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή εξαιτίας και των λεξιλογικών δανείων τους από την ιταλική γλώσσα, τα οποία ενσωματώθηκαν αφού ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η ιταλική λέξη bicchiere (ποτήρι) έγινε το μπικέρι, του μπικεριού κλπ.
Έτσι, το ιδίωμα των ελληνοφώνων έχει προσλάβει έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή ή την κρητική διάλεκτο.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Μια ιστορική αναδρομή στις ρίζες των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας βοηθά και στη διερεύνηση του προβλήματος της καταγωγής τους, καθώς και της εξέλιξης της γλώσσας τους. Κατά τον Ηρόδοτο (7, 170) οι πρώτοι Ελληνες έφθασαν στην Ιταλία από την Κρήτη, ενώ κατά τον Στράβωνα οι πρώτες εγκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Ο πραγματικός ελληνικός αποικισμός, ωστόσο, άρχισε τον 8ο και κορυφώθηκε τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Οι αποικίες που ιδρύθηκαν στην Κάτω Ιταλία (ο Τάρας, το Ρήγιο, η Κύμη, 1 Ελέα, η Ηράκλεια, η Ποσειδώνια, η Σύβαρις, ο Κρότων, το Μεταπόντιο κ.ά.) από αποίκους διαφόρων περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας ήκμασαν επί αιώνες σε όλους τους τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.
Το αρχαίο ελληνικό όνομα της σημερινής Καλαβρίας ήταν Ιταλία ή Οινωτρία, ενώ Καλαβρία οι Έλληνες ονόμαζαν τότε τη σημερινή Απουλία. Στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, όπως τεκμηριώνεται από αρχαιολογικές ανασκαφές, έγιναν μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών από τα παράλια προς την ενδοχώρα και την οροσειρά του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, ενώ η ελληνική γλώσσα κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο έγινε επίσημη γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να υποβαθμίζεται από τη λατινική.
Αργότερα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους σε ορισμένα τμήματα της Κάτω Ιταλίας (Καλαβρία, Οτράντο), ακόμη κι όταν έχασαν τη Σικελία από τους Άραβες (823 μ.Χ.). Πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το γεγονός ότι σε αυτά τα μέρη οι Βυζαντινοί βρήκαν πολλά και σημαντικά κατάλοιπα ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι αποδέχθηκαν τη βυζαντινή κυριαρχία. Σ’ αυτούς προστέθηκαν επίσης Βυζαντινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειες τους, αλλά και οι Έλληνες πρόσφυγες από το εξαρχάτο της Καρχηδόνας (Β. Αφρική) και από τη Σικελία, μετά την κατάληψη τους από τους Άραβες. Εξάλλου, οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους συνέβαλαν στις μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αποδεικνύουν και οι λαϊκές παραδόσεις των ελληνοφώνων.
Από τον 5ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά κατά καιρούς να γνωρίσει μεγάλη ακμή λόγω των αλλεπάλληλων νέων εποικισμών από ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από τον ελλαδικό χώρο, την Κωνσταντινούπολη, τη Μ. Ασία και τις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Αιτίες υπήρξαν η δράση των μονοφυσιτών, επιδρομές αραβικών και σλαβικών φύλων και θρησκευτικές έριδες με αποκορύφωμα τους διωγμούς της Εικονομαχίας (726 - 843 μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία ένα πλήθος εικονόφιλων μοναχών, κληρικών αλλά και λαϊκών κατέφυγε στις ελληνόφωνες περιοχές.
Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια στους Έλληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Άραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με 15.000 Έλληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της σηροτρο φίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις, αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη αιώνες.
Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη θρησκευτική τους αυτονομία και την Ορθοδοξία τους βίαια: στη μεν Καλαβρία με προδοσία (1574), στη δε Απουλία μετά από δολοφονία (1621).
Ειδικότερα, στην Καλημέρα ο τελευταίος Έλληνας επίσκοπος δολοφονήθηκε από τους Λατίνους και κατά συνέπεια η Εκκλησία περιήλθε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του Οτράντο. Αντίστοιχα, στην Μπόβα (Καλαβρία) ο πρώτος ιερέας που δέχθηκε να λειτουργήσει στα λατινικά, ο Salvatore Seviglia, αποκλήθηκε Giuda (προδότης). Οι Έλληνες όμως της Καλαβρίας δεν έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥΣ
Το ορθόδοξο τυπικό στη θρησκεία των ελληνοφώνων μπορεί να ξεριζώθηκε μετά από διωγμούς πάσης φύσεως, η γλώσσα τους όμως διατηρήθηκε πεισματικά μέσα από την προφορική παράδοση. Το 1802 ο Άγγλος περιηγητής John Chetwode Eustace «ανακάλυψε» τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Αργότερα δημοσίευσε τις εντυπώσεις του, με στοιχεία της «περίεργης» διαλέκτου, ανακινώντας το ζήτημα του ιδιώματος τους. Οι ίδιο οι ελληνόφωνοι, λόγω της απομόνωσης τους, δεν γνώριζαν την ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της καταγωγής τους, την οποία αντιλήφθηκαν μόνο μετά τις πρώτες επισκέψεις επιστημόνων ερευνητών. Όταν το θέμα εξαπλώθηκε διεθνώς, άρχισε και η διατύπωση ποικίλων θεωριών σχετικά με την καταγωγή τους, η βάση των οποίων είναι κυρίως γλωσσολογική, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά δεδομένα.
Το 1870 και το 1878 ο Ιταλός γλωσσολόγος Giuseppe Morosi δημοσίευσε δύο πολύ επιμελημένες μελέτες σχετικά με την «γκρεκάνικη» διάλεκτο, όπου υποστηρίζει ότι το ιδίωμα είναι νεοελληνικό και ότι οι ελληνόφωνοι της Απουλίας προέρχονται από Βυζαντινούς εποίκους του 9ου - 11ου αιώνα, ενώ της Καλαβρίας από εποίκους του 11ου - 12ου αιώνα, στηριζόμενος στην παρατήρηση ότι από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα υπάρχει ένα χάσμα της γραπτής παράδοσης στις περιοχές αυτές. Πρώτος ο Έλληνας γλωσσολόγος Γ Χατζιδάκις, στις 11 Μαρτίου 1899, αντέκρουσε τη θεωρία αυτή υποστηρίζοντας τη συνέχεια της γλώσσας στην Κάτω Ιταλία από την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Τη θεωρία του G. Morosi υποστηρίζουν οι γλωσσολόγοι Battisti, Alessio, Or. Parlangeli, H. Pernot, Ιακ. Διζικιρλικης κ.ά., ενώ αυτή του Γ. Χατζιδάκι οι Gerhard Rohlfs (Γερμανός καθηγητής και ένθερμος φιλέλληνας, ο οποίος έκανε την Κ. Ιταλία δεύτερη πατρίδα του πραγματοποιώντας επί 60 χρόνια γλωσσολογικές έρευνες), Σταμ. Καρατζάς, Σ. Καψωμένος, Αγγ. Τσοπανάκης, Αναστ. Καραναστάσης κ.ά.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών πιστεύουν ότι παρά τις προσμείξεις και τα νεώτερα γλωσσικά δάνεια, ο βασικός πυρήνας τους αποτελείται από απογόνους των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας του β’ αρχαιοελληνικού αποικισμού και ότι δεν έχουν σχέση με τους νεώτερους Έλληνες πρόσφυγες «που τους χάλασαν τη γλώσσα», όπως υποστηρίζουν οι εντόπιοι «λόγιοι». Χρησιμοποιούν τη λέξη Griko (γρήκος, λατιν. Graecus), η οποία δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και γράφουν τις ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες.
Πρέπει οπωσδήποτε να τονισθεί ότι αυτή η διάλεκτος αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μόνο με τον προφορικό λόγο και επιβίωσε τόσους αιώνες εξαιτίας τις απομόνωσης των πληθυσμών αυτών. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ελάχιστη επαφή και επικοινωνία με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ επικρατούσε η ενδογαμία. Επί εποχής Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να εξαλείψει τις εθνικές μειονότητες του ιταλικού κράτους, η φασιστική προπαγάνδα έπαιξε αρνητικό ρόλο.
Οι συνθήκες, όμως, άλλαξαν. Η φοίτηση στα ιταλικά σχολεία και η στρατιωτική θητεία είναι πλέον υποχρεωτική, εφόσον παρά το παρελθόν τους οι κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι Ιταλοί πολίτες. Οι μετακινήσεις και οι επαφές με τον ιταλικό πληθυσμό - μέσα από την καθημερινή ζωή και την επιρροή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας - είναι πλέον εύκολες και απαραίτητες, καθώς κοινωνική και η οικονομική οργάνωση είναι τελείως διαφορετικές.
Έτσι, σήμερα ο κίνδυνος εξαφάνισης του γκρεκάνικου ιδιώματος είναι πια ολοφάνερος. Στα εννέα χωριά της Καλαβρίας ζουν περίπου 20.000 κάτοικοι, από τους οποίους μόνο οι 4.000 - 4.500 καταλαβαίνουν και πολύ λιγότεροι μιλούν τη γλώσσα, οι γεροντότεροι. Μόνο στο Γκαλλιτσανό των 200 περίπου κατοίκων η γκρεκάνικη διάλεκτος ομιλείται ακόμη και από τα παιδιά. Στην Απουλία, όπου οι ελληνόφωνοι είναι καλύτερα οργανωμένοι, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, αλλά παραμένει προβληματική (από τους 45.000 κατοίκους, 20.000 ομιλούν γκρεκάνικα).
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ
Στην Καλαβρία τα χωριά είναι «σκαρφαλωμένα» στις άγριες πλαγιές του Ασπρομόντε, 70 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρηγίου, πρωτεύουσας του νομού. Παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλειστών, απομονωμένων κοινωνιών: προβληματικό βιοτικό επίπεδο και, ως αναπόφευκτη συνέπεια, μετανάστευση και εγκατάλειψη του τόπου, η οποία είναι εμφανέστατη σε κάθε βήμα του επισκέπτη. Εκεί οι άνθρωποι ζουν στο πτωχότερο, ίσως, μέρος της Ευρώπης, με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και ασχολούνται με την καλλιέργεια σιτηρών, αμπελιών και ελαιών. Ορισμένοι εξελίχθηκαν σε δημόσιους υπαλλήλους (κυρίως στη δασική υπηρεσία), δασκάλους, ιατρούς και εμπόρους. Η κυριότερη όμως ελπίδα για την παραμονή των νέων στην περιοχή είναι η ανάπτυξη του τουρισμού.
Στην Απουλία οι συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες. Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται σε μια εύφορη πεδιάδα γεμάτη από αμπέλια, οπωροφόρα, ελιές και φυτείες καπνού, με μικρές βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου, κάρβουνου και οικοδομικών υλικών, μικρά εργοστάσια χειροτεχνίας και κεραμοποιίας, καθώς και ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Έτσι έχουν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ένα βιοτικό επίπεδο αρκετά υψηλό.
Κατά τις επαφές με τους ελληνόφωνους και των δύο περιοχών, είτε πρόκειται για απλούς βοσκούς και αγρότες, είτε για δασκάλους και καθηγητές, όπως ο πρώην υπεύθυνος του Κέντρου Ελληνόφωνων Σπουδών στη Bova Marina, Elio Cotronei, και ο σημερινός διάδοχος του Filippo Vidi, μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά την αγωνία και τον προβληματισμό τους για τη συνεχή συρρίκνωση της γλώσσας τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες και την πορεία της στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι ενέργειες των Γκρεκάνων περιλαμβάνουν διαβήματα στις Αρχές, αδελφοποιήσεις με διάφορους δήμους της Ελλάδας, εκτύπωση της πρώτης Γκρεκάνικης Γραμματικής, έκδοση μικρών εφημερίδων και περιοδικών, εκκλήσεις σε ξένους οργανισμούς, δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων με ελληνικό όνομα, οργάνωση διεθνών συνεδρίων (ώστε να ανταλλαγούν απόψεις από τους ειδικούς επιστήμονες, όπως γλωσσολόγους, λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους κ.ά.), ακόμη και την έκδοση μιας πλούσιας ποιητικής συλλογής Με περισσότερα από 100 ποιήματα 30 σύγχρονων ποιητών από τις περιοχές αυτές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η σύγχρονη ελληνόφωνη ποίηση της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη μεγάλη λυρική παράδοση της αρχαιότητας.
Ευτυχώς οι νεώτεροι ελληνόφωνοι μετά από μια περίοδο κατά την οποία αισθάνονταν κάπως μειονεκτικά (π.χ. κατά τη δεκαετία του 1970 όλοι ήθελαν να ξεχάσουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη αλλά όλες τις διαλέκτους, καθώς η τάση που κυριαρχούσε ήταν ότι η γλώσσα που έπρεπε να μάθουν ήταν η αγγλική), τελικά συνειδητοποιώντας τον γλωσσικό τους πλούτο, άρχισαν να αισθάνονται ξανά υπερήφανοι για την καταγωγή, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Πάντως το ιταλικό κράτος, σκόπιμα ή όχι, αδρανεί. Τουλάχιστον η απόφαση του ιταλικού κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 1998 να αναγνωρίσει τα γκρεκάνικα ως προστατευόμενη γλώσσα ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη διάσωση της.
Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δείχνει ευτυχώς μια ευαισθησία για τη διατήρηση αυτού του ιδιαίτερου ιδιώματος και έχουν εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα κυρίως για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελλάδα (σήμερα έξι στην Απουλία και τέσσερις στην Καλαβρία), διδάσκουν τα παιδιά κυρίως νέο ελληνικά, ενώ το μάθημα πρέπει να γίνεται και στο ελληνόφωνο ιδίωμα, ώστε να διασωθεί. Στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε υπάρχει εκτός από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας και Τμήμα για τα γκρίκο, ώστε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.
Εκτός από τη γλώσσα, ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αξίζει μελέτης, είναι η νοσταλγική μουσική τους. Ο ρυθμός των τραγουδιών τους είναι είτε γρήγορος και εορταστικός είτε αργός και κατανυκτικός. Οι ελληνόφωνοι έχουν παραμύθια, μύθους, ιστορίες, μοιρολόγια, αφηγήματα σαν γνήσιοι Έλληνες, αλλά διακρίνονται ιδιαίτερα στο τραγούδι. Είναι φιλόξενοι, υπερήφανοι, ευγενικοί και η καλλιτεχνία τους είναι έμφυτη. Το κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο τους συνδέει όλους, είναι ο δεσμός με την οικογένεια, ο σεβασμός στα μέλη της και ειδικά στους γεροντότερους. Ο έρωτας και η κτητικότητα, η οποία τον συνοδεύει, συνδέει τους ανθρώπους για όλη τη ζωή τους. Και, βέβαια, ενώ τη γυναίκα την χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον για την οικογένεια και η καλοσύνη, τον άντρα τον χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα η τιμή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη έχουν καταμετρηθεί και είναι περίπου 60. Συνήθως βρίσκονται κοντά στα σύνορα κρατών. Οι γκρεκάνοι της Κάτω Ιταλίας αποτελούν ένα σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι Ιταλοί πολίτες, οι οποίοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τις ρίζες τους με την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνισμό, συνδέοντας πολιτισμικά τις δύο χώρες.
Από μια ιδιοτροπία της Ιστορίας και της γεωγραφίας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας απέμειναν δύο ελληνόφωνες νησίδες. Μοναδικός θησαυρός τους είναι η γλώσσα τους. Αν χάσουν την ιδιαίτερη αυτή διάλεκτο και αρχίσουν να ομιλούν τη νεοελληνική θα αποτελέσουν ένα τουριστικό αξιοθέατο στην Κάτω Ιταλία, χωρίς ρίζες, ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Η ύπαρξη, όμως, των ελληνόφωνων χωριών δεν είναι ένας μύθος για τουριστική εκμετάλλευση.
Αλλά οι τοπικοί παράγοντες και οι ελληνόφωνοι δεν είναι απαισιόδοξοι. Η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών δεν σημαίνει για τους ίδιους ότι η γλώσσα και η συνείδηση τους πεθαίνουν, εφόσον όλο και περισσότεροι νέοι δείχνουν ενδιαφέρον για τη γλώσσα των προγόνων τους.
Για μας οι περιοχές αυτές δεν αποτελούν απλώς μια ανάμνηση, ένα απέραντο μουσείο, γιατί μουσείο είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός πολιτισμού. Ας ελπίσουμε ότι η κατάσταση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας θα καταστεί αναστρέψιμη, ότι θα καταφέρουν για μια ακόμη φορά να διασώσουν την παραδοσιακή τους διάλεκτο και την Ορθόδοξη παρουσία εκεί και ότι θα παραμείνουν κατά τον 21ο αιώνα ζωντανά μνημεία του σπουδαίου ιστορικού τους παρελθόντος και μοναδικές στον κόσμο οάσεις αρχαιοελληνικών γλωσσικών επιβιώσεων.
Τα στοιχεία βρέθηκαν απο
http://navi-patra.blogspot.gr/2010/12/magna-grecia.html
http://magnagrecia.wikispaces.com/%CE%97+%CE%B3%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1
COMMENTS