Ένα παραμύθι για μεγάλους, αλλά και για μικρούς. Ήταν κάποτε ένα παιδάκι, που όπως όλα τα παιδάκια του κόσμου, είχε πολλές απορίε...
Ένα παραμύθι για μεγάλους, αλλά και για μικρούς.
Ήταν κάποτε ένα παιδάκι, που όπως όλα τα παιδάκια του κόσμου, είχε πολλές απορίες κι έκανε συνεχώς ερωτήσεις στους γύρω του. Οι γονείς, ο δάσκαλος, τα άλλα παιδάκια, οι γείτονες, του απαντούσαν πάντοτε σε όλες του τις απορίες.
Όμως, υπήρχε μια ερώτηση που ποτέ κανείς δεν του έδινε απάντηση: «Ποια είναι η αλήθεια;». Και ενώ όλοι έλεγαν: «Πρέπει πάντα να λέμε την αλήθεια», «Είναι καιρός να βρεις την αλήθεια» και άλλα παρόμοια, κανείς δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει ποια είναι τελικά η αλήθεια.
Έτσι, μια μέρα, αφού σιγουρεύτηκε ότι στον τόπο του δεν θα βρει απάντηση στην ερώτησή του, αποφάσισε να φύγει και να γυρίσει τον κόσμο μέχρι να βρει την αλήθεια.
Ο κόκορας του γείτονα λαλούσε καμαρωτός πάνω στον φράχτη. «Να, κάποιος που δείχνει να τα ξέρει όλα.» σκέφτηκε το παιδί.
«Καλέ μου κόκορα, ξέρεις ποια είναι η αλήθεια;» τον ρώτησε.
«Ο ήλιος που βγαίνει κάθε αυγή, αυτή είναι η αλήθεια. Κι εγώ την καλωσορίζω! Κόκορίκοοο!».
Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό του, συνάντησε ένα πουλί. «Πουλάκι μου, μικρό, ποια είναι η αλήθεια;» το ρώτησε.
«Η ελευθερία είναι η αλήθεια.» είπε το πουλί και πέταξε ψηλά.
Μπαίνοντας στο μεγάλο δάσος, είδε κάτι λουλουδάκια. Πλησίασε και τα ρώτησε «Ποια είναι η αλήθεια;». Τότε ένα του απάντησε: «Το άρωμά μου είναι η αλήθεια!» και όλα μαζί βάλθηκαν να μεθύσουν το παιδί με τη μυρωδιά τους.
Όμως το παιδί είχε μπερδευτεί. «Πρέπει να ρωτήσω και αλλού» σκέφτηκε.
«Ποια είναι η αλήθεια;» ρώτησε το δέντρο που ήταν δίπλα του. «Ρώτα τον αέρα, αυτός ξέρει». Και ρώτησε τον αέρα, τον ξαναρώτησε, αλλά το μόνο που άκουγε ήταν το θρόισμα των φύλλων των δέντρων.
Προχώρησε, μέχρι που βρήκε μια λιμνούλα κι έκατσε να ξεκουραστεί. Ένας βάτραχος τον κοίταζε επίμονα και το παιδί τον ρώτησε «Ποια είναι η αλήθεια;».
«Το νερό είναι η αλήθεια, αυτό μας δίνει ζωή!» είπε ο βάτραχος κι έκανε μια θεαματική βουτιά στη λίμνη.
Και περπατούσε, περπατούσε μέχρι που νύχτωσε. Βρήκε μια μικρή σπηλιά και σκέφτηκε «ό,τι πρέπει είναι εδώ για να περάσω τη νύχτα». Καθώς ξάπλωσε να κοιμηθεί, είδε στο ταβάνι της σπηλιάς ένα τσούρμο νυχτερίδες.
«Ποια είναι η αλήθεια;» τις ρώτησε.
«Το φως είναι η αλήθεια. Όταν θα μπορώ να ζω στο φως, θα ζω στην αλήθεια» του απάντησε μία. Κι αποκοιμήθηκε. Την επομένη, συνέχισε να ψάχνει για κάποιον που θα μπορούσε να απαντήσει στην ερώτησή του.
Ήταν, ήδη, πολύ μακριά από το σπίτι του, μα δεν τον ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που είχε σημασία, ήταν να βρει την αλήθεια. Άρχισε να βλέπει γύρω του ζώα που δεν είχε ξαναδεί και σκέφτηκε πως αυτά ίσως νά ‘ξεραν τελικά την αλήθεια.
«Ποια είναι η αλήθεια;» ρώτησε έναν ελέφαντα.
«Η αλήθεια είναι η δύναμη» του απάντησε ο ελέφαντας και συνέχισε αργά τον δρόμο του.
Την επόμενη μέρα συνάντησε ένα λιοντάρι. «Ποια είναι η αλήθεια;» το ρώτησε.
«Η μάχη, ο αγώνας για το κοπάδι, το θηλυκό, την επιβίωση. Αυτή είναι η αλήθεια!» είπε το λιοντάρι κι έφυγε για κυνήγι.
Μετά από πολλές ώρες συνάντησε μια στρουθοκάμηλο. Αυτή, μόλις είδε το παιδί, έχωσε το κεφάλι της στο χώμα. «Ποια είναι η αλήθεια;» ρώτησε τη στρουθοκάμηλο.
Αυτή έβγαλε το κεφάλι από την τρύπα και είπε: «Αλήθεια είναι μόνο ό,τι βλέπει το μάτι σου» κι έχωσε πάλι το κεφάλι της στην τρύπα.
Λίγο πριν πέσει η νύχτα, το παιδί καθισμένο στην άκρη μιας απέραντης πεδιάδας είδε μια φωλιά μυρμηγκιών. Πλησίασε, αλλά αυτά συνέχισαν βιαστικά να μαζεύονται στη φωλιά τους για το βράδυ. Έπιασε ένα και το ρώτησε «Ποια είναι η αλήθεια;».
«Η ομάδα είναι η αλήθεια. Να κάνει ο καθένας σωστά τη δουλειά του, για να επιβιώσουμε όλοι».
Έτσι το παιδί πέρασε μέρες και νύχτες, ταξιδεύοντας και ρωτώντας, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα.
«Τι γυρεύεις μικρούλη;» του είπε ένας γλάρος που πετούσε πάνω απ’ τα βράχια. «Ψάχνω να βρω την αλήθεια» είπε το παιδί.
«Αχ! Κι εγώ αυτήν ψάχνω συνεχώς!».
«Δηλαδή, ξέρεις ποια είναι;».
«Φυσικά και ξέρω! Το φαΐ είναι η αλήθεια. Όταν από κάτω σου υπάρχει ο ωκεανός και από πάνω σου ο απέραντος ουρανός, η μόνη αλήθεια που βρίσκεις είναι τα ψάρια. Ούπς! Μόλις είδα ένα. Άντε γεια!» και βούτηξε βιαστικά για να αρπάξει ένα ψάρι. Κι έμεινε το παιδί μόνο κι ακόμα πιο μπερδεμένο, να κοιτάει τη θάλασσα.
«Ποια είναι η αλήθεια;» ρώτησε το βράχο που πατούσε. «Μήπως ξέρεις εσύ, που είσαι ο γεροντότερος από όλους όσους έχω συναντήσει ως τώρα;».
«Η φωτιά είναι η αλήθεια. Είναι αυτή που με γέννησε» είπε ο βράχος. Κι εκεί που σκεφτόταν τα λόγια του βράχου, το παιδί είδε μια φάλαινα να πλησιάζει το βράχο όπου στεκόταν.
«Τι έχεις καλή μου φάλαινα; Δείχνεις πολύ στενοχωρημένη» είπε το παιδί.
«Έχω χάσει τον δρόμο μου, γι’ αυτό είμαι λυπημένη. Ψάχνω ένα μέρος που κάθε φάλαινα ψάχνει να βρει σ’ όλη της τη ζωή και όταν το βρει δεν ξαναγυρίζει πίσω».
«Μήπως είναι η αλήθεια;».
«Ναι, είναι η αλήθεια. Μα για να τη βρω πρέπει να διασχίσω αυτή τη θάλασσα».
«Μπορώ να έρθω μαζί σου;».
«Μπορώ να σε οδηγήσω ως τη χώρα των πάγων, αν θες, αλλά ακόμα κι αν βρω αυτό το μέρος, την αλήθεια, δεν επιτρέπεται να σε πάω εκεί. Είναι ιερός τόπος και δεν επιτρέπονται ξένοι».
Το παιδί σκέφτηκε πως ίσως η αλήθεια βρισκόταν στη χώρα των πάγων, γι’ αυτό και ήταν τόσο δύσκολο τελικά να βρεθεί. Και ήταν, σίγουρα, πολύ τυχερό που συνάντησε κάποιον για να του δείξει τον δρόμο.
Έτσι, η φάλαινα ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Το παιδί πήρε μια βάρκα και ξεκίνησε κι αυτό. Μετά από πολλές μέρες έφτασε στη χώρα των πάγων. Μόλις συνάντησαν τα πρώτα παγόβουνα, η φάλαινα έκανε μια βουτιά στα παγωμένα νερά και χάθηκε.
Το παιδί πλησίασε με τη βάρκα του ένα παγόβουνο που επάνω του έπαιζαν και γλιστρούσαν χαρωπά μερικοί πιγκουΐνοι.
«Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;» είπε στον πιο ζωηρό απ’ όλους.
«Τι θέλεις φίλε μου; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;».
«Έφτασα ως εδώ για να βρω την αλήθεια. Μπορείς να μου δείξεις το δρόμο για τον ιερό τόπο των φαλαινών, προτού παγώσω;».
«Τον ιερό τόπο των φαλαινών; Χα χα χα χα! Καλέ, εκεί έχει μόνο κόκαλα! Ποιος σου είπε πως εκεί θα βρεις την αλήθεια;».
«Συνάντησα μια φάλαινα και αυτή μου το είπε».
«Χα χα χα χα! Τι να ξέρει η φάλαινα! Εμένα έπρεπε να ρωτήσεις. Εγώ, την έχω βρει την αλήθεια! Πάω, μάλιστα, τώρα να τη συναντήσω».
«Μπορώ να έρθω μαζί σου;».
«Ο έρωτας είναι η αλήθεια. Να γλιστράς και να κάνεις τούμπες με την αγάπη σου πάνω σ’ ένα παγόβουνο. Αυτή είναι η αλήθεια! Δεν μπορείς όμως να έρθεις μαζί μου. Στους δύο, τρίτος δεν χωρεί! Καλή τύχη! Εύχομαι να βρεις σύντομα την αλήθεια σου» είπε ο πιγκουΐνος κάνοντας τσουλήθρα από το παγόβουνο, για να καταλήξει στα παγωμένα νερά. Το παιδί ξεκίνησε αμέσως από τη χώρα των πάγων, για έναν πιο ζεστό τόπο, προτού γίνει παγάκι.
Έτσι, πέρασαν μέρες και νύχτες ταξιδεύοντας στη θάλασσα, μέχρι που άραξε σε έναν όμορφο και ήμερο τόπο. Το πρώτο πλάσμα που βρήκε, ήταν ένας τυφλοπόντικας μπροστά στη φωλιά του.
«Ποια είναι η αλήθεια;» τον ρώτησε το παιδί.
«Η γη είναι η αλήθεια, χωρίς αυτή δεν θα υπήρχα. Είναι το σπίτι μου» είπε ο τυφλοπόντικας και χώθηκε στη γη.
Λίγο πιο πέρα, βρέθηκε σ’ έναν αγρό με στάχυα. «Ποια είναι η αλήθεια;» τα ρώτησε.
«Το δόσιμο είναι η αλήθεια. Να δίνεις, χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση» του απάντησαν όλα μαζί και χόρεψαν σα μαλλιά που ανεμίζουν, για να το αποχαιρετήσουν.
Προχώρησε, μέχρι που κουράστηκε και αποφάσισε να περάσει τη νύχτα του, στην άκρη ενός κτήματος, δίπλα σε ένα φυτεμένο μποστάνι. Λίγο πιο κει, ήταν ένα σκουλήκι που άνοιγε τρύπες στο χώμα. Αφού το παρατήρησε αρκετά, το ρώτησε: «Ποια είναι η αλήθεια;».
Και το σκουλήκι απάντησε: «Ο θάνατος είναι η αλήθεια, τρεφόμαστε απ΄ αυτόν, μεγαλώνουμε και ζούμε βιώνοντάς τον.» και μπήκε σε μια απ’ τις τρύπες που είχε ανοίξει και δεν ξαναφάνηκε.
Το πρωί, ξύπνησε από ένα γαργάλημα στη μύτη. Ήταν ένα κουνέλι που τον μύριζε.
«Ποιος είσαι εσύ;» είπε το κουνέλι.
«Είμαι περαστικός από τα μέρη σας. Ψάχνω να βρω την αλήθεια. Μήπως εσύ ξέρεις ποια είναι;» απάντησε το παιδί.
«Να γεννάς είναι η αλήθεια! Να δημιουργείς! Πάω τώρα να ταΐσω τα παιδιά μου» είπε το κουνέλι και χάθηκε ανάμεσα στα μαρούλια.
Κι έτσι το παιδί συνέχισε το δρόμο του, μέσα από κτήματα και περιβόλια, ώσπου κάποια στιγμή του τράβηξαν την προσοχή κάτι περίεργοι και άσχημοι ήχοι.
Ήταν κάτι παγώνια που περπατούσαν καμαρωτά, έκραζαν και έκαναν επίδειξη τα υπέροχα φτερά τους.
«Ποια είναι η αλήθεια;» τα ρώτησε.
«Η ομορφιά είναι η αλήθεια. Κοίτα τα φτερά μου τι όμορφα που είναι!» είπε ένα από αυτά. Και το παιδί, αφού τα θαύμασε, συνέχισε το δρόμο του.
Καθώς έπεσε η νύχτα, το παιδί έμεινε στην πλαγιά ενός βουνού και κοίταγε τα αστέρια.
Ήταν πολύ λυπημένο που ακόμα δεν είχε βρει κάποιον να του πει ποια είναι η αλήθεια ή, για να το πω αλλιώς, όλοι όσοι συνάντησε, είχαν να πουν ο καθένας την δική του αλήθεια. Όλοι ήταν σωστοί, μα ήταν και λάθος.
Αυτό έψαχνε για την Αλήθεια, τη μία και μόνη. Και κανείς προς το παρόν δεν είχε βρεθεί για να του την πει.
Κοιτάζοντας τα αστέρια δακρυσμένο, τους είπε δυνατά: «Εσείς που είστε ψηλά και βλέπετε όλον τον κόσμο, πέστε μου ποια είναι η αλήθεια;».
Δεν πήρε όμως απάντηση και συνέχισε με παράπονο. «Μα γιατί δεν μου μιλάτε επιτέλους; Είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο, για να ασχοληθείτε μαζί μου;».
«Η σιωπή είναι η αλήθεια» είπαν τα αστέρια και δεν ξαναμίλησαν.
Το πρωί απάντησε στο δρόμο του ένα σκύλο. «Ποια είναι η αλήθεια;» τον ρώτησε.
«Η συντροφιά είναι η αλήθεια. Έλα να γίνουμε φίλοι! Εσύ θα με φροντίζεις κι εγώ θα σε προσέχω» είπε ο σκύλος κουνώντας την ουρά του.
«Δεν είναι στη συντροφιά η αλήθεια που γυρεύω. Σε ευχαριστώ. Αντίο!» είπε το παιδί κι έφυγε.
Ανεβαίνοντας το βουνό, που είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο δύσβατο, έκατσε να ξεκουραστεί στη σκιά ενός γέρικου δέντρου. Μέσα στην κουφάλα του, κοιμόταν ένα φίδι κουλουριασμένο.
«Καλό μου φιδάκι, συγγνώμη που σε ξυπνάω. Μήπως ξέρεις ποια είναι η αλήθεια;» είπε το παιδί διστακτικά.
«Το όνειρο είναι η αλήθεια. Άσε με τώρα να κοιμηθώ» είπε το φίδι και ξανακοιμήθηκε. Κι έτσι το παιδί συνέχισε το δρόμο του, ώσπου λίγο πριν βραδιάσει, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη σπηλιά.
«Καλό μέρος για να βγάλω τη νύχτα…» σκέφτηκε κι αποκοιμήθηκε σε μιαν άκρη.
Το πρωί με το φως, είδε πως η σπηλιά, ήταν πολύ πιο μεγάλη από όσο νόμιζε. Συνεχιζόταν βαθιά μες το βουνό, εκεί που το φως χανόταν και μετά… σκοτάδι.
«Ποια είναι η αλήθεια;» φώναξε δυνατά και η ηχώ, του επανέλαβε την ερώτησή του αμέτρητες φορές.
«Πω πω! Τι βάθος έχει!» σκέφτηκε το παιδί. Και τότε η σπηλιά του απάντησε: «Η αλήθεια βρίσκεται στο τέλος του δρόμου. Μπες μέσα και ψάξε. Όσο πιο βαθιά πας, τόσο πιο κοντά σε αυτήν θα είσαι».
Όμως, ο μικρός φοβήθηκε. Του φάνηκε πολύ δύσκολο να μπει εκεί στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, χωρίς φως.
Κι αν είχε τέρατα; Κι αν είχε γκρεμούς; Κι αν η σπηλιά είχε κάνει λάθος όπως και όλοι οι άλλοι που είχε συναντήσει;
Έτσι αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο του.
Λίγο πριν την κορυφή του βουνού, συνάντησε έναν ασκητή που προσευχόταν. Είχε πολύ καιρό να κάνει αυτήν την ερώτηση σε άνθρωπο, αλλά αυτός του φάνηκε σοφός και φωτισμένος.
«Ποια είναι η αλήθεια;» τον ρώτησε.
«Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ» είπε απλά ο ασκητής και συνέχισε να προσεύχεται. Και το παιδί έφυγε από ‘κεί με την καρδιά του βαριά. Δάκρυα του ήρθαν στα μάτια. Απελπισμένο, σκεφτόταν πως γύρισε όλον τον κόσμο, αλλά κάθε πλάσμα είχε τη δική του αλήθεια να του πει. Και ήταν σίγουρο πια, πως δεν υπήρχε τίποτε άλλο να μάθει σε αυτόν τον κόσμο.
Με αυτές τις σκέψεις, έφτασε στην κορυφή του βουνού. «Ίσως, τελικά, να μην υπάρχει αλήθεια» σκέφτηκε κι εκείνη τη στιγμή, είδε έναν άγγελο να το πλησιάζει.
«Φύγε!» του είπε το παιδί. «Είσαι ένα ψέμα, μια οπτασία. Εγώ, έψαχνα μόνο την αλήθεια, αλλά δεν τη βρήκα πουθενά. Φύγε!».
Και ο άγγελος τού απάντησε: «Η αλήθεια είναι η αγάπη. Η αλήθεια βρίσκεται μέσα μας».
Και όλα έγιναν φως.
Ένα παραμύθι της Φωτεινής Τυράσκη
COMMENTS