Στον καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας,παρακατω δίνονται εξηγήσεις για την προέλευση γνωστών φράσεων ...
Στον καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε διαχρονικές φράσεις λαϊκής σοφίας,παρακατω δίνονται εξηγήσεις για την προέλευση γνωστών φράσεων που χρησιμοποιούμε συχνά.
Τι είναι το ξεφτέρι;
Ξεφτέρι ονομάζεται το γεράκι. Οι Βυζαντινοί εκπαίδευαν τα γεράκια, τα οποία ήταν κυνηγετικά πτηνά - «συνοδοί» και βοηθοί των ευγενών στο κυνήγι, που ήταν απαραίτητη ασχολία της αριστοκρατίας. Οι εκπαιδευτές των γερακιών ονομάζονταν φαλκωνάριοι (φάλκων = πολεμικό γεράκι, -αριος, -αριον = παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα, λατινικής προέλευσης).
Τι είναι το φελέκι;
Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έκπληξη μπροστά σε ένα σπουδαίο γεγονός.
Η λέξη «καφάσι», που έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε κυριολεκτικά για το πλαστικό τελάρο, στα τούρκικα (kafa) σημαίνει κεφάλι, κρανίο.
Λέγεται ότι η έκφραση ξεκίνησε να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, όταν κάποιος χτυπούσε κάποιον άλλο, τόσο δυνατά, που ένιωθε σαν να του έχει φύγει το κεφάλι. Σιγά, σιγά η έκφραση πήρε τη μεταφορική της έννοια που γνωρίζουμε.
Πώς προήλθε η φράση «Κάνε τουμπεκί»
Καβάλησε το καλάμι
Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Πάντως οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον Αγησίλαο.
Και να η ιστορία: Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του. Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή τη στάση. Ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα. Βέβαια, στην πάροδο των χρόνων άλλαξε η ερμηνεία του. Αυτό συμβαίνει και σε πάρα πολλές άλλες παροιμιώδεις εκφράσεις.
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος – η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών. Μια άλλη εκδοχή, πολύ παλιότερη λέει ότι: «Ο Βύζας που έχτισε το Βυζάντιο ανήγειρε και τείχη που είχαν μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα. Αν κάποτε μια σάλπιγγα ή φωνή ανθρώπου ή ζώου ακουγόταν, αμέσως ο ήχος αυτός μεταβιβαζόταν στον αμέσως επόμενο πύργο και ούτω καθεξής. Αλλά και ο ένας από τους εφτά πύργους του Βύζα ονομαζόταν πύργος του Ηρακλή και έκανε ακουστά τα μυστικά των εχθρών, που ήταν έξω από τα τείχη και τα μετέδινε στους πολιορκούμενους.
Κάθομαι στ’ αγκάθια
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωρία με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωρία. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ’ όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ’ αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ’ ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.
Τι είναι το ξεφτέρι;
Ξεφτέρι ονομάζεται το γεράκι. Οι Βυζαντινοί εκπαίδευαν τα γεράκια, τα οποία ήταν κυνηγετικά πτηνά - «συνοδοί» και βοηθοί των ευγενών στο κυνήγι, που ήταν απαραίτητη ασχολία της αριστοκρατίας. Οι εκπαιδευτές των γερακιών ονομάζονταν φαλκωνάριοι (φάλκων = πολεμικό γεράκι, -αριος, -αριον = παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα, λατινικής προέλευσης).
Τι είναι το φελέκι;
Η λέξη «φελέκι» προέρχεται από την αντίστοιχη τουρκική λέξη «felek», που σημαίνει τύχη, μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό. Η λέξη «felek», προέρχεται με την σειρά της, από την αραβική λέξη «falak», που σημαίνει «ουράνια σφαίρα».
Τι σημαίνει η φράση «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει;»
Τι σημαίνει η φράση «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει;»
Κολαούζος ονομάζεται ο οδηγός, δηλαδή αυτός που προπορεύεται και δείχνει το δρόμο προς έναν τόπο. Συνεπώς, όταν ένα χωριό φαίνεται, δεν χρειαζόμαστε οδηγό για να μας οδηγήσει εκεί, αφού το βλέπουμε. Η ερμηνεία της εν λόγω παροιμίας, είναι πως όταν κάτι είναι πασιφανές, πρόδηλο και ευκολονόητο, είναι περιττή κάθε επεξήγηση.
Πώς προήλθε η φράση «κάνει την πάπια;»
Πώς προήλθε η φράση «κάνει την πάπια;»
Στο Βυζάντιο υπήρχε το αξίωμα του «παπία», που δεν ήταν άλλος από τον κλειδοκράτορα του παλατιού. Ο παπίας έχαιρε ιδιαίτερων προνομίων και ευνοίας από τον αυτοκράτορα και είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με εκείνον και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του. Επί αυτοκρατορίας του Βασιλείου Β’ (Βουλγαροκτόνου), παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, ένας άνθρωπος ύπουλος, πονηρός, διπρόσωπος, συκοφάντης και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλλει τους πάντες, ακόμη και τον αδελφό του, τον Συμεών. Έτσι, κατάντησε το φόβητρο όλων, όταν όμως κάποιος του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός υποκριτικά προσεποιείτο τον ανίδεο και τα μάτια του βούρκωναν… Η στάση αυτή του παπία Χανδρινού, έγινε αφορμή για την επικράτηση της φράσης «ποιεί τον παπία» και με μια μικρή εκλαϊκευμένη παραλλαγή: «κάνει την πάπια», που σημαίνει ότι κάποιος φέρεται υποκριτικά και προσποιείται τον ανήξερο, ενώ είναι υποψιασμένος για κάτι.
Τι είναι το «καταπέτασμα» στη φράση «έφαγε το καταπέτασμα;»
Τι είναι το «καταπέτασμα» στη φράση «έφαγε το καταπέτασμα;»
Καταπέτασμα ονομάζεται το τραπεζομάντιλο. Η φράση «έφαγε το καταπέτασμα» λέγεται για κάποιον, ο οποίος είναι τόσο λαίμαργος, ώστε μπορεί να φάει ακόμα και το τραπεζομάντιλο! Ωστόσο, τη λέξη «καταπέτασμα», συναντάμε και στην ακολουθία των Παθών της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ακούγεται το χωρίο «καὶ ἰδού τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπό ἄνωθεν ἔως κάτω». Στην εκκλησιαστική ορολογία, λοιπόν, το καταπέτασμα ήταν ένα παραπέτασμα, το οποίο στο ναό του Σολομώντος, στην Ιερουσαλήμ, χώριζε τα λεγόμενα «Άγια» των Αγίων από τον κυρίως ναό.
Τι είναι η «μπαλακλάβα;»
Τι είναι η «μπαλακλάβα;»
Πρόκειται για λέξη ρωσικής προέλευσης. «Μπαλακλάβα» ονομάζεται το άφλεκτο και ισοθερμικό κάλυμμα κεφαλιού ή λαιμού, που χρησιμοποιείται κατά βάση στους αγώνες ταχύτητας.
Η ερμηνεία της λέξης, όμως δεν εξαντλείται εδώ. «Μπαλακλάβα» ονομαζόταν επίσης, μια αρχαία πόλη-λιμάνι, κοντά στη σημερινή Σεβαστούπολη. Σήμερα, η πόλη αυτή ανήκει στην Κριμαία, η οποία είναι μια ημιαυτόνομη περιοχή, στο νότιο τμήμα της Ουκρανίας. Ο κόλπος του Μπαλακλάβα ήταν ένα μέρος ιδανικό για αγκυροβόλημα, καθώς ήταν περιβλημένος με φυσική οχύρωση και προστατευμένος από τους ανέμους και τις εχθρικές εισβολές (αναλογία προς το αντίστοιχο κάλυμμα του κεφαλιού). Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς το ανέφεραν ως «Σύμβολον Λιμάνι».
Πιθανόν, αν και δεν υπάρχει φανερή ετυμολογική συγγένεια, η λέξη «μπαλακλάβα» να σχετίζεται σε νοηματικό κυρίως επίπεδο, με την λατινική λέξη «cuculla» (= κάλυμμα κεφαλής).
Τι σημαίνει η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά;»
Η ερμηνεία της λέξης, όμως δεν εξαντλείται εδώ. «Μπαλακλάβα» ονομαζόταν επίσης, μια αρχαία πόλη-λιμάνι, κοντά στη σημερινή Σεβαστούπολη. Σήμερα, η πόλη αυτή ανήκει στην Κριμαία, η οποία είναι μια ημιαυτόνομη περιοχή, στο νότιο τμήμα της Ουκρανίας. Ο κόλπος του Μπαλακλάβα ήταν ένα μέρος ιδανικό για αγκυροβόλημα, καθώς ήταν περιβλημένος με φυσική οχύρωση και προστατευμένος από τους ανέμους και τις εχθρικές εισβολές (αναλογία προς το αντίστοιχο κάλυμμα του κεφαλιού). Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς το ανέφεραν ως «Σύμβολον Λιμάνι».
Πιθανόν, αν και δεν υπάρχει φανερή ετυμολογική συγγένεια, η λέξη «μπαλακλάβα» να σχετίζεται σε νοηματικό κυρίως επίπεδο, με την λατινική λέξη «cuculla» (= κάλυμμα κεφαλής).
Τι σημαίνει η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά;»
Οι Βυζαντινοί ήταν πρωτότυποι σε θέματα τιμωριών. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια για τους «ωτακουστές», οι οποίοι ορμώμενοι από φοβερή περιέργεια, κρυφάκουγαν τις συζητήσεις που γίνονταν μέσα στο παλάτι. Ο Ιουλιανός, μάλιστα θέσπισε κι έναν ειδικό νόμο, ο οποίος προέβλεπε να τιμωρούνται οι ωτακουστές με μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο, η Σύγκλητος, στην οποία εστάλη ο νόμος για έγκριση, τον απέρριψε, διότι έκρινε πως το παράπτωμα του ωτακουστή δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Οι Συγκλητικοί θεώρησαν ότι η περιέργεια είναι ένα φυσικό γνώρισμα του ανθρώπου, συνεπώς ο περίεργος δεν θεωρείται επικίνδυνος, ώστε να καταδικαστεί. Ο Ιουλιανός θύμωσε με την εύνοια που έδειξε η Σύγκλητος απέναντι στους ωτακουστές και προχώρησε ο ίδιος σε μια φαινομενικά αστεία, αλλά όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ιδιαιτέρως βασανιστική τιμωρία. Τοποθετούσε δηλαδή μέσα στα αυτιά των ωτακουστών ψύλλους. Τα ενοχλητικά ζωύφια προχωρούσαν βαθιά, ως τον λαβύρινθο του αυτιού και με νευρικές κινήσεις, προσπαθούσαν να βρουν την έξοδο. Ο ωτακουστής δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να απαλλαγεί από τους ψύλλους και πολλές φορές, έφτανε στο σημείο να τρελαθεί! Από τότε, η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά», καθιερώθηκε να σημαίνει, πως μπήκαν υποψίες στο μυαλό κάποιου για κάτι.
Τι σημαίνει το αθηναϊκό τοπωνύμιο «Κηφισιά;»
Τι σημαίνει το αθηναϊκό τοπωνύμιο «Κηφισιά;»
Μερικά χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Αθήνας, υπήρχε κάποτε μια περιοχή, που λεγόταν «Αλωνάρα». Ως το 1865 περίπου, το μέρος αυτό ήταν κατάφυτο με κάθε λογής δέντρα. Οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας, θεωρούσαν την «δροσερή» αυτή περιοχή ως ιδανικό προορισμό για κοντινή εξόρμηση, τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, που υπέφεραν από την υπερβολική ζέστη. Για την περιοχή αυτή, μάλιστα είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα πως «εκεί φυσά», δηλαδή εκεί έχει δροσερό αεράκι. Λόγω της συχνής χρήσης της φράσης «εκεί φυσά» για την περιοχή Αλωνάρα, το όνομά της μεταβλήθηκε σε Κηφισιά, από παραφθορά αυτής της φράσης.
Πώς προήλθε η φράση «μυρίζω τα νύχια μου;»
Πώς προήλθε η φράση «μυρίζω τα νύχια μου;»
Η φράση αυτή προήλθε από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία, οι ιέρειες των μαντείων, βουτούσαν τα δάχτυλά τους σε ένα υγρό με δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν. Κατόπιν, καθώς έφερναν τα δάχτυλα στη μύτη τους έπεφταν σε μια κατάσταση καταληψίας (έκστασης), κατά τη διάρκεια της οποίας προμάντευαν τα μελλούμενα. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει την ικανότητα ή μη, κάποιου να συναισθανθεί μια έτερη επιθυμία, σκέψη, άποψη ή συναίσθημα πριν την φανερή έκφρασή τους.
Πώς προήλθε η φράση «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι;»
Πώς προήλθε η φράση «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι;»
Στο Βυζάντιο, ανάμεσα στους διασκεδαστές των ανακτόρων, υπήρχαν και νάνοι. Οι νάνοι ήταν εκλεκτοί των αυτοκρατόρων και έχαιραν πολλών προνομίων. Οι αυτοκράτορες τους χρησιμοποιούσαν, επίσης, ως συμβούλους ή κατασκόπους. Όταν όμως παρεκτρέπονταν, τους έβαζαν για τιμωρία, τα δύο πόδια μέσα σε ένα υπόδημα, υποχρεώνοντάς τους να κυκλοφορούν έτσι, ακόμα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει την δύσκολη δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται κάποιος από κάποιον άλλο.
Πώς προήλθε η φράση «Μου έφυγε το καφάσι»
Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έκπληξη μπροστά σε ένα σπουδαίο γεγονός.
Η λέξη «καφάσι», που έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε κυριολεκτικά για το πλαστικό τελάρο, στα τούρκικα (kafa) σημαίνει κεφάλι, κρανίο.
Λέγεται ότι η έκφραση ξεκίνησε να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, όταν κάποιος χτυπούσε κάποιον άλλο, τόσο δυνατά, που ένιωθε σαν να του έχει φύγει το κεφάλι. Σιγά, σιγά η έκφραση πήρε τη μεταφορική της έννοια που γνωρίζουμε.
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στην αργκό και σημαίνει σταμάτα να μιλάς – βούλωσε το στόμα σου.
Τουμπεκί (tombeki) στα τούρκικα είναι ο καπνός που χρησιμοποιείται στον ναργιλέ και ο οποίος κοβόταν επί τόπου στα καφενεία από ειδικούς υπαλλήλους που λέγονταν ταμπήδες.
Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται από τους θαμώνες που περίμεναν να καπνίσουν, όταν οι ταμπήδες έπιαναν την κουβέντα και καθυστερούσαν στο κόψιμο του καπνού.
Οι πελάτες τότε φώναζαν «κάνε τουμπεκί», μη μιλάς δηλαδή και ετοίμασε τον καπνό να καπνίσω.
Μάλιστα, επειδή ο καλύτερος καπνός θεωρούνταν ο ψιλοκομμένος, πολλές φορές η έκφραση χρησιμοποιείται και ως «κάνε τουμπεκί ψιλοκομμένο»....
Άλλου παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο…». – Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά – Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια. Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ’ αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Αυτό που κάνει όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι’ αυτό και οι αρχαίοι είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς , επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας: «Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο».
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.
Αναγκαίον κακό
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε -ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω- την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. (Φιλήμονος αδήλων, απόσπ. 103 (Meineke).
Από μεθυσμένο και τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
Ο Ευστάθιος γράφοντας: «Οίνος γαρ φασί και αλήθεια» (740, 14) είχε βέβαια υπόψη του και τις αρχαίες παροιμίες: «οίνος και αλήθεια» και «ανδρός δ’ οίνος έδειξε νόον» (Αλκαίου, Απόστ. 53 [έκδ. Βerg], Αθηναίος, 37 Ρ). Πιο σύγχρονος ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει: «από σαλού και μεθυστού την αλήθειαν άκουε» (Μ. Ψελλού Επιρρήματα των ανθρώπων – Ν. Πολίτη, Παροιμ. 1,6, αρ. II). Σήμερα τη συναντάμε και με τον τύπο: «από ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια», ή: «δος κρασί να βγ’ η αλήθεια» (Ι. Βερέττα, Συλλογή παροιμιών, σ. 21, αρ. 9.1. Βενιζέλου, Παροιμίες Δημώδεις, σ. 62, αρ. 138 και 150, αρ. 8. Δ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, 1,311,339).
COMMENTS