NSA, Ευρώπη,
Φέτος
τον Οκτώβριο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με μια απρόσμενα τολμηρή
απόφασή του, επέφερε καίριο πλήγμα στη διατλαντική συμφωνία Safe Harbor
(Ασφαλές Λιμάνι), που εδώ και 15 χρόνια επέτρεπε στις αμερικανικές τεχνολογικές
εταιρείες όπως η Google να μεταφέρουν προσωπικά δεδομένα των ευρωπαίων χρηστών
- π.χ. το ιστορικό των διαδικτυακών αναζητήσεών τους- εκτός της ΕΕ.
Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η θολή σχέση ανάμεσα στη συλλογή δεδομένων από
τις ιδιωτικές εταιρείες και στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, παραβιάζει τα
δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικότητας των ευρωπαίων πολιτών, των οποίων τα
στοιχεία μεταφέρονται στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η απόφαση αφήνει τις
αμερικανικές τεχνολογικές εταιρίες με διεθνείς δραστηριότητες να κινούνται
πλέον σε ασταθές νομικό έδαφος.
Οι
περισσότεροι Αμερικανοί αιφνιδιάσθηκαν από την απόφαση. Το Υπουργείο Εμπορίου
και το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ ανησυχούν ότι αυτή θα κοστίσει
δισεκατομμύρια δολάρια στις αμερικανικές εταιρείες. Φοβούνται επίσης ότι, αν
δεν υπάρξει μια νέα διατλαντική συμφωνία, τα προσωπικά δεδομένα των Ευρωπαίων
θα παραμείνουν σε «καραντίνα» στην Ευρώπη, δημιουργώντας αυτό που ο δευθύνων
σύμβουλος της Alphabet (πρώην Google) Έρικ Σμιτ αποκάλεσε «διαδίκτυα ανά χώρα»,
καταστρέφοντας, όπως είπε, «ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της
ανθρωπότητας».
Οι
Αμερικανοί επικριτές κατηγορούν την ΕΕ ότι δρα μονομερώς για να προστατεύσει
τις επιχειρήσεις της από τον διεθνή ανταγωνισμό, πλήττοντας έτσι την ανοιχτή,
δημοκρατική φύση του Ίντερνετ. Όμως, στην πραγματικότητα, η κύρια αιτία για την
ενόχληση των εταιρειών και των κυβερνητικών αξιωματούχων των ΗΠΑ είναι ότι
έχουν συνηθίσει να είναι αυτοί που έθεταν τους κανόνες του παιγνιδιού. Για πάνω
από 70 χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ένα παγκόσμιο σύστημα, όπου οι
πληροφορίες, οι επενδύσεις και το εμπόριο κινούνται εύκολα και γρήγορα μέσω των
συνόρων, δημιουργώντας έναν αλληλεξαρτημένο κόσμο, όπου η ισχυρή αμερικανική
οικονομία επηρεάζει τους κανόνες και των άλλων χωρών.
Μετά
τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ άρχισαν να
εκμεταλλεύονται αυτή την αλληλεξάρτηση, χρησιμοποιώντας σκοπίμως την οικονομική
δύναμή τους ως εργαλείο για την εθνική ασφάλειά τους. Μεταξύ άλλων, επιβάλλουν
συστηματικά οικονομικές κυρώσεις για να απομονώσουν άτομα, εταιρείες και κράτη
από το διεθνές οικονομικό σύστημα, ενώ παράλληλα, παρόλο που δημοσίως προωθούν
ένα ανοιχτό και ασφαλές Ίντερνετ, υπογείως το υποσκάπτουν, παραβιάζοντας την
κρυπτογράφηση των online επικοινωνιών και δημιουργώντας τεράστια διεθνή
συστήματα ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων, σε συνεργασία με σύμμαχες χώρες όπως η
Βρετανία. Πιο απλά, οι ΗΠΑ αξιοποιούν το ότι ο υπόλοιπος κόσμος εξαρτάται από
την οικονομία τους, για να τον κατασκοπεύουν.
Η
στρατηγική αυτή πλησιάζει στα όρια της, όπως δείχνει η νομική καταδίκη της
συμφωνίας Safe Harbor. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δύσκολο να αντεπιτεθεί άμεσα,
όμως έχει βρει έναν έμμεσο τρόπο, μέσω του Δικαστηρίου της. Παρόλο που το
τελευταίο δεν έχει νομική δικαιοδοσία πάνω στην Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA)
των ΗΠΑ, έχει δικαιοδοσία πάνω στις ευρωπαϊκές δραστηριότητες των αμερικανικών
πολυεθνικών εταιρειών. Και η τελευταία απόφασή του δείχνει ότι όσο η Ουάσιγκτον
εκμεταλλεύεται την παγκόσμια οικονομική αλληλεξάρτηση για τους δικούς της
στόχους εθνικής ασφαλείας, τόσο τα άλλα κράτη και τα δικαστήριά τους θα
αντιστέκονται σε μια αμερικανοκεντρική παγκόσμια οικονομία.
Η
καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ παγκοσμιοποίηση, που συνεχώς απομακρύνει τα συνοριακά
εμπόδια στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και πληροφοριών, ωφελεί
τις αμερικανικές εταιρείες, που βρίσκουν έτσι νέες αγορές και νέες αλυσίδες
προμηθευτών, μειώνοντας τα κόστη τους. Επιχειρήσεις όπως το Facebook, η Google
και η Uber έχουν ωφεληθεί σημαντικά. Όμως, μετατρέποντας τις τεχνολογικές
εταιρείες σε εργαλεία εθνικής κατασκοπείας, η Ουάσιγκτον έχει κάνει ζημιά στην εταιρική
φήμη τους.
Από
την άλλη, όποτε ξένες ρυθμιστικές Αρχές έχουν επιχειρήσει να εφαρμόσουν τους
δικούς τους εθνικούς κανόνες σε αμερικανικές τεχνολογικές εταιρίες, οι ΗΠΑ τις
έχουν κατηγορήσει ότι έχουν ιδιοτελή κίνητρα. Ο πρόεδρος Ομπάμα π.χ. έχει χαρακτηρίσει
«καμουφλαρισμένο προστατευτισμό» τις προσπάθειες ξένων κυβερνήσεων να
προστατεύσουν τα δικαιώματα των πολιτών τους έναντι των αμερικανικών εταιρειών
όπως το Facebook και η Google.
Είναι
όμως θέμα χρόνου ξένα μεγάλα κράτη να σταματήσουν να ανέχονται τον αμερικανικό
εκφοβισμό. Όταν οι ΗΠΑ παραβαίνουν τους κανόνες με τρόπους που αντιτίθενται σε
βασικές συνταγματικές επιταγές των άλλων χωρών, θα πρέπει να περιμένουν
αντίδραση και ανταπάντηση. Αυτό αφορά ιδίως τις αμερικανικές τεχνολογικές
εταιρείες με την ακόρεστη δίψα τους για λεπτομερή προσωπικά δεδομένα, τα οποία
στη συνέχεια έμμεσα τροφοδοτούν το αμερικανικό κατασκοπευτικό κράτος. Οι άλλες
χώρες δεν μπορούν να ασκήσουν δίωξη στη NSA, όμως στρέφονται σε στόχους που
μπορούν να επηρεάσουν, τις αμερικανικές εταιρείες, προκειμένου να πιέσουν την
αμερικανική κυβέρνηση να αλλάξει τους κανόνες της.
«Δημόσιες αρετές, ιδιωτικά βίτσια»
Οι
αποκαλύψεις του πρώην αμερικανού συνεργάτη της NSA και νυν ακτιβιστή Έντουαρντ
Σνόουντεν, σχετικά με την ηλεκτρονική κατασκοπία σε μαζική κλίμακα, έχουν
ενισχύσει αυτή την τάση αντίδρασης απέναντι στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ που εδώ και χρόνια
συνηγορούν υπέρ του ανοιχτού Ίντερνετ και καταδικάζουν την ψηφιακή
παρακολούθηση σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι ίδιες εκμεταλλεύονται κρυφά
το ανοιχτό Ίντερνετ.
Δημοσίως
οι ΗΠΑ προπαγανδίζουν την ελεύθερη ροή πληροφοριών, αλλά μυστικά διοχετεύουν
αυτές τις ροές δεδομένων στους υπολογιστές της NSA. Οι ΗΠΑ στηρίζουν την
παγκόσμια εξάπλωση των τεχνολογικών εταιρειών τους ή τη χρήση του Twitter διεθνώς,
προκειμένου να στηριχθούν δημοκρατικά κινήματα όπως της «Αραβικής 'Ανοιξης»,
όμως κάτω από το τραπέζι απαιτούν από μερικές από αυτές τις εταιρείες να
στέλνουν τεράστιους όγκους δεδομένων στη NSA (ή κάνουν μόνες τους την
υποκλοπή).
Η
σύγκρουση για τη συμφωνία Safe Harbor του 2000 πηγάζει από τη θεμελιωδώς
διαφορετική αντίληψη που ΕΕ και ΗΠΑ έχουν για την προστασία της ιδιωτικότητας
στην ψηφιακή εποχή. Η Ευρώπη έχει υιοθετήσει τον θεσμό των ανεξάρτητων Αρχών
Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (η οποία προστασία από το 2009 αποτελεί βασικό
συνταγματικό δικαίωμα), κάτι που δεν υπάρχει στις ΗΠΑ.
Η
ΕΕ έχει δώσει στις ΗΠΑ περιθώριο έως το τέλος του Ιανουαρίου 2016 για να
αλλάξει στάση στο ζήτημα των προσωπικών δεδομένων, αλλιώς απειλεί με νέα
αντίμετρα. Το βασικό ζητούμενο από ευρωπαϊκής πλευράς είναι η υπογραφή μιας
δεσμευτικής νομικά συμφωνίας, που θα εγγυάται την προστασία των δεδομένων των
Ευρωπαίων πολιτών, ώστε αυτά να μην καταλήγουν στους υπολογιστές των
αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Αν αυτό δεν γίνει, τότε οι αμερικανικές
τεχνολογικές εταιρείες πιθανώς θα υποχρεωθούν να «βαλκανοποιήσουν» τις ροές
δεδομένων τους, βάζοντας τα ευρωπαϊκά δεδομένα τους σε «καραντίνα» εντός της
Ευρώπης. Αλλιώς, απειλούνται με σοβαρές κυρώσεις από την ΕΕ.
Ο
πρόεδρος της Microsoft Μπραντ Σμιθ έκανε λόγο για επερχόμενο «ψηφιακό
μεσαίωνα», που μπορεί να κάνει άνω-κάτω από τα συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών
(πιστωτικές-χρεωστικές κάρτες) έως τις online αεροπορικές κρατήσεις. Και
βέβαια, τέτοιες «καραντίνες» θα εμποδίσουν τη δημιουργία ενός παγκόσμιου
υπολογιστικού «νέφους» (cloud computing).
Κράτη,
δικαστές και ακτιβιστές που ζητούν να περιορισθούν οι διατλαντικές ροές
πληροφοριών, στο όνομα της προστασίας των ευρωπαίων πολιτών, πλήττουν τα κέρδη
των αμερικανικών τεχνολογιών εταιρειών και τις ίδιες τις ΗΠΑ γενικότερα. Η
Ευρώπη έχει φέρει τις ΗΠΑ προ διλήμματος: αν θα βάλουν την κατασκοπεία των
Ευρωπαίων πάνω από τις αξίες του ανοιχτού Ίντερνετ και τα συμφέροντα των
αμερικανικών εταιρειών.
Θα
συνεχίσουν οι ΗΠΑ να υποκύπτουν στον πειρασμό να χειραγωγούν την -καθοδηγούμενη
από αυτές- παγκόσμια τάξη προς όφελος της εθνικής ασφάλειάς τους; Αν θέλουν μια
παραγωγική παγκοσμιοποίηση, οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν τις ροές
αγαθών και πληροφοριών ως όπλα και να αρχίσουν να τις θεωρούν δημόσια αγαθά.
Πηγή:
ΑΠΕ-ΜΠΕ (Διασκευή άρθρου των Χένρι Φάρελ, αναπληρωτή καθηγητή πολιτικής
επιστήμης του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον, και Άμπραχαμ Νιούμαν, αναπληρωτή
καθηγητή του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, στο περιοδικό "Foreign
Affairs", τ. Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2016, του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων
των ΗΠΑ.
www.liberal.gr
COMMENTS