Οι πρώτοι λαθρομετανάστες . Ο Ρατσισμός τότε και τώρα. Το αντιπροσφυγικό πογκρόμ του 1924,που εξαπέλυσε στη Νέα Μπάφρα ο πατέρας του μετ...
Οι πρώτοι λαθρομετανάστες . Ο Ρατσισμός τότε και τώρα.Το αντιπροσφυγικό πογκρόμ του 1924,που εξαπέλυσε στη Νέα Μπάφραο πατέρας του μετέπειτα “εθνάρχη”Κωνσταντίνου ΚαραμανλήΈνα άγνωστο και βίαιο επεισόδιο της νεότερης Ιστορίας της Ρωμιοσύνης
Γράφει ο Γαβριηλίδης Άκης
Η λαθρομετανάστευση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο για την Ελλάδα. Οι σύροι δεν είναι οι πρώτοι λαθρομετανάστες, που έφτασαν εδώ. Πριν από ένα σχεδόν αιώνα, το 1922, ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Γέμισαν τότε «hot spots» και καταυλισμούς προσφύγων τα νησιά, τα λιμάνια και πολλά μέρη της χώρας.
Ούτε κι ο ρατσισμός κατά των προσφύγων είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Ο αρχικός εκνευρισμός, που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους μικρασιάτες, σύντομα πήρε τη μορφή εχθρότητας. Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων, που θεωρούνταν ανεπιθύμητοι, αποτέλεσε γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά. Οι βρισιές «τουρκόσποροι», «σκατο-ογλούδες», «παλιο-αούτηδες» κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη τόσο από τον απλό λαό όσο κι από τους πολιτικούς, αλλά κι από τις εφημερίδες. Δεν υπήρξε συμπάθεια ούτε καν απάθεια. Υπήρξε αντιπάθεια, η οποία σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε σε ακρότητες εναντίον τους.
Στο άρθρο αυτό θα περιγράψουμε ένα άγνωστο στους περισσότερους επεισόδιο. Ένα μίνι αντιποντιακό πογκρόμ, που ξέσπασε το 1924 σε ένα προσφυγικό καταυλισμό στο (μετέπειτα) χωριό Νέα Μπάφρα του νομού Σερρών. Δράστες της αντιπροσφυγικής επίθεσης ήταν τα μέλη μιας αυτοσχέδιας ένοπλης πολιτοφυλακής, που συγκρότησαν οι κιουπκιολήδες — με την έννοια του τοπωνυμικού και όχι του οικογενειακού επίθετου, δηλαδή οι κάτοικοι του χωριού Κιούπκιοϊ / Πρώτης Σερρών.
Η Μπάφρα βρίσκεται στην βόρεια Τουρκία, στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Είναι μια πόλη με 85.000 κατοίκους, στην οποία μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ζούσαν και πληθυσμοί, που αποτελούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους πολίτες της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, άλλοι εκ των οποίων μιλούσαν rumca (romeyka, όπως τα αποκαλούσαν οι ίδιοι ή ποντιακά, όπως τα λένε στην Ελλάδα) κι άλλοι τούρκικα. Μετά τη συμφωνία της Λωζάννης, πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν την περιοχή και μετεγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Οι περισσότεροι, αφού έφτασαν εδώ, επέλεξαν ή «ενθαρρύνθηκαν» από το κράτος να επιλέξουν ως τόπο εγκατάστασής τους το τμήμα της Μακεδονίας, που είχε αποσπαστεί από την οθωμανική αυτοκρατορία κι ενταχθεί στην Ελλάδα μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα. Στον «κενό» εκείνο χώρο και συγκεκριμένα στο νομό Σερρών ίδρυσαν ένα χωριό, το οποίο ονόμασαν Νέα Μπάφρα. Οι ρωμιοί όμως κάτοικοι των γύρω περιοχών δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι κι ο λόγος ήταν, ότι οι μπαφραλήδες ήταν μεν ορθόδοξοι, πλην όμως τουρκόφωνοι. |
Αποτελεί αξιοπερίεργη ειρωνεία της τύχης, ότι αυτό το μίνι πογκρόμ συντελέστηκε υπό τη φωτισμένη ηγεσία του δάσκαλου στο σχολείο της περιοχής, ο οποίος έφερε ένα επίθετο δηλωτικό εθνοτικής καταγωγής από τη Μικρά Ασία και μάλιστα από μια περιοχή αποκλειστικά τουρκόφωνων ρωμιών: Ο δάσκαλος αυτός ονομαζόταν Γεώργιος Καραμανλής και δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του μετέπειτα υπουργού συντονισμού, πρωθυπουργού, προέδρου της δημοκρατίας και πρωτεργάτη της ένταξης της Ελλάδας στους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αυτοσχέδιου «εθνάρχη» / milletbaşι για τους οπαδούς του. (Ο εθναρχισμός, που ιστορικά παραπέμπει στην εξουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης επί των ορθοδόξων χάρη στα προνόμια, που του είχε παραχωρήσει η οθωμανική πολιτική εξουσία, είναι φαινόμενο της οθωμανικής πραγματικότητας, και μάλιστα, ως προς τη θεσμική του λειτουργία, φαινόμενο κατεξοχήν του 19ου αιώνα).
Οι κιουπκιολήδες λοιπόν, αποφάσισαν να δώσουν ένα καλό μάθημα στους νεοφερμένους στα μέρη τους μπαφραλήδες ήδη την πέμπτη μέρα μετά την εγκατάστασή τους στην «μητέρα πατρίδα», ώστε να ξέρουν στο εξής ποιος κάνει κουμάντο εδώ και ποια είναι η θέση, που προβλέπεται γι' αυτούς.
Μία λεπτομερής περιγραφή αυτού του «καψονιού», της τελετής μύησης των νεοσύλλεκτων στο στρατόπεδο του ελληνικού έθνους-κράτους, έχει αποτυπωθεί σε ένα επεισόδιο της ιστορικής σειράς της ΕΤ3 με τίτλο «Μνήμη μου σε λένε Πόντο». Όσα ακολουθούν είναι κατά λέξη απομαγνητοφώνηση της κατάθεσης δύο ηλικιωμένων σήμερα αυτοπτών μαρτύρων ─και θυμάτων─ του περιστατικού: του Σάββα Κοτσέρογλου, ο οποίος μιλά απλώς με την ιδιότητα του «κατοίκου Νέας Μπάφρας Σερρών» και του Γιώργου Αντωνιάδη, ο οποίος αναφέρεται επιπλέον και ως «συγγραφέας». |
|
Αντωνιάδης: [Οι πρόγονοί μας] ήρθανε εδώ στο ‘24, πρώτα στην Αίγινα. Τους είχαν σε καραντίνα. Από εκεί τους πήγαν στο νησί Άγιο Γεώργιο, μετά στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, από εκεί στο Χαρμάνκιοϊ, όπως λέγανε, Κορδελιό και λοιπά. Όλο αυτό κράτησε γύρω στους εφτά-οχτώ μήνες. Ήρθαν εδώ τον Αύγούστο, 4 με 5 Αυγούστου, του 1924. Τελικά, φτάσανε 72 οικογένειες. Κάτω έχουμε τα πλατάνια με το νερό. Πηγαίνει το ποτάμι. Εγκαταστάθηκαν με τα αντίσκηνά τους εκεί. Εκεί φέρνανε τα ζώα τους το μεσημέρι, για το μεσημεριανό να ποτιστούν, να δροσιστούν κάτω απ’ τα πλατάνια. Όταν είδαν τις σκηνές, πήγαν ειδοποίησαν τους κιουπκιολήδες. Τους πρωταίους. Έρχεται μία αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Καραμανλή. Εγώ, για να λέμε και την... αυτή, δεν είμαι αντίθετος με τον Καραμανλή, δουλεύω πολύ καλά μαζί τους και λοιπά, αλλά... Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Γεώργιος Καραμανλής, ήταν δάσκαλος. Παίρνει μια ομάδα ανθρώπων και έρχεται εδώ, περικυκλώνουν το χωριό, με αξίνες, φτυάρια, με δίκαννα όπλα, ο,τιδήποτε. Αρχίζουν και βάζουν φωτιές στα αντίσκηνα. Βγήκε μπροστά ο παπάς μας. Ο παππούς είχε έρθει απ' τον Πόντο, απ' τα βουνά, αντάρτης κι αυτός είχε καταφύγει στα βουνά, ήταν από δω. Βγήκε στο δρόμο να τους παρακαλέσει. Και τους λέει: «Γυναικόπαιδα είναι! Οι άντρες στα χωριά, παν να ψάξουνε σπίτια και λοιπά». Τον χτυπήσανε, τον δείρανε, τον τραυματίσανε βαριά, και τον έσερναν από το ράσο. Κοτσέρογλου: Καθήσαμε εδώ, στα νερά κοντά. Και αντίσκηνα δεν είχαμε. Κάτι κιλίμια, κάτι τσουβάλια, με τέτοια πράματα. Καθήσαμε, δύο βραδιές, τρεις βραδιές. Πέμπτη βραδιά, οι πρωταίοι σηκώνονται απ' εκεί, με τα τσεκούρια, με τα πριόνια, έρχονται, μας κυνηγάνε. Τους γονείς μας! Εγώ ήμουνα μικρός. Πήρα τη μάνα μου απ το χέρι και έτρεχα από πίσω. Μεγάλος δηλαδή ήμουνα [χειρονομώντας δείχνει στον αέρα το σημείο, όπου έφτανε το μπόι του τότε], αλλά όσο να πεις, βοήθεια ήθελα. Και που λες, κυνήγησαν τον μπαμπά μου, τον χτύπησαν στο κεφάλι. Έναν άλλον θείο εδώ, Μουχαήλ τον λέγανε, έσπασαν το κεφάλι του. Αντωνιάδης: Κάψαν όλες τις σκηνές. Βιάσανε γυναίκες! Κοπέλες. Έχω αφηγήσεις! Και τις έχω... αυτές... αν μου πουν δηλαδή, αν με φέρουν σε αυτή... να τους πω, η τάδε γυναίκα, η τάδε γυναίκα, η τάδε. Βιάσανε γυναίκες. Όλο το χωριό, όλες οι σκηνίτες, όπως ήρθαν εδώ, αναγκάστηκαν και φύγανε, προς τον κάμπο κι από εκεί πήγαν στο γειτονικό χωριό, στο αστυνομικό τμήμα, στο Φωτολίβος, υπήρχε σταθμός. Εκεί ανέφεραν το γεγονός. Κοτσέρογλου: Είχαμε έναν, αγράμματος ήταν, αλλά είχε προφορά. Γλώσσα είχε, πώς τα λένε. Δικηγόρος δεν μπορούσε να μιλήσει έτσι. Όταν πήγαν εκεί στα δικαστήρια και είπαν: «Εμάς τούρκοι να μας κυνηγήσουν. Έλληνες εγίναμε και ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα κι αυτοί μας κυνηγάνε! Τι θα γίνει; Εμείς πού θα πάμε; Καλύτερα μαζέψτε μας... στη θάλασσα ρίξτε μας». Αντωνιάδης: Κατ' αυτόν τον τρόπο έγινε και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι δικοί μας μετά εδώ, με την προστασία τον στρατού, της χωροφυλακής και τον εισαγγελέως. Γίναν πολλά δικαστήρια. |
|
Η αφήγηση αυτή, κατά την οποία εμφανίζονται «έλληνες να καταδιώκουν έλληνες» και να τους αντιμετωπίζουν ως ξένους, σήμερα ηχεί η ίδια —ακριβώς— ξένη. Δηλαδή, ξενίζει, σκανδαλίζει, και μας ωθεί αυθόρμητα να θεωρήσουμε απολύτως εύλογο το παράπονο και την αγανάκτηση του ελληνομαθούς ποντίου, για το γεγονός, ότι τον διώκουν όχι μόνο οι «τούρκοι», πράγμα, το οποίο τέλος πάντων το χωράει το μυαλό του, αλλά και οι «έλληνες».
Στο ίδιο το σώμα της αφήγησης αυτής, όμως, έχουν αποτυπωθεί και μπορούν να διαβαστούν συμπτωματολογικά οι ενδείξεις, που μας οδηγούν να κατανοήσουμε πώς έγινε και προέκυψε τότε αυτό, το σήμερα αδιανόητο συμβάν. Από την ίδια την —ακριβώς— προφορά, και εν μέρει την επιτόνιση του ηλικιωμένου μπαφραίου είναι σε ένα-δυο σημεία φανερό, ότι η μητρική του γλώσσα, όπως και όλων των συντοπιτών του, ήταν τα τούρκικα.
Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος, για τον οποίο, όταν θέλει να μιλήσει για τον συντοπίτη του, που κατ' εξαίρεση μιλούσε «σωστά» (δηλαδή κατανοητά, μη ενοχλητικά για τη γραφειοκρατία του προτύπου βασιλείου) ελληνικά, ως πρώτη επιλογή χρησιμοποιεί την ασυνήθιστη έκφραση «είχε προφορά» — ενώ με τη σημερινή λογική θα αναμέναμε να πει το ακριβώς αντίθετο: «δεν είχε προφορά». Διότι συνήθως ως «προφορά» νοείται η ξενική προφορά. Η ομιλία, σύμφωνα με τα δεδομένα της «ανώτερης ποικιλίας», είναι ο βαθμός μηδέν της προφοράς. |
|
Και, βεβαίως, η πιο κραυγαλέα ένδειξη, για την οποία δεν χρειάζεται καμία συμπτωματολογική ανάγνωση, αλλά αρκεί η κυριολεκτική, είναι η χρήση της λιτής και ακριβέστατης έκφρασης «έλληνες εγίναμε». Ο κύριος Σάββας χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο ρήμα, όταν παραθέτει από μνήμης τα λόγια, που είπε ο εύγλωττος μπαφραλής στο δικαστήριο των Σερρών το 1924, και με αυτό αποτυπώνει την αίσθηση τον ανήκειν της συγκεκριμένης κοινότητας, όπως είχε τότε, και όχι τη σημερινή, που έχει επικαθοριστεί από τη δευτερογενή επεξεργασία τριών γενεών. Με βάση την οποία θα έπρεπε να πει: «Ελληνες είμαστε, και ήμασταν επί τρεις χιλιάδες χρόνια».
Φαίνεται όμως, ότι τότε δεν είχαν γίνει ακόμα αρκετά έλληνες. Τουλάχιστον όχι αρκετά για τους τέως κιουπκιολήδες, πού ήδη μετατρέπονταν ενθουσιωδώς σε «πρωταίους» (στα λόγια των ηλικιωμένων κατοίκων της Νέας Μπάφρας χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και οι δύο προσδιορισμοί) και που είχαν «καπαρώσει» τη θέση των συνοροφυλάκων του ελληνικού κράτους, ώστε να τους είναι αδιανόητο και ανεπιθύμητο να την μοιραστούν με τους νεοφερμένους τουρκόσπορους. Οι οποίοι γίνανε έλληνες, και ως τέτοιοι αποδεκτοί θέλοντας και μη από τους μέχρι τότε «ακρίτες», ακριβώς μέσα από αυτή τη δοκιμασία. Η τραυματική επαφή με τους κεντρικούς θεσμούς του κράτους υποδοχής, και ειδικότερα το στρατόπεδο, τη γλώσσα και —μέσω αυτής— τη δικαιοσύνη, το στρατό και την αστυνομία, ήταν η άτυπη τελετή μύησης στη νέα τους φαντασιακή κοινότητα.
Συχνά, στο «παιδαγωγικό» αυτό έργο υπήρξε αυθόρμητη και ενθουσιώδης συμμετοχή απ' τα κάτω, και ειδικότερα από πληθυσμούς, που είχαν μόλις πρόσφατα κατακτήσει ένα στάτους «γηγενούς» και δεν ήθελαν να το μοιραστούν με τους απρόσκλητους νεοφερμένους ανταγωνιστές.
Είναι ένα σύνηθες φαινόμενο: όσοι κατατάσσονται στην τελευταία βαθμίδα της ιεραρχίας, προσπαθούν να κρατήσουν κάποιους άλλους —συνήθως αυτούς που έχουν φτάσει με την πιο πρόσφατη «φουρνιά»— σε χειρότερη θέση, ώστε αυτοί να είναι στην προτελευταία. |
Η τελετή αυτή, και η ίδια η ανάγκη γι' αυτή, μας σκανδαλίζει, επειδή προσκρούει στη συμβολική μας τάξη, που έχει οργανωθεί με βάση τη λογική των εθνών κρατών και έχει προεκτείνει τη λογική αυτή επ' άπειρον προς τα πίσω, δημιουργώντας την εντύπωση, ότι «πάντα ήταν έτσι». Αντιθέτως, η αφήγηση των επεισοδίων αυτών και η ανάσυρση του παλαιότερου στρώματος της μνήμης, όπως είχε καταγραφεί ανεξίτηλα δίκην φωτογραφικού στιγμιοτύπου στη μνήμη του νεαρού Κοτσέρογλου, ο οποίος τότε «ήταν μικρός, μεγάλος δηλαδή ήταν, αλλά όσο να πεις ήθελε βοήθεια», ηχεί πάρα πολύ οικεία και παραπλήσια με όσα πράγματι συνέβαιναν στη ευρύτερη περιοχή τους τελευταίους πέντε τουλάχιστον αιώνες, από μια ορισμένη άποψη μοιάζουν απλή προέκτασή τους. Για παράδειγμα:
Η προσοχή των ιστορικών της οθωμανικής περιόδου στράφηκε τα τελευταία χρόνια προς την πρακτική της απεύθυνσης διαμαρτυρίας προς το κράτος [petίtίonίng the state]. (...) Φαίνεται, πως για την οθωμανική κυβέρνηση οι διαμαρτυρίες, που υπέβαλλαν οι νομαδικές φυλές [trίbes], έφεραν το ίδιο βάρος με εκείνες, που συνέτασσαν οι εγκατεστημένοι αγρότες. Αυτό συνέβαινε ιδίως σε περιοχές στρατηγικής σημασίας για την αυτοκρατορία. Σε ένα μόνο από πολλά παραδείγματα, μία (κουρδική;) συνομοσπονδία φυλών, που διατάχθηκε να εγκατασταθεί γύρω από το Ντιγιάρμπακιρ στις αρχές της δεκαετίας του 1560, βρήκε, ότι οι περιοχές που ορίστηκαν ως οι βοσκότοποί τους, διεκδικούνταν από ντόπιους τσιφλικάδες. (...) Η κυβέρνηση διέταξε τους τοπικούς αξιωματούχους να εξακριβώσουν και να της αναφέρουν την ακριβή τοποθεσία και έκταση των βοσκοτόπων. Τους ζήτησε επίσης, να θέσουν τέρμα σε κάθε ιδιωτική αξίωση επί αυτών των οικοπέδων. (...) Αν και ήταν σύνηθες να διαμαρτύρονται οι αγρότες για τις πράξεις των νομάδων, δεν ήταν κατά κανένα τρόπο εκ των προτέρων δεδομένο, ότι η κεντρική κυβέρνηση θα αποφάσιζε υπέρ των αγροτών. Όταν κάποιοι αγρότες από τη Μπίτολα της Θράκης ζήτησαν τη βοήθεια της κυβέρνησης για να εμποδίσουν τσιγγάνους να έρθουν στα χωριά τους το 1634, η κυβέρνηση πήρε το μέρος των τσιγγάνων. Η διαταγή προέβλεπε, ότι μπορούσαν να συνεχίσουν τη μετανάστευσή τους εφόσον συμφωνούσαν να πληρώσουν αποζημίωση για τυχόν ζημιές, που θα προκαλούσαν οι ίδιοι ή τα ζώα τους. (Reşat Kasaba, Α Moveable Empire: Ottoman Nomads, Migrants, and Refugees (Studies in Modernity and Νational Ιdentity), Uniνersity οf Washington Press, Seattle and London 2009, σελ. 30-31). |
|
Αυτό μας οδηγεί να διαπιστώσουμε μία συστατική ένταση στη λειτουργία του ελληνικού κράτους (όπως και του τουρκικού και όλων των εθνικών κρατών, που ιδρύθηκαν στο χώρο της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας — με τον ιδιαίτερο τρόπο του το καθένα): Στο επίπεδο της οργανωτικής τους φαντασίωσης, τα μορφώματα αυτά βασίζονταν στο μοντέλο του νεωτερικού κράτους, της πολιτειότητας και των ξεκάθαρων συνόρων, που οριοθετούν τα αντίστοιχα εδάφη, όπως και τις ταυτότητες και τις διαδρομές των ανθρώπων. Στο επίπεδο όμως της συγκεκριμένης, πρακτικής διαχείρισης των πληθυσμών, οι νέες μακρο-εξουσίες που εγκαταστάθηκαν κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα, δεν ήταν τόσο απόλυτες όσο προϋποθέτει η αρχή της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας. Συχνά χρειάστηκε να διαπραγματευθούν μέτρα και αποφάσεις που λάμβαναν, και ιδίως την εφαρμογή τους, με τους υποκείμενους σε αυτά τα μέτρα, κατά τρόπους που ήταν ήδη δοκιμασμένοι υπό την αυτοκρατορία.
Τις περισσότερες φορές, η διαπραγμάτευση αυτή είχε να κάνει με το στοιχείο της κινητικότητας και της απεδαφικοποίησης / επανεδαφικοποίησης των πληθυσμών και της βαθιά ριζωμένης παράδοσης νομαδισμού, της οποίας ήταν φορείς. Αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει να σκεφτούμε, ότι «τίποτα δεν άλλαξε», ούτε, ακόμα λιγότερο, ότι η βιαιότητα των εθνοτικών συγκρούσεων ανήκει σε κάποια «αρχαϊκά ανατολίτικα κατάλοιπα», που αργά ή γρήγορα πρόκειται ή οφείλουν να εξαλειφθούν χάρη στην προέλαση της νεωτερικότητας και του κράτους δικαίου. Οφείλουμε να δούμε τα φαινόμενα αυτά στη θετικότητα και την ενδεχομενικότητά τους, και όχι με το εξελικτιστικό / εσχατολογικό βλέμμα του ευρωκεντρισμού και της αποικιοκρατιας.
Πολλά στρατόπεδα χρησιμοποιήθηκαν το ’22 για τη φιλοξενία των προσφύγων, όπως και στις ημέρες μας. Ο λόγος είναι, ότι τα στρατόπεδα διαθέτουν ορισμένες στοιχειώδεις υποδομές για διαβίωση: Κοιτώνες, μαγειρεία, λουτρά κ.ά..
Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ποντιακό γκέτο. |
Η νεωτερικότητα είναι φυσικά ήδη παρούσα σε όσα συνέβησαν στο χώρο της (πρώην) οθωμανικής αυτοκρατορίας τις δεκαετίες του 1910 και του 1920, και μπορεί να υποστηριχθεί, ότι αυτή η παρουσία είναι που προσέδωσε στα συμβάντα αυτά τη φονικότητα και την καταστροφικότητά τους. Διότι αυτό που άλλαξε, είναι ότι μια σειρά κρατικές πρακτικές ─και ιδίως η μετεγκατάσταση πληθυσμών, με διάφορα μέσα, που κυμαίνονταν από τον εξαναγκασμό μέχρι την παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων, ή κάποιο ενδιάμεσο συνδυασμό─ ακολουθήθηκαν και την περίοδο εκείνη, μόνο που τώρα ήταν συνδυασμένες και επικαθορισμένες από την αρχή των εθνών κρατών, που προϋποθέτουν την καθαρότητα, την ομοιογένεια και τη συνέχεια. Και, επίσης, την ακινησία.
Αυτή η «αιχμαλώτιση», επανερμηνεία και οικειοποίηση μιας παραδοσιακής μεθόδου διαχείρισης των πληθυσμών για τους σκοπούς της επίτευξης ενός σκοπού, που ήταν ριζικά ξένος προς τη λογική της αυτοκρατορίας (και προς τη λογική των ίδιων των ανθρώπων, πάνω στα κορμιά ─ή στα πτώματα─ των οποίων επιδιώχθηχε να εφαρμοστεί), δημιούργησε έναν εκρηκτικό συνδυασμό ενός μέσου διαχείρισης της κινητικότητας με ένα σκοπό, που επιδίωκε την κατάργησή της.
Τα sϋrgϋn (μετακινήσεις πληθυσμών) της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν είχαν καμία σχέση με την εσχατολογική υπόσχεση κάποιας Γης της Επαγγελίας. Η λογική και ο σκοπός τους δεν ήταν η «παλιννόστηση» σε κάποια υποτιθέμενη «κοιτίδα», σε κάποιο έδαφος, το οποίο εκλαμβανόταν ως το «φυσικό» έδαφος, όπου κατοικούσε κάποτε ─και θα έπρεπε να κατοικεί πάντοτε─ η αντίστοιχη εθνοτική ομάδα. Ούτε βεβαίως ήταν η επίτευξη εθνικής καθαρότητας. Άλλωστε, η εκάστοτε πληθυσμιακή ομάδα, που δεχόταν εντολή ή ενθάρρυνση να μετακινηθεί ─ή απλώς επικύρωση της μετακίνησης που είχε ήδη πραγματοποιήσει ή που πραγματοποιούσε περιοδικά─ δεν είχε πάντοτε ενιαία εθνοτική καταγωγή, και πάντως σχεδόν ποτέ δεν περιλάμβανε το σύνολο των ατόμων, που είχαν την ίδια συλλογική αίσθηση του ανήκειν (εάν είχαν κάποια). |
|
Η συμβολική κάλυψη, το σενάριο, που προσφέρθηκε για να νοηματοδοτήσει την υποχρεωτική ανταλλαγή του 1923 ─την ανταλλαγή, που επικυρώθηκε το ’23, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της είχε ήδη συντελεστεί, υπό την πίεση των όπλων─ αμετάκλητα βασιζόταν στις «χωροχρονικές μήτρες» του καπιταλιστικού, νεωτερικού κράτους-έθνους. Το ─αδιανόητο─ νόημα της ανταλλαγής ήταν, ότι το ενιαίο, καθαρό και «λείο» έδαφος εγκατάστασης ─όχι το Κιούπκιοϊ / Πρώτη, η παλιά ή η Νέα Μπάφρα, η παλιά ή η Νέα Σμύρνη, Φιλαδέλφεια, Μάδυτος, Κερασούντα κ.ο.κ., αλλά η Ελλάδα, η Τουρκία, η Βουλγαρία─ ήταν «η πατρίδα», και ως τέτοια συνιστούσε τον τελικό προορισμό των ενδιαφερομένων, σε αυτόν θα πρέπει να ζουν αυτονόητα από δω και στο εξής.
Πολλές χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται σήμερα στιβαγμένοι στην Ειδομένη.
Όπως οι μικρασιάτες πρόσφυγες συγκρότησαν μετά το 1922 τις προσφυγουπόλεις Νέα Σμύρνη, Νέα Χαλκηδόνα κ.λπ., έτσι ενδεχομένως σε λίγα χρόνια, οι χιλιάδες σύρων προσφύγων στην Ειδομένη ή αλλού, να έχουν συγκροτήσει κάποιες καινούριες προσφυγουπόλεις, όπως π.χ. τη Νέα Δαμασκό κ.ά..
Και μάλιστα, το γεγονός, ότι μέχρι τώρα δεν ζούσαν εκεί, αλλά στις «χαμένες πατρίδες», στον εθνοκρατικό λόγο καταγράφεται μόνο ως κάτι σαν ανωμαλία ή εναλλακτικά σαν μια «έσχατης καταφυγής» δικαιολογία για τη έγερση αλυτρωτικών διεκδικήσεων υπέρ και κατά των αντίστοιχων κρατών. Οι ελάχιστα πειστικές αυτές διεκδικήσεις όμως, προβάλλονται ─όποτε προβάλλονται─ μόνο φραστικά, αφού κατά βάθος όλοι ξέρουμε, ότι δεν πρόκειται να υλοποιηθούν ποτέ.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη:
Εμείς οι έποικοι, έκδ. «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2014. Η επιλογή των αποσπασμάτων,
η εισαγωγή (μπλε γράμματα), ο τίτλος, οι φωτογραφίες και οι υπότιτλοι έγιναν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας»
®1Greek Σκέψου....δεν είναι παράνομο ακόμη
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
COMMENTS