Του Γιάννη Θεοδωρόπουλου Η Άποψη ότι οι Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, που κατοικούσαν βορείως της Ηπείρου δεν φαίνετε να ισχύει απόλυτα.
Του Γιάννη
Θεοδωρόπουλου
Η Άποψη ότι οι Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, που κατοικούσαν βορείως της Ηπείρου δεν φαίνεται να ισχύει απόλυτα.
Η Άποψη ότι οι Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, που κατοικούσαν βορείως της Ηπείρου δεν φαίνεται να ισχύει απόλυτα.
Μελετώντας περιγραφές των
αρχαίων γεωγράφων ( Στράβωνας, Πλίνιος, Κλαύδιος κ.α. ) διαπιστώνουμε δύο
κύριες εθνολογικές διαφορές των Αλβανών, τους Γκέκηδες και τους Τόσκηδες.
Διαφέρουν δε τόσο πολύ ώστε τελικά να χαρακτηρίζονται, οι μεν πρώτοι Ιλλυριοί,
οι δε Τόσκηδες σαν Αλβανόφωνοι Έλληνες.
Το πιο πιθανόν είναι η βόρειος Αλβανία
να έχει δεχτεί Αβάρους από τις περιοχές της Κασπίας θάλασσας, όπου οι ιστορικοί
αναφέρουν κάποιες φιλές νομαδικές με το όνομα Αλβανοί.
Έτσι δικαιολογείτε η
διαφορά που παρουσιάζετε μεταξύ Γκέκηδων και Τόσκηδων. Θα μπορούσα να ονομάσω
την Βόρειο Αλβανία Ιλλυρία, και την νότιο, Βόρειο Ήπειρο.
Όπως οι Έλληνες έτσι και οι Τόσκηδες Αλβανοί αλλά και οι Ιλλυριοί, είναι οι μόνοι αυτόχθονες λαοί της περιοχής. Είναι μοναδικός θα έλεγα συγγενής λαός προς τους Έλληνες. Όλοι οι άλλοι λαοί (Βούλγαροι, Σέρβοι, Τούρκοι, Σλάβοι,) είναι ξενόφερτοι.
Το όνομά τους Ιλλυριοί, το οφείλουν στον επώνυμο ήρωα τους Ιλλυριό που ήταν γιός του Κάδμου ιδρυτού της Θήβας. Τον 7ον αι. π.χ. οι Έλληνες ίδρυσαν στις Ιλλυρικές ακτές πόλεις-εμπορικούς σταθμούς, την Επίδαμνο, την Απολλωνία κ.α.
Στη σημερινή Αλβανική γλώσσα το 80ο/ο των λέξεων έχουν ρίζα καθαρά Ιλλυρική, και γι’ αυτό παρουσιάζουν τεράστια ομοιότητα με τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις, ιδίως της πρωτοελληνικής, (Ομηρικής). Ειδικά η Αρβανίτικη που είναι καθαρά αρχαιοπρεπής.
Η αθρόα μετακίνηση Αλβανών εποίκων, κυρίως νομάδων, προς τις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας, και της Θεσσαλίας, εικάζεται ότι άρχισε επί αυτοκρατορίας Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (985-1025), και με αφετηρία την περιοχή μεταξύ του Αώου ποταμού και της πόλης Άρβανο ( εξ’ ου και Αρβανίτες ) της Αλβανίας.
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204 από τους σταυροφόρους, δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με επικεφαλής την δυναστεία των Αγγέλων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατό, μισθοφόρους Αλβανούς. Μετά την διάλυση του Δεσποτάτου οι Αλβανοί μισθοφόροι με αρχηγούς τον Κάρολο Τόπια, τον Πέτρο Μπούα, και τον Λιόσα, πήραν την εξουσία, περί το 1340. Τρία νέα κρατίδια έγινε το Δεσποτάτο. Του Τόπια, που περιλάμβανε την Αλβανία μέχρι τα Γιάννενα, του Λιόσα που περιλάμβανε την Άρτα, και την γύρω περιοχή, και του Πέτρου Μπούα με την Αιτωλοακαρνανία και πρωτεύουσα το Αγγελόκαστρο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι παραπάνω αρχηγοί, και ο Σκεντέρμπεης, αργότερα, ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, και συγκεκριμένα του Πύρρου του βασιλιά της Ηπείρου.
Οι αποκλειστικά Ελληνικές επιγραφές, και νομίσματα που σώζονται σήμερα σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της νοτίου Αλβανίας ενισχύουν τον ισχυρισμό τους.
Πάντως το Βασίλειο του Πύρρου κάλυπτε την νότιο Αλβανία και επόμενο ήταν να συνυπάρχουν Αλβανοί, Έλληνες, αλλά και Αλβανόφωνοι κάτοικοι με Ελληνική συνείδηση. Αυτούς τους Αλβανόφωνους με Ελληνική συνείδηση θεωρώ ότι είναι οι πρόγονοι των Αρβανιτών, που μετοίκισαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον η πλειοψηφία. Άλλωστε οι εποικίσεις δεν είχαν την μορφή επιδρομής αλλά ήσαν ειρηνικές, διότι έγιναν με την συμφωνία και επίβλεψη των Δεσποτών της Πελοποννήσου.
Στην διάρκεια της μακρόχρονης δεσποτείας του Μανουήλ Καντακουζηνού (1349-1380)
το Ελληνικό κράτος (Δεσποτάτο) της Πελοποννήσου, του οποίου ο πληθυσμός είχε αραιώσει ανησυχητικά, ( Αιτία, η πνευμονική πανώλης που ενέσκηψε το 531 και το 1346 σε όλη την Ευρώπη). Αλλά τον μεγαλύτερο αφανισμό στους Έλληνες προκάλεσαν οι χριστιανοπατέρες με πρώτο και με διαφορά τον Χρυσόστομο που έπεισε τον αυτοκράτορα Αρκάδιο να στρέψει το 396 τον στρατηγό των Γότθων Αλάριχο κατά των κέντρων πολιτισμού του Ελλαδικού χώρου, και αφού τον εφοδίασε με πολυάριθμους μοναχούς, ο Αλάριχος δολοφόνησε και κατέστρεψε κάθε τι το Ελληνικό.
Ο Μ. Κατακουζη νός ενθάρρυνε τον εποικισμό από Αρβανίτες νομάδες, με αποτέλεσμα την πύκνωση του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτών εποίκων εδέχθη η Κορινθία και η Αργολίδα.
Επί δεσποτείας Θεόδωρου Παλαιολόγου το 1392, τούτος, βλέποντας τον επερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο εγκατέστησε και αυτός άλλους 10.000 Αρβανίτες στην Πελοπόννησο
με την παραχώρηση στρατιωτοπίων. ( Άλλωστε η μπέσα και η ανδρεία που τους διέκρινε τους έκανε περιζήτητους ως μισθοφόρους )
Ο Πέτρος Μπούα, εγγονός του πρώτου Μπούα, με σώμα Αρβανιτών το 1454 εγκαθίσταται στην Πελοπόννησο ως μισθοφόρος των Παλαιολόγων με στρατιωτόπια. (δηλ. παραχώρηση γης έναντι στρατιωτικών υπηρεσιών) . Αργότερα οι Παλαιολόγοι αθέτησαν την συμφωνία με τους Αρβανίτες και τους επέβαλαν φόρους, τότε αυτοί εξεγέρθηκαν και οι Παλαιολόγοι ζήτησαν την βοήθεια των Τούρκων. Οι Τούρκοι αφού νίκησαν τους Αρβανίτες προσάρτησαν οριστικά την Πελοπόννησο.
Από το Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε την Αττική και την Βοιωτία και ήταν υπό την κατοχή των Λατίνων της Φλωρεντίας, χρησιμοποιήθηκαν Αρβανίτες μισθοφόροι το 1385. Έκτοτε ακολούθησε αθρόα εισροή αρβανιτών πάνω από 10.000 και εποίκισαν την Αττική και την Βοιωτία. Οι ονομασίες Σπάτα, Λιόπεσι, Λιόσια προέρχονται από τα ονόματα των ισχυρών αρχηγών τους. Αργότερα μερικοί εξ’ αυτών μετοίκισαν στην Εύβοια.
Αν τώρα εξετάσουμε π.χ. τον οίκο του Μερκούρη Μπούα, τούτος ομολογεί ότι είναι απευθείας απόγονος του βασιλιά Πύρου, αλλά και οι μετέπειτα Νικόλαος, και Πέτρος, Μπούα, που εξουσίασαν την Αιτωλοακαρνανία με έδρα το Αγγελόκαστρο, εκτός από τα Ελληνικά ονόματα τους, και η σημαία τους ήταν κίτρινη με ένα σταυρό και δύο αστέρια, δηλαδή Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Ενώ οι Αλβανοί που στρατολόγησαν οι Τούρκοι το 1821 εναντίον των Ελλήνων είχαν δύο σημαντικές διαφορές με τους Έλληνες Αρβανίτες, πρώτον δεν είχαν Ελληνική συνείδηση, και δεύτερον ήσαν Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.
Όσοι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν σε μέρη όπου κατοικούσαν Έλληνες αφομοιώθηκαν, και μόνο ελάχιστες λέξεις, και τοπωνύμια απέμειναν. Όσοι ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς, διατήρησαν την γλώσσα και τα έθιμα τους. Όμως από τότε και στο εξής η μοίρα και οι αγώνες για επιβίωση και ελευθερία, Ελλήνων και Αρβανιτών, ήταν κοινοί. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα, μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Τούρκους.
Σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα εκδήλωσαν την Ελληνική τους συνείδηση, (Διότι φαίνεται ότι πάντα πίστευαν μέσα τους, ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων της Ηπείρου και του βασιλιά της Πύρρου) Η δε συμμετοχή τους στον αγώνα του 1821 ήταν άκρως θετική. Με την δράση τους συνέβαλλαν ώστε σήμερα η Ελλάδα να μην είναι μια επαρχία της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί αγωνιστές του 1821 είχαν Αρβανίτικες ρίζες.
Μετά την Τουρκική κατοχή βλέπουμε Αρβανίτικες οικογένειες από την Αττική την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και την νότια Αλβανία, να μετοικούν περί το 1571 και μετά στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Πόρο, Κύθνο, Ίο, Σάμο, Άνδρο. Εκεί η ανάγκη να επιβιώσουν μετέπλασε τους ρωμαλέους άλλοτε ορεσίβιους σε τολμηρούς θαλασσοπόρους, μακρινούς προγόνους των ναυμάχων του 1821.
Με την Βυζαντινή κυριαρχία του Ελλαδικού χώρου, και την επί ποινή θανάτου, επιβολή του χριστιανισμού, το Ελληνικό έθνος, ψυχορραγούσε όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και πληθυσμιακά. Κατά την υποδούλωση του, από τους Ρωμαίους το 146 π.χ. λογικό είναι ο πληθυσμός του μαζί με τις αποικίες να αριθμούσε μερικά εκατομμύρια. Αν λάβουμε υπ' όψιν τις περιγραφές του Παυσανία, που θέλοντας να δείξει πόσο πυκνοκατοικημένος ήταν ο Ελλαδικός χώρος, γράφει ότι τα κατσίκια μπορούσαν να πηδούν από τα κεραμίδια τις μιας οικίας στα κεραμίδια της άλλης. .
Στις απογραφές του πληθυσμού που ενεργούσαν οι Ρωμαίοι στα προ Κωνσταντίνου χρόνια οι Ελληνόφωνες τις αυτοκρατορίας έφταναν τα σαράντα εκατομμύρια. Τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός; Είναι φανερό ότι συντελέστηκε από τον Κωνσταντίνο και τους μετά αυτοκράτορες, πλην του Ιουλιανού, μια τεραστίων διαστάσεων γενοκτονία κατά των Ελλήνων. Όλοι οι ερευνητές μιλούν για πολλά εκατομμύρια Ελλήνων, και οι περισσότεροι υπολογίζουν τους εκτελεσθέντες να ξεπερνούν τα είκοσι εκατομμύρια.
Ο Ελλαδικός χώρος εκεί που κάποτε έσφυζε από ζωή, και χαρούμενες γιορτές ερήμωσε, τεράστιες περιοχές έμειναν ακατοίκητες, και όπου συναντούσες οικισμούς εκεί βασίλευε η θλίψη και ο μαρασμός. Οι ολυμπιακοί αγώνες, τα Νέμεα, τα Ίσθμια, τα Πύθια, τα Παναθήναια σταμάτησαν. Οι ποιητικοί και θεατρικοί αγώνες δεν ξανάγιναν. Τα στάδια και τα θέατρα έρημα, έμειναν βουβοί μάρτυρες, του λαμπρού παρελθόντος, και με τις κουκουβάγιες που τα κατοίκισαν να θρηνούν ολονυχτίς, την πνευματική και πολιτισμική κατάντια των Ελλήνων.
Η εγκατάσταση όμως των Αρβανιτών και αφομοίωση τους από τον ντόπιο πληθυσμό ήταν το φιλί της ζωής για το Ελληνικό έθνος που ψυχορραγούσε πληθυσμιακά. Μπήκε νέο αίμα, αυξήθηκε ο πληθυσμός, η γη καλλιεργήθηκε, αυξήθηκε το εμπόριο των παραγομένων αγαθών, η δια θαλάσσης διακίνηση εμπορευμάτων, και βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο του λαού
Όπως οι Έλληνες έτσι και οι Τόσκηδες Αλβανοί αλλά και οι Ιλλυριοί, είναι οι μόνοι αυτόχθονες λαοί της περιοχής. Είναι μοναδικός θα έλεγα συγγενής λαός προς τους Έλληνες. Όλοι οι άλλοι λαοί (Βούλγαροι, Σέρβοι, Τούρκοι, Σλάβοι,) είναι ξενόφερτοι.
Το όνομά τους Ιλλυριοί, το οφείλουν στον επώνυμο ήρωα τους Ιλλυριό που ήταν γιός του Κάδμου ιδρυτού της Θήβας. Τον 7ον αι. π.χ. οι Έλληνες ίδρυσαν στις Ιλλυρικές ακτές πόλεις-εμπορικούς σταθμούς, την Επίδαμνο, την Απολλωνία κ.α.
Στη σημερινή Αλβανική γλώσσα το 80ο/ο των λέξεων έχουν ρίζα καθαρά Ιλλυρική, και γι’ αυτό παρουσιάζουν τεράστια ομοιότητα με τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις, ιδίως της πρωτοελληνικής, (Ομηρικής). Ειδικά η Αρβανίτικη που είναι καθαρά αρχαιοπρεπής.
Η αθρόα μετακίνηση Αλβανών εποίκων, κυρίως νομάδων, προς τις περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας, και της Θεσσαλίας, εικάζεται ότι άρχισε επί αυτοκρατορίας Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (985-1025), και με αφετηρία την περιοχή μεταξύ του Αώου ποταμού και της πόλης Άρβανο ( εξ’ ου και Αρβανίτες ) της Αλβανίας.
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204 από τους σταυροφόρους, δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με επικεφαλής την δυναστεία των Αγγέλων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατό, μισθοφόρους Αλβανούς. Μετά την διάλυση του Δεσποτάτου οι Αλβανοί μισθοφόροι με αρχηγούς τον Κάρολο Τόπια, τον Πέτρο Μπούα, και τον Λιόσα, πήραν την εξουσία, περί το 1340. Τρία νέα κρατίδια έγινε το Δεσποτάτο. Του Τόπια, που περιλάμβανε την Αλβανία μέχρι τα Γιάννενα, του Λιόσα που περιλάμβανε την Άρτα, και την γύρω περιοχή, και του Πέτρου Μπούα με την Αιτωλοακαρνανία και πρωτεύουσα το Αγγελόκαστρο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι παραπάνω αρχηγοί, και ο Σκεντέρμπεης, αργότερα, ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, και συγκεκριμένα του Πύρρου του βασιλιά της Ηπείρου.
Οι αποκλειστικά Ελληνικές επιγραφές, και νομίσματα που σώζονται σήμερα σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της νοτίου Αλβανίας ενισχύουν τον ισχυρισμό τους.
Πάντως το Βασίλειο του Πύρρου κάλυπτε την νότιο Αλβανία και επόμενο ήταν να συνυπάρχουν Αλβανοί, Έλληνες, αλλά και Αλβανόφωνοι κάτοικοι με Ελληνική συνείδηση. Αυτούς τους Αλβανόφωνους με Ελληνική συνείδηση θεωρώ ότι είναι οι πρόγονοι των Αρβανιτών, που μετοίκισαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον η πλειοψηφία. Άλλωστε οι εποικίσεις δεν είχαν την μορφή επιδρομής αλλά ήσαν ειρηνικές, διότι έγιναν με την συμφωνία και επίβλεψη των Δεσποτών της Πελοποννήσου.
Στην διάρκεια της μακρόχρονης δεσποτείας του Μανουήλ Καντακουζηνού (1349-1380)
το Ελληνικό κράτος (Δεσποτάτο) της Πελοποννήσου, του οποίου ο πληθυσμός είχε αραιώσει ανησυχητικά, ( Αιτία, η πνευμονική πανώλης που ενέσκηψε το 531 και το 1346 σε όλη την Ευρώπη). Αλλά τον μεγαλύτερο αφανισμό στους Έλληνες προκάλεσαν οι χριστιανοπατέρες με πρώτο και με διαφορά τον Χρυσόστομο που έπεισε τον αυτοκράτορα Αρκάδιο να στρέψει το 396 τον στρατηγό των Γότθων Αλάριχο κατά των κέντρων πολιτισμού του Ελλαδικού χώρου, και αφού τον εφοδίασε με πολυάριθμους μοναχούς, ο Αλάριχος δολοφόνησε και κατέστρεψε κάθε τι το Ελληνικό.
Ο Μ. Κατακουζη νός ενθάρρυνε τον εποικισμό από Αρβανίτες νομάδες, με αποτέλεσμα την πύκνωση του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτών εποίκων εδέχθη η Κορινθία και η Αργολίδα.
Επί δεσποτείας Θεόδωρου Παλαιολόγου το 1392, τούτος, βλέποντας τον επερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο εγκατέστησε και αυτός άλλους 10.000 Αρβανίτες στην Πελοπόννησο
με την παραχώρηση στρατιωτοπίων. ( Άλλωστε η μπέσα και η ανδρεία που τους διέκρινε τους έκανε περιζήτητους ως μισθοφόρους )
Ο Πέτρος Μπούα, εγγονός του πρώτου Μπούα, με σώμα Αρβανιτών το 1454 εγκαθίσταται στην Πελοπόννησο ως μισθοφόρος των Παλαιολόγων με στρατιωτόπια. (δηλ. παραχώρηση γης έναντι στρατιωτικών υπηρεσιών) . Αργότερα οι Παλαιολόγοι αθέτησαν την συμφωνία με τους Αρβανίτες και τους επέβαλαν φόρους, τότε αυτοί εξεγέρθηκαν και οι Παλαιολόγοι ζήτησαν την βοήθεια των Τούρκων. Οι Τούρκοι αφού νίκησαν τους Αρβανίτες προσάρτησαν οριστικά την Πελοπόννησο.
Από το Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε την Αττική και την Βοιωτία και ήταν υπό την κατοχή των Λατίνων της Φλωρεντίας, χρησιμοποιήθηκαν Αρβανίτες μισθοφόροι το 1385. Έκτοτε ακολούθησε αθρόα εισροή αρβανιτών πάνω από 10.000 και εποίκισαν την Αττική και την Βοιωτία. Οι ονομασίες Σπάτα, Λιόπεσι, Λιόσια προέρχονται από τα ονόματα των ισχυρών αρχηγών τους. Αργότερα μερικοί εξ’ αυτών μετοίκισαν στην Εύβοια.
Αν τώρα εξετάσουμε π.χ. τον οίκο του Μερκούρη Μπούα, τούτος ομολογεί ότι είναι απευθείας απόγονος του βασιλιά Πύρου, αλλά και οι μετέπειτα Νικόλαος, και Πέτρος, Μπούα, που εξουσίασαν την Αιτωλοακαρνανία με έδρα το Αγγελόκαστρο, εκτός από τα Ελληνικά ονόματα τους, και η σημαία τους ήταν κίτρινη με ένα σταυρό και δύο αστέρια, δηλαδή Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Ενώ οι Αλβανοί που στρατολόγησαν οι Τούρκοι το 1821 εναντίον των Ελλήνων είχαν δύο σημαντικές διαφορές με τους Έλληνες Αρβανίτες, πρώτον δεν είχαν Ελληνική συνείδηση, και δεύτερον ήσαν Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.
Όσοι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν σε μέρη όπου κατοικούσαν Έλληνες αφομοιώθηκαν, και μόνο ελάχιστες λέξεις, και τοπωνύμια απέμειναν. Όσοι ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς, διατήρησαν την γλώσσα και τα έθιμα τους. Όμως από τότε και στο εξής η μοίρα και οι αγώνες για επιβίωση και ελευθερία, Ελλήνων και Αρβανιτών, ήταν κοινοί. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα, μετά την κατάκτηση της Ελλάδος από τους Τούρκους.
Σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα εκδήλωσαν την Ελληνική τους συνείδηση, (Διότι φαίνεται ότι πάντα πίστευαν μέσα τους, ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων της Ηπείρου και του βασιλιά της Πύρρου) Η δε συμμετοχή τους στον αγώνα του 1821 ήταν άκρως θετική. Με την δράση τους συνέβαλλαν ώστε σήμερα η Ελλάδα να μην είναι μια επαρχία της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί αγωνιστές του 1821 είχαν Αρβανίτικες ρίζες.
Μετά την Τουρκική κατοχή βλέπουμε Αρβανίτικες οικογένειες από την Αττική την Πελοπόννησο, την Ήπειρο και την νότια Αλβανία, να μετοικούν περί το 1571 και μετά στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Πόρο, Κύθνο, Ίο, Σάμο, Άνδρο. Εκεί η ανάγκη να επιβιώσουν μετέπλασε τους ρωμαλέους άλλοτε ορεσίβιους σε τολμηρούς θαλασσοπόρους, μακρινούς προγόνους των ναυμάχων του 1821.
Με την Βυζαντινή κυριαρχία του Ελλαδικού χώρου, και την επί ποινή θανάτου, επιβολή του χριστιανισμού, το Ελληνικό έθνος, ψυχορραγούσε όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και πληθυσμιακά. Κατά την υποδούλωση του, από τους Ρωμαίους το 146 π.χ. λογικό είναι ο πληθυσμός του μαζί με τις αποικίες να αριθμούσε μερικά εκατομμύρια. Αν λάβουμε υπ' όψιν τις περιγραφές του Παυσανία, που θέλοντας να δείξει πόσο πυκνοκατοικημένος ήταν ο Ελλαδικός χώρος, γράφει ότι τα κατσίκια μπορούσαν να πηδούν από τα κεραμίδια τις μιας οικίας στα κεραμίδια της άλλης. .
Στις απογραφές του πληθυσμού που ενεργούσαν οι Ρωμαίοι στα προ Κωνσταντίνου χρόνια οι Ελληνόφωνες τις αυτοκρατορίας έφταναν τα σαράντα εκατομμύρια. Τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός; Είναι φανερό ότι συντελέστηκε από τον Κωνσταντίνο και τους μετά αυτοκράτορες, πλην του Ιουλιανού, μια τεραστίων διαστάσεων γενοκτονία κατά των Ελλήνων. Όλοι οι ερευνητές μιλούν για πολλά εκατομμύρια Ελλήνων, και οι περισσότεροι υπολογίζουν τους εκτελεσθέντες να ξεπερνούν τα είκοσι εκατομμύρια.
Ο Ελλαδικός χώρος εκεί που κάποτε έσφυζε από ζωή, και χαρούμενες γιορτές ερήμωσε, τεράστιες περιοχές έμειναν ακατοίκητες, και όπου συναντούσες οικισμούς εκεί βασίλευε η θλίψη και ο μαρασμός. Οι ολυμπιακοί αγώνες, τα Νέμεα, τα Ίσθμια, τα Πύθια, τα Παναθήναια σταμάτησαν. Οι ποιητικοί και θεατρικοί αγώνες δεν ξανάγιναν. Τα στάδια και τα θέατρα έρημα, έμειναν βουβοί μάρτυρες, του λαμπρού παρελθόντος, και με τις κουκουβάγιες που τα κατοίκισαν να θρηνούν ολονυχτίς, την πνευματική και πολιτισμική κατάντια των Ελλήνων.
Η εγκατάσταση όμως των Αρβανιτών και αφομοίωση τους από τον ντόπιο πληθυσμό ήταν το φιλί της ζωής για το Ελληνικό έθνος που ψυχορραγούσε πληθυσμιακά. Μπήκε νέο αίμα, αυξήθηκε ο πληθυσμός, η γη καλλιεργήθηκε, αυξήθηκε το εμπόριο των παραγομένων αγαθών, η δια θαλάσσης διακίνηση εμπορευμάτων, και βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο του λαού
COMMENTS