Το βρετανικό περιοδικό «Economist» επιχείρησε να αναζητήσει στη θεωρία τις αιτίες των πολυεπίπεδων αλλαγών που συντελούνται παγκοσμίως
Η ανάπτυξη φέρνει ύφεση και αντιστρόφως
Η θεωρία των οικονομικών κύκλων και η αυταπάτη της «αειφόρου ανάπτυξης»
Το βρετανικό περιοδικό «Economist»
επιχείρησε να αναζητήσει στη θεωρία τις αιτίες των πολυεπίπεδων αλλαγών που
συντελούνται παγκοσμίως. Επιχείρησε μιαν αναζήτηση των ιδεών εκείνων που θα
συνέβαλαν στην υπέρβαση της μετεξελιγμένης κρίσης και στην αποκατάσταση της
εμπιστοσύνης των ανθρώπων απέναντι στα δικά τους μεγάλα επιτεύγματα, με πρώτο την
ιστορικά πρωτοφανή εβδομηκονταετή περίοδο ειρήνης και ευημερίας μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεύτερη μεγάλη οικονομική ιδέα που εκόντες – άκοντες
ξαναθυμηθήκαμε τα χρόνια της κρίσης έχει να κάνει με τη θεωρία των οικονομικών
κύκλων και ανήκει σε έναν αμερικανό επιστήμονα που παρέμεινε για δεκαετίες
ξεχασμένος, επειδή στα χρόνια της οικονομικής ευωχίας αυτός προειδοποιούσε για
καταστροφές. Πρόκειται για τον «κασσανδρικό» Χάιμαν Μίνσκι, ο οποίος υποστήριξε
ότι η οικονομική ανάπτυξη «τρέφει» την ύφεση. Οτι η περιβόητη «αειφόρος
ανάπτυξη» είναι ένας μύθος, καθώς αργά ή γρήγορα η φούσκα θα σκάσει. Και εδώ
αξίζει να θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες, παρότι δεν πίστευαν στις
καταστροφολογίες της Κασσάνδρας (ο άνθρωπος ανέκαθεν απωθούσε τις δυσάρεστες
σκέψεις από το μυαλό του), πάντοτε προσέτρεχαν σε αυτήν για να τη
συμβουλευτούν.
Λιγότερο σοφοί κατά τα
φαινόμενα, οι σύγχρονοι Ελληνες και ξένοι άρχισαν να αναδιφούν στα γραπτά του
Μίνσκι μετά την καταστροφή του 2008. Και σήμερα μιλούν για τη «στιγμή του Μίνσκι», την οποία ο ίδιος ευτύχησε να… μην
ζήσει, αφού πρόλαβε και πέθανε το 1996, την εποχή ακριβώς που οι ολετήρες Μπιλ Κλίντον και Αλαν Γκρίνσπαν έκοβαν
το καπίστρι του παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού και τον
άφηναν να καλπάσει ανεμπόδιστα προς την καταστροφή μας – όχι αναγκαστικά
προς την καταστροφή του, διότι το παρόν αφιέρωμα αυτό ακριβώς δείχνει, την
προσπάθεια επιβίωσής του.
«Εχοντας περάσει τα νιάτα του την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης, ο Μίνσκι δεν μπορούσε να βγάλει από τον νου του την καταστροφή. Ετσι, αναζήτησε τις αιτίες των οικονομικών κρίσεων και διατύπωσε την υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας, ότι η ευημερία σπέρνει τον σπόρο της επόμενης κρίσης» γράφει ο «Economist». Κι αναρωτιέται κανείς αν η μοίρα των σημερινών νέων, επιστημόνων και μη, είναι να παγιδευτούν στην πικρόχολη δίνη του οικονομικού πεσιμισμού – τι θα απογίνει το αμερικανικό όνειρο;
Καταστραφήκαμε, ε και;
Ο Μίνσκι ερεύνησε την
έννοια της επένδυσης και διέκρινε τρία είδη χρηματοδότησης, χαμηλού, μέτριου
και υψηλού κινδύνου. Η χρηματοδότηση υψηλού ρίσκου δεν προϋποθέτει την κατοχή
κεφαλαίου ούτε απαιτεί αξιόπιστες εγγυήσεις, αλλά βασίζεται στα μελλοντικά
κέρδη της επένδυσης. Το συμπέρασμα του Μίνσκι είναι ότι, συν τω χρόνω και
ιδιαιτέρως αν η οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά, ο πειρασμός ανάληψης
επενδυτικού ρίσκου και συσσώρευσης χρεών είναι ακαταμάχητος. «Οταν η ανάπτυξη μοιάζει σίγουρη, γιατί να μη δανειστείς
περισσότερο;» αναρωτιέται ο «Economist». Γιατί, δηλαδή, να μην
πάρεις ένα διακοποδάνειο, ένα εορτοδάνειο και μια Καγιέν με 70.000 ευρώ δίχως
προκαταβολή (και δίχως τεκμήριο);
Ο Μίνσκι μελέτησε τις
συνέπειες της υψηλής μόχλευσης της οικονομίας. Αμφισβήτησε την
αποτελεσματικότητα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών και υποστήριξε ότι οι άνθρωποι
ενεργούν ανορθολογικά, λαμβάνουν λανθασμένες οικονομικές αποφάσεις, αγνοούν
τους συστημικούς κινδύνους και ρέπουν προς την αυταπάτη. Οι ιδέες του υπήρξαν
επί δεκαετίες στα αζήτητα, πρόσφατα ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν διακήρυξε επιχαίροντας ότι «όλοι είμαστε Μινσκιστές τώρα», αλλά ο κυνικός
«Economist» φροντίζει να «γειώσει» τον αριστερόστροφο νομπελίστα με…
μινσκιστικό τρόπο, προβλέποντας ότι «οι μνήμες του 2008 θα
ξεθωριάσουν, οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν και πάλι να μεγεθύνονται, οι τράπεζες
να τις χρηματοδοτούν και οι εποπτικές αρχές να χάνουν τον έλεγχο»,
για να καταλήξει στην πρόβλεψη ότι ο Χάιμαν Μίνσκι θα περάσει και πάλι στη λήθη
και την καταφρόνια. «Οσο απομακρυνόμαστε από την
τελευταία κρίση τόσο λιγότερο θέλουμε να ακούμε για την επόμενη που έρχεται» γράφει
ο «Economist». Οι ψυχίατροι το περιγράφουν αυτό ως «επανάληψη τραύματος».
Εχει και χαμένους η παγκοσμιοποίησηΗ απελευθέρωση του εμπορίου απαιτεί προστασία των εργαζομένων
Η τρίτη μεγάλη οικονομική
ιδέα έχει να κάνει με τη σχέση δασμών και μισθών, όπως σημειώνει το βρετανικό
περιοδικό. Η ιδέα ανήκει στον αμερικανό οικονομολόγο Βόλφγκανγκ Στόλπερ, που
την επεξεργάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε συνεργασία με τον
συνάδελφό του στο Χάρβαρντ, μετέπειτα διάσημο και νομπελίστα οικονομολόγο Πολ
Σάμιουελσον. Από την εμπειρία του εργαζόμενος σε ένα κλωστοϋφαντουργείο
στη Νιγηρία, το οποίο έπρεπε να ευεργετείται με δασμολόγηση των εισαγόμενων
ανταγωνιστικών προϊόντων με 90% για να αντεπεξέρχεται, ο Στόλπερ απέδειξε
επιστημονικά κάτι το κοινότοπο, με την έννοια ότι εύκολα το αντιλαμβάνονται οι
μη ειδικοί, όχι όμως και οι οικονομολόγοι: ότι το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ χωρών
με εξειδικευμένο και ακριβό εργατικό δυναμικό και χωρών με φθηνά εργατικά χέρια
αποβαίνει εις βάρος των εργαζομένων στην πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα.
«Οι αφρικανοί εργαζόμενοι είναι οι πιο κακοπληρωμένοι στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα και οι πιο ακριβοί» απεφάνθη ο Στόλπερ. Δεν είναι ανταγωνιστικοί. Σε συνεργασία με τον Σάμιουελσον ο Στόλπερ διαπίστωσε ότι υπάρχει ένα «ψήγμα άβολης αλήθειας» που παραβλέπουν οι παραδοσιακοί οικονομολόγοι, στηριζόμενοι στις θεωρίες των αρχών του 19ου αιώνα του Ντέιβιντ Ρικάρντο, που συμπέραιναν ότι η απελευθέρωση του εμπορίου είναι αμοιβαίως επωφελής για όλες τις χώρες και τους εργαζομένους, πλούσιους και φτωχούς.
Οι Στόλπερ – Σάμιουελσον
απέδειξαν ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, με οικονομίες εντάσεως κεφαλαίου και καλά
καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, βγαίνουν ζημιωμένες από τον διεθνή ανταγωνισμό
αν δεν λάβουν μέτρα προστασίας των εργαζομένων. Για την ακρίβεια, το ελεύθερο
και αδασμολόγητο εμπόριο ευνοεί τις ΗΠΑ ως εθνική οικονομία και τους
κεφαλαιούχους της, αλλά όχι τους αμερικανούς εργαζομένους, διότι ροκανίζει την
αγοραστική τους δύναμη.
Η κρατούσα άποψη
υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν οι μισθοί των πλούσιων εργαζομένων πέσουν λόγω του
ανταγωνισμού με τους χαμηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους σε φτωχές χώρες, η
πτώση των τιμών των προϊόντων θα εξισορροπήσει την απώλεια της αγοραστικής τους
δύναμης.
«Μακροπρόθεσμα η εργατική τάξη δεν έχει
τίποτα να φοβηθεί από το διεθνές εμπόριο, διότι οι εργαζόμενοι θα μετακινούνταν
από τους φθίνοντες βιομηχανικούς κλάδους στους ανθούντες και ανερχόμενους» αποφαινόταν
το 1936 ο αυστριακός οικονομολόγος Γκότφριντ Χάμπερλερ.
Στο ίδιο μήκος κύματος η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ έχει
επανειλημμένως τονίσει ότι οι σύγχρονοι εργαζόμενοι πρέπει να διαθέτουν
κινητικότητα. Και για να μεταπηδούν από κλάδο σε κλάδο των επιχειρήσεων και για
να μετακινούνται από χώρα σε χώρα προκειμένου να βρουν δουλειά.
Ο Στόλπερ αμφισβήτησε αυτά
τα αξιώματα. Σκέφτηκε ότι σε μια μικρή οικονομία που παράγει, για παράδειγμα,
ρολόγια και σιτάρι, ένας εξειδικευμένος ρολογάς για να είναι ανταγωνιστικός η
εταιρεία του πρέπει να ευνοείται από έναν δασμό 10%. Αν ο δασμός καταργηθεί, η
τιμή των ρολογιών που παράγει θα μειωθεί κατά 10%. Η εταιρεία για να
αντεπεξέλθει θα πρέπει να κάνει απολύσεις και να κλείσει μονάδες παραγωγής.
Οταν κατακαθήσει ο
κουρνιαχτός, θα υπέθετε κανείς ότι οι μισθοί και τα ενοίκια θα μειώνονταν κατά
10%. Αυτό όμως δεν θα συμβεί, διότι μια ωρολογοποιία είναι μια επιχείρηση
εντάσεως εργασίας, άρα οι μισθοί θα μειωθούν περισσότερο από όσο τα ενοίκια.
Από την άλλη πλευρά, οι τιμές των σιτηρών δεν πρόκειται να μειωθούν (θα τις
στηρίξουν οι παραγωγοί σιτηρών). Εν τέλει το παράδοξο που θα συμβεί θα είναι να
μειωθούν δυσανάλογα (πάνω από 10%) οι μισθοί στην ωρολογοποιία, και τα ενοίκια
και η αξία της γης να… αυξηθούν, έστω και ελάχιστα.
Το κινεζικό σοκ, αναφέρει ο
«Economist» επικαλούμενος έρευνα του ΜΙΤ, έδειξε ότι δεν βρέθηκε υπό πίεση η
βιομηχανική εργασία στις ΗΠΑ, αλλά ολόκληρο το αμερικανικό εργατικό δυναμικό,
ακόμα και αυτό με υψηλή εκπαίδευση και εξειδίκευση. Χάρη στην παγκοσμιοποίηση,
τα αγαθά διασχίζουν εύκολα τα εθνικά σύνορα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους
εργαζομένους. Και εν τέλει η απελευθέρωση του εμπορίου ίσως αποβεί εις βάρος
των αμερικανών εργαζομένων.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
COMMENTS