αν κάτι μας δίδαξε το πείραμα της κατάρρευσης της Lehman Brothers είναι ότι αργά ή γρήγορα και με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλέψει ο λογαριασμός θα μεταβιβασθεί.
Το ερώτημα δεν είναι αν, το ερώτημα είναι πότε η Deutsche Bank θα καταρρεύσει καταγράφοντας την μεγαλύτερη ιδιωτική χρεοκοπία της γηραιάς ηπείρου. Ακόμη δε, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για εμάς παρουσιάζει ένα άλλο ερώτημα: ποιός θα πληρώσει τα σπασμένα της άγριας κερδοσκοπίας των Γερμανών κερδοσκόπων.
Γιατί, αν κάτι μας δίδαξε το πείραμα της κατάρρευσης της Lehman Brothers είναι ότι αργά ή γρήγορα και με έναν τρόπο που κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλέψει ο λογαριασμός θα μεταβιβασθεί. Δε θα μείνει στους ισολογισμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θα επιστρατεύσει όλη την επινοητικότητα και καινοτομία του για να μεταβιβάσει στο δημόσιο τις ζημιές του.
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Οι καμπάνες για τη Deutsche Bank χτύπησαν πένθιμα για μια ακόμη φορά, μετά την ανησυχία που είχε εκφράσει το ΔΝΤ τον Ιούνιο δηλώνοντας ότι αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο και μετά την πτώση της μετοχής της το χειμώνα όταν έγιναν γνωστές οι επενδύσεις σε τοξικά ομόλογα περιλαμβανομένων πετρελαϊκών εταιρειών, ύψους 55 τρις. ευρώ! Τώρα, αφορμή στάθηκε μια αυξανόμενη φημολογία για το ύψος που ενδέχεται να φτάσει το πρόστιμο από τις αμερικανικές αρχές με αφορμή τη δικαστική διερεύνηση που σχετίζεται με τις αγοραπωλησίες ενυπόθηκων τίτλων.
Ο λογαριασμός ξεπερνάει ακόμη και τις πιο μαύρες προβλέψεις (που το εκτιμούσαν στα 5,5 δισ. δολ.) κι αναμένεται να φτάσει τα 14 δισ. δολ., δίνοντας αφορμή σε πολλούς να χαρακτηρίσουν την κίνηση των αμερικανικών αρχών ως εκδικητική και απάντηση στην εντολή των Βρυξελλών προς την κυβέρνηση της Ιρλανδίας να εισπράξει από την Apple 13 δισ. ευρώ, τα οποία γλίτωσε λόγω φοροαποφυγής.
Το ποσό είναι τόσο υψηλό ώστε συγκρίνεται ευθέως με την κεφαλαιοποίηση του γερμανικού κολοσσού που κυμαίνεται γύρω στα 16 δις. ευρώ , μετά την νέα μείωση της μετοχής της, που είχε ως αποτέλεσμα να καταγράψει πτώση φέτος μόνο της τάξης του 50%.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι, αντίθετα με τις Βρυξέλλες που έχουν αποδειχθεί πολύ επιλεκτικές στα πρόστιμα τα οποία ανακοινώνουν, ρίχνοντας στα μαλακά τις ευρωπαϊκές εταιρείες, η Ουάσιγκτον έχει επιβάλει ιλιγγιώδη πρόστιμα στο παρελθόν ακόμη και στους «δικούς της» χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς. Για παράδειγμα στην Bank of America στο πλαίσιο της διερεύνησης της ίδιας υπόθεσης (ενυπόθηκους τίτλους) επέβαλε πρόστιμο ύψους 17 δισ. δολ.
Στην Goldman Sachs, μόλις μάλιστα τον περασμένο Απρίλιο, την εποχή δηλαδή που ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, διαπραγματευόταν την μετεγγραφή του στην περιβόητη Τράπεζα, οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν πρόστιμο 5,06 δισ. δολ. Δεν είναι εύκολο επομένως να κατηγορηθούν για μεροληψία οι αμερικανικές αρχές.
Πολύ περισσότερο που ο γερμανικός «εθνικός πρωταθλητής» του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει αποτύχει κατ’ επανάληψη να περάσει τα τεστ αντοχής που διενεργούνται στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, κατ’ εφαρμογήν του νόμου Ντοντ – Φρανκ, ο οποίος ψηφίστηκε το 2010 φιλοδοξώντας να χαλιναγωγήσει την ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η Deutsche Bank , και για την ακρίβεια η θυγατρική της στις ΗΠΑ, κόπηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά τον Ιούνιο (μαζί με την αμερικανική Morgan Stanley και την επίσης ευρωπαϊκή Santander) αποτυγχάνοντας να περάσει στα τεστ που υποβάλλονται όλες οι τράπεζες με ενεργητικό άνω των 50 δισ. δολ. καλούμενες να αποδείξουν ότι μπορούν να ανταπεξέλθουν σε καταστροφικά σενάρια που περιλαμβάνουν απότομη άνοδο των επιτοκίων και της ανεργίας, πτώση των τιμών των μετοχών, κ.α.
Κανείς επομένως δε θα πέσει από τα σύννεφα αν ακόμη και μετά από οκτώ χρόνια η Deutsche Bank αποδειχθεί το μεγαλύτερο ίσως τραπεζικό θύμα της κρίσης του 2008 και αναγκαστεί να κατεβάσει ρολά, με την παραδοχή των εμπλεκομένων μερών πώς απέτυχαν όλα τα μέσα που επιστράτευσαν για να τη διατηρήσουν στη ζωή.
Ωστόσο, η διοίκηση της Deutsche Bank δηλώνει την αισιοδοξία της πώς μπορεί να ξεπεράσει την κρίση ακόμη και μετά την άρνηση της κυβέρνησης να τη στηρίξει λόγω των επικείμενων εκλογών, ακόμη και χωρίς την έκδοση νέων μετόχων – γεγονός απευκταίο για τους νυν μετόχους καθώς θα οδηγούσε σε περαιτέρω πτώση την τιμή των μετοχών. Θυμίζει έτσι τον διευθύνοντα σύμβουλο της Lehman Brothers που τον Απρίλιο του 2008 διαβεβαίωνε ότι «οι χειρότερες συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης βρίσκονται πίσω μας».
Η κυβέρνηση της Γερμανίας αποκλείει κάθε ενδεχόμενο διάσωσης της αγαπημένης τράπεζας του Χίτλερ γιατί ξέρει ότι αν δώσει το πράσινο φως αμέσως μετά οι Βρυξέλλες θα κατακλυσθούν από αντίστοιχα αιτήματα εκ μέρους της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, τουλάχιστον. Δεν αποκλείεται ωστόσο η Deutsche Bank να παραμείνει διασωληνωμένη μέχρι τον Οκτώβριο του 2017 και οι δυσάρεστες για το εκλογικό σώμα της Γερμανίας αποφάσεις να ληφθούν μετά.
Ως τότε στο τραπέζι υπάρχουν πολλές λύσεις που δεν αποκλείεται τον αντίκτυπό τους να νιώσουν οι πολίτες όλης της Ευρώπης, από την μια άκρη της γηραιάς ηπείρου ως την άλλη. Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η συγχώνευση. Το δήλωσε χωρίς περιστροφές ο ίδιος ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank πριν λίγες μέρες όταν επισήμαινε ότι στη Γερμανία υπάρχουν υπερβολικά πολλές τράπεζες.
Επίσης ότι απαιτούνται περισσότερες εξαγορές τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο.
Δεν αποκλείεται δηλαδή μέχρι η καγκελαρία να ανοίξει τους κρουνούς η Deutsche Bank να σταθεί στα πόδια της εξαγοράζοντας μικρές και υγιείς τράπεζες, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο τη ρευστότητά της κι άλλα κρίσιμα μεγέθη. Η μέθοδος πέτυχε σε μικρότερες χώρες από λιγότερο έμπειρες διοικήσεις, γιατί να μην πετύχει στη Γερμανία;
Το ενδεχόμενο είναι κάθε άλλο παρά θεωρητικό. Δεν αποκλείεται δε η πρώτη τράπεζα που θα αφαιμάξει η Deutsche Bank (τα περιουσιακά στοιχεία της οποίας πέρυσι ισούνταν με 1,8 τρις. ευρώ αντιστοιχώντας στο 50% της γερμανικής οικονομίας) να είναι η Commerzbank, ο έτερος εκ των διδύμων πύργος του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει αφεθεί στη μοίρα του, δηλαδή να καταρρεύσει, καθώς όλες οι προσπάθειες επικεντρώνονται στην Deutsche Bank , την τράπεζα του Τρίτου Ράιχ. Μάρτυρας της δεινής θέσης στην οποία βρίσκεται η Commerzbank, η μετοχή της οποίας έχει πέσει κατά 40% τον τελευταίο χρόνο, είναι η πρόσφατη ανακοίνωση της για περικοπή τα επόμενα τέσσερα χρόνια 9.000 θέσεων εργασίας, από 51.300 άτομα που απασχολούσε στο τέλος του 2015.
Οι πρωτοφανείς πιέσεις που δέχεται ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας οφείλονται, πέραν όλων των άλλων (ύφεση της οικονομίας, μείωση της καταναλωτικής ζήτησης, κ.α.π.) και στα αρνητικά επιτόκια που επέβαλε πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Ιούνιο του 2014.
Δύο χρόνια μετά, και αφού το παράδειγμά της το ακολούθησαν πολλές ακόμη κεντρικές τράπεζες (Δανία, Ελβετία, Σουηδία και πρόσφατα η Ιαπωνία) ο απολογισμός είναι αρνητικός.
Η ανάπτυξη της οικονομίας που αναμένεται για φέτος είναι 1,6%, όσο ήταν και το 2015. Δεν επήλθε επομένως η πολυαναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων, επιβεβαιώνοντας ότι δεν αρκεί να πας το άλογο στο ποτάμι για να πιεί νερό.
Επιβεβαιώθηκαν αντίθετα πολλές από τις ανησυχίες που είχαν συνοδεύσει την ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι. Ότι για παράδειγμα θα δημιουργηθούν φούσκες στις αγορές μετοχών και ακινήτων επειδή τα κεφάλαια θα μεταφερθούν από τις τράπεζες σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ταυτόχρονα η φυγή των καταθέσεων, από τη στιγμή που θα έχει πρόστιμο η διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών, θα αδυνατίσει περαιτέρω τις κλυδωνιζόμενες τράπεζες.
Κι ενώ όλα αυτά τα μέτρα που επιστρατεύει ο Ντράγκι σαν μαθητευόμενος μάγος αποτυγχάνουν, παραμένουν απαγορευμένες δοκιμασμένες μέθοδοι όπως οι αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις που θα τονώσουν την ενεργό ζήτηση ή έστω ένα μαζικό κύμα κρατικών επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές που θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας!
28 Σεπτεμβρίου 2016
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2016
leonidas vatikiotis
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
COMMENTS