...υπάρχει μια έντονη τάση να διωχθεί ποινικά και δη βαρύτατα όποιος τολμήσει να εναντιωθεί στην "ισλαμική εισβολή
(Όταν τα πράγματα κοινωνικά "αγριεύουν", τότε μια προσφιλής μέθοδος αντίδρασης του εκάστοτε μνημονιακού καθεστώτος είναι να χαρακτηρίζει εύκολα κάποια ακτιβιστική προσπάθεια ως "εγκληματική οργάνωση"...καιρός να δούμε τι είναι αυτό το "φρούτο" που πολλοί θα το λουστούνε σύντομα)...(δύο κείμενα)
Το τελευταίο "διαφημιστικό του ISIS" για να στρατολογήσει τα "κατάλληλα άτομα" - καλεί στις τάξεις της φονιάδες του υποκόσμου |
(Σχόλιο
Γ. Ανεστόπουλος: όπως θα δείτε κυρίως στο 2ο κείμενο,
υπάρχει μια έντονη τάση να διωχθεί ποινικά και δη βαρύτατα όποιος τολμήσει να
εναντιωθεί στην "ισλαμική εισβολή".
Εν τάχει,
υπάρχει πλήθος στοιχείων που πιστοποιούν πως αυτό που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια και κυρίως τα τελευταία 5 δεν είναι ούτε απλή "οικονομική μετανάστευση" ούτε "κύμα πολεμικών/πολιτικών προσφύγων".
Είναι "προσχεδιασμένη, χρηματοδοτημένη και καλά οργανωμένη εισβολή" από μέρους μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας, το διεθνές ισλάμ και κυρίως από συγκεκριμένες ισλαμικές χώρες.
Παρ' όλα αυτά, ούτε η EUROPOL, ούτε η INTERPOL, ούτε πολύ περισσότερο οι Ελληνικές Αρχές Ασφαλείας και Δικαιοσύνη δεν έχουν απαγγείλει τέτοια "συνολική κατηγορία" προς πάσα κατεύθυνση.
Εν κατακλείδι,
εάν υπάρχει τέτοιο έγκλημα, ένοχος δεν είναι μόνον η πυραμίδα της υψηλής ιεραρχίας της εγκληματικής οργάνωσης που οργανώνει και διευθετεί αυτό το έγκλημα, αλλά και οι μυριάδες "υποτιθέμενοι (λαθρο)μετανάστες και (δήθεν) πρόσφυγες" που αποδέχονται να γίνουν μέρος του εγκλήματος της "σιωπηλής ύπουλης εισβολής σε μια ξένη χώρα"...
Θα διωχθούν ποτέ όλοι αυτοί για "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης";
Ή θα διώκονται όλο και πιο έντονα όσοι εναντιώνονται σ' αυτό το έγκλημα και προτίθενται ν' αναπτύξουν τις όποιες ακτιβιστικές δράσεις;
Ας δούμε τώρα και το θεωρητικό/νομικό τμήμα του θέματος:
Στο 1ο κείμενο αναφορά γίνεται για την κατεξοχήν "πρωτογενή ερμηνεία" του εγκλήματος που καθορίζει την φύση της "εγκληματικής συμμορίας"...
Στο 2ο κείμενο, το θέμα "διαστέλλεται"...φαίνεται ξεκάθαρα πως υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή που επιδιώκουν να ποινικοποιήσουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ αντίδραση τμημάτων της κοινωνίας ενάντια στην "ισλαμική εισβολή"...και όχι μόνον...αλλά, στην παρούσα ανάρτηση θα μείνουμε σ' αυτήν την "πτυχή του θέματος"...
..................................
1ο Κείμενο:
Τι είναι η "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης" και ποιες οι βαρύτατες ποινές;
Η διάπραξη μιας ποινικώς αξιόποινης πράξης δεν συνδέεται απαραίτητα με την αυτοτελή εγκληματική συμπεριφορά κάποιου φυσικού πρόσωπου, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί προϊόν συμφωνίας που ενσωματώνει τη σύμπτωση της βούλησης περισσοτέρων προσώπων.
Η σύσταση και δράση εγκληματικής οργάνωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του νόμου 2928/27.08.2001, αποτελεί ένα ιδιώνυμο έγκλημα, το οποίο, υπό το καθεστώς αύξησης της οργανωμένης εγκληματικότητας κατά τα τελευταία χρόνια, ενέχει διακριτή αυτοτέλεια, που υπερβαίνει τον χαρακτήρα της σύστασης συμμορίας, στην οποίαν περιοριζόταν ουσιαστικά το ρυθμιστικό πλαίσιο του παλαιού άρθρου.
Ειδικότερα, ως εγκληματική οργάνωση ορίζεται η συγκρότηση δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας ανθρώπων, που αποτελείται από τρία τουλάχιστον ή περισσότερα άτομα με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, τα οποία προβλέπονται είτε σε αυτοτελή άρθρα του Ποινικού Κώδικα είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Η δε μεταγενέστερη ένταξη ενός ατόμου ως μέλος της οργάνωσης εξομοιώνεται νομοθετικά με την εξ υπαρχής συμμετοχή του σε αυτή ήδη κατά τη σύστασή της.
Συνεπώς, για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης απαιτείται έγγραφη ή και προφορική συμφωνία των συμμετεχόντων, η οποία και θα αποτυπώνει τη σύμπτωση της βούλησής τους για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, μη αρκούσης της απλής ή προκαταρκτικής συζήτησης για την λήψη οριστικής απόφασης διενέργειας του εγχειρήματος.
Περαιτέρω, η προκείμενη συμφωνία αφορά στη σύμπραξη όλων των μελών της οργάνωσης για την διάπραξη της εγκληματικής πράξης, καθενός με το «ρόλο» του, δηλαδή είτε ως συναυτουργού είτε ως συνεργού. Σε κάθε δε περίπτωση, για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης απαιτείται δόλος των συμμετεχόντων, δηλαδή γνώση τους για το περιεχόμενο της ευρύτερης συμφωνίας υπό τη συνδρομή του γνωστικού και του βουλητικού στοιχείου σε σχέση με την επικείμενη εκτέλεσή της.
Τα κακουργήματα, τη διάπραξη των οποίων επιδιώκει μια εγκληματική οργάνωση, μπορεί να αφορούν στην παράβαση των διατάξεων που αφορούν το νόμισμα (παραχάραξη και κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), τα υπομνήματα (με κυριότερη περίπτωση την πλαστογραφία), την υπηρεσία (ψευδής βεβαίωση και νόθευση), τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (ενδεικτικά εμπρησμό, εμπρησμό δασών και έκρηξη, ιδίως με χρήση εκρηκτικών υλών), τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και των κοινωφελών εγκαταστάσεων, τα εγκλήματα κατά της ζωής (ανθρωποκτονία με πρόθεση), της υγείας (βαριά σωματική βλάβη), της προσωπικής ελευθερίας (αρπαγή, εμπόριο δούλων, αρπαγή ανηλίκων και απαγωγή), κατά της γενετήσιας ελευθερίας (βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια και αποπλάνηση παιδιών), κατά της ιδιοκτησίας (διακριμένες κλοπές, ληστείες, υπεξαιρέσεις) και κατά της περιουσίας (εκβίαση, απάτη, απάτη με χρήση υπολογιστή και τοκογλυφία).
Το ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνει βεβαίως και άλλες περιπτώσεις ποινικής παραβατικότητας με μείζονα κοινωνικοηθική απαξία, όπως τα κακουργήματα που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.
Στις περιπτώσεις σύστασης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης, το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπει την ποινή της κάθειρξης μέχρι και δέκα (10) ετών.
Ωστόσο ο νομοθέτης, συνεκτιμώντας την προοπτική ευρύτερης διαπλοκής που μπορεί να συνδεθεί με τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης αλλά και της σημασίας που έχει για τη δημόσια και ιδιωτική ασφάλεια η εξάρθρωση και ο κολασμός τέτοιου είδους παθογενειών, φρόντισε, στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου ως άνω άρθρου, να ποινικοποιήσει ρητώς τις περιπτώσεις παράνομης παρακώλυσης της απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την προκείμενη εγκληματική δράση και παράλληλα να θέσει το πλαίσιο των σχετικών ποινών.
Έτσι, όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ιδίων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων μιας εγκληματικής οργάνωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δηλαδή με φυλάκιση που μπορεί να ανέλθει έως και τα πέντε έτη.
Τέλος, το πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων περί εγκληματικής οργάνωσης εφαρμόζεται εξίσου και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από Έλληνα υπήκοο ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή η του Ελληνικού Κράτους, ακόμα και αν δεν ορίζονταν ως αξιόποινες με βάση τη νομοθεσία του κράτους όπου διεπράχθησαν.
http://www.athensmagazine.gr
................................
2ο Κείμενο
ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Εν τάχει,
υπάρχει πλήθος στοιχείων που πιστοποιούν πως αυτό που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια και κυρίως τα τελευταία 5 δεν είναι ούτε απλή "οικονομική μετανάστευση" ούτε "κύμα πολεμικών/πολιτικών προσφύγων".
Είναι "προσχεδιασμένη, χρηματοδοτημένη και καλά οργανωμένη εισβολή" από μέρους μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας, το διεθνές ισλάμ και κυρίως από συγκεκριμένες ισλαμικές χώρες.
Παρ' όλα αυτά, ούτε η EUROPOL, ούτε η INTERPOL, ούτε πολύ περισσότερο οι Ελληνικές Αρχές Ασφαλείας και Δικαιοσύνη δεν έχουν απαγγείλει τέτοια "συνολική κατηγορία" προς πάσα κατεύθυνση.
Εν κατακλείδι,
εάν υπάρχει τέτοιο έγκλημα, ένοχος δεν είναι μόνον η πυραμίδα της υψηλής ιεραρχίας της εγκληματικής οργάνωσης που οργανώνει και διευθετεί αυτό το έγκλημα, αλλά και οι μυριάδες "υποτιθέμενοι (λαθρο)μετανάστες και (δήθεν) πρόσφυγες" που αποδέχονται να γίνουν μέρος του εγκλήματος της "σιωπηλής ύπουλης εισβολής σε μια ξένη χώρα"...
Θα διωχθούν ποτέ όλοι αυτοί για "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης";
Ή θα διώκονται όλο και πιο έντονα όσοι εναντιώνονται σ' αυτό το έγκλημα και προτίθενται ν' αναπτύξουν τις όποιες ακτιβιστικές δράσεις;
Ας δούμε τώρα και το θεωρητικό/νομικό τμήμα του θέματος:
Στο 1ο κείμενο αναφορά γίνεται για την κατεξοχήν "πρωτογενή ερμηνεία" του εγκλήματος που καθορίζει την φύση της "εγκληματικής συμμορίας"...
Στο 2ο κείμενο, το θέμα "διαστέλλεται"...φαίνεται ξεκάθαρα πως υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στην Ελληνική πολιτική σκηνή που επιδιώκουν να ποινικοποιήσουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ αντίδραση τμημάτων της κοινωνίας ενάντια στην "ισλαμική εισβολή"...και όχι μόνον...αλλά, στην παρούσα ανάρτηση θα μείνουμε σ' αυτήν την "πτυχή του θέματος"...
..................................
1ο Κείμενο:
Τι είναι η "σύσταση εγκληματικής οργάνωσης" και ποιες οι βαρύτατες ποινές;
Η διάπραξη μιας ποινικώς αξιόποινης πράξης δεν συνδέεται απαραίτητα με την αυτοτελή εγκληματική συμπεριφορά κάποιου φυσικού πρόσωπου, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί προϊόν συμφωνίας που ενσωματώνει τη σύμπτωση της βούλησης περισσοτέρων προσώπων.
Η σύσταση και δράση εγκληματικής οργάνωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του νόμου 2928/27.08.2001, αποτελεί ένα ιδιώνυμο έγκλημα, το οποίο, υπό το καθεστώς αύξησης της οργανωμένης εγκληματικότητας κατά τα τελευταία χρόνια, ενέχει διακριτή αυτοτέλεια, που υπερβαίνει τον χαρακτήρα της σύστασης συμμορίας, στην οποίαν περιοριζόταν ουσιαστικά το ρυθμιστικό πλαίσιο του παλαιού άρθρου.
Ειδικότερα, ως εγκληματική οργάνωση ορίζεται η συγκρότηση δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας ανθρώπων, που αποτελείται από τρία τουλάχιστον ή περισσότερα άτομα με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, τα οποία προβλέπονται είτε σε αυτοτελή άρθρα του Ποινικού Κώδικα είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Η δε μεταγενέστερη ένταξη ενός ατόμου ως μέλος της οργάνωσης εξομοιώνεται νομοθετικά με την εξ υπαρχής συμμετοχή του σε αυτή ήδη κατά τη σύστασή της.
Συνεπώς, για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης απαιτείται έγγραφη ή και προφορική συμφωνία των συμμετεχόντων, η οποία και θα αποτυπώνει τη σύμπτωση της βούλησής τους για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, μη αρκούσης της απλής ή προκαταρκτικής συζήτησης για την λήψη οριστικής απόφασης διενέργειας του εγχειρήματος.
Περαιτέρω, η προκείμενη συμφωνία αφορά στη σύμπραξη όλων των μελών της οργάνωσης για την διάπραξη της εγκληματικής πράξης, καθενός με το «ρόλο» του, δηλαδή είτε ως συναυτουργού είτε ως συνεργού. Σε κάθε δε περίπτωση, για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης απαιτείται δόλος των συμμετεχόντων, δηλαδή γνώση τους για το περιεχόμενο της ευρύτερης συμφωνίας υπό τη συνδρομή του γνωστικού και του βουλητικού στοιχείου σε σχέση με την επικείμενη εκτέλεσή της.
Τα κακουργήματα, τη διάπραξη των οποίων επιδιώκει μια εγκληματική οργάνωση, μπορεί να αφορούν στην παράβαση των διατάξεων που αφορούν το νόμισμα (παραχάραξη και κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), τα υπομνήματα (με κυριότερη περίπτωση την πλαστογραφία), την υπηρεσία (ψευδής βεβαίωση και νόθευση), τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (ενδεικτικά εμπρησμό, εμπρησμό δασών και έκρηξη, ιδίως με χρήση εκρηκτικών υλών), τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και των κοινωφελών εγκαταστάσεων, τα εγκλήματα κατά της ζωής (ανθρωποκτονία με πρόθεση), της υγείας (βαριά σωματική βλάβη), της προσωπικής ελευθερίας (αρπαγή, εμπόριο δούλων, αρπαγή ανηλίκων και απαγωγή), κατά της γενετήσιας ελευθερίας (βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια και αποπλάνηση παιδιών), κατά της ιδιοκτησίας (διακριμένες κλοπές, ληστείες, υπεξαιρέσεις) και κατά της περιουσίας (εκβίαση, απάτη, απάτη με χρήση υπολογιστή και τοκογλυφία).
Το ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνει βεβαίως και άλλες περιπτώσεις ποινικής παραβατικότητας με μείζονα κοινωνικοηθική απαξία, όπως τα κακουργήματα που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.
Στις περιπτώσεις σύστασης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης, το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ προβλέπει την ποινή της κάθειρξης μέχρι και δέκα (10) ετών.
Ωστόσο ο νομοθέτης, συνεκτιμώντας την προοπτική ευρύτερης διαπλοκής που μπορεί να συνδεθεί με τη δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης αλλά και της σημασίας που έχει για τη δημόσια και ιδιωτική ασφάλεια η εξάρθρωση και ο κολασμός τέτοιου είδους παθογενειών, φρόντισε, στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου ως άνω άρθρου, να ποινικοποιήσει ρητώς τις περιπτώσεις παράνομης παρακώλυσης της απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με την προκείμενη εγκληματική δράση και παράλληλα να θέσει το πλαίσιο των σχετικών ποινών.
Έτσι, όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ιδίων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων μιας εγκληματικής οργάνωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δηλαδή με φυλάκιση που μπορεί να ανέλθει έως και τα πέντε έτη.
Τέλος, το πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων περί εγκληματικής οργάνωσης εφαρμόζεται εξίσου και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από Έλληνα υπήκοο ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή η του Ελληνικού Κράτους, ακόμα και αν δεν ορίζονταν ως αξιόποινες με βάση τη νομοθεσία του κράτους όπου διεπράχθησαν.
http://www.athensmagazine.gr
................................
2ο Κείμενο
ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς παρατηρείται έξαρση της ακραίας πολιτικής, θρησκευτικής και άλλων ειδών βίας, ιδιαίτερα της οργανωμένης.
Σε στόχο των εγκληματικών ομάδων αναδεικνύονται, κατά κύριο λόγο, ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού, όπως παιδιά, γυναίκες, πρόσφυγες, ΛΟΑΤ, ΑΜΕΑ, των οποίων τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα, στην ελεύθερη έκφραση και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας παραβιάζονται καθημερινά.
Συνεπώς, ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά και της προσαρμογής εν γένει του Ποινικού Κώδικα, στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος εντός ενός διεθνοποιημένου περιβάλλοντος, όπου μεταλλάσσονται διαρκώς τα μέσα τέλεσης των ειδεχθών αυτών αδικημάτων.
Και παρότι είναι προφανές ότι μόνος ο ποινικός κολασμός αυτών των πράξεων δεν επαρκεί για τη ριζική εξάλειψη του φαινομένου, η υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων όλων αυτών που υφίστανται τη βία, καθώς και η προάσπιση της δημοκρατίας, επιβάλλουν την αυστηρή τιμωρία εγκληματικών πράξεων που τελούνται από οργανωμένες ομάδες.
Υπό το φως των παραπάνω, η στοιχειοθέτηση και συστηματική δίωξη του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα) αναδεικνύεται σε κρίσιμη συνθήκη για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων.
Πιο συγκεκριμένα, έχει προβληθεί η άποψη ότι η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη του οικονομικού οφέλους ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση.
Η νομική κατοχύρωση του παραπάνω ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έχει ως συνέπεια την τροποποίηση του ισχύοντος άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, έχει χαρακτηρισθεί ως νομικά υποχρεωτική, με την έννοια της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας στη -δεσμευτική για την Ελλάδα- Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος (Παλέρμο 2000)[1].
Ωστόσο, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης που διατυπώνει η Σύμβαση του Παλέρμο αφορά αποκλειστικά «τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής», δηλαδή την «προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος»[2].
Συνεπώς, η Σύμβαση επιβάλλει μεν την τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις στόχος των οποίων είναι ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους, ουδόλως όμως αποκλείει την εξίσου αυστηρή τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες δρουν με διαφορετικά κίνητρα.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οφείλουμε επομένως να αναρωτηθούμε, ανατρέχοντας και στα δεδομένα του συγκριτικού δικαίου, αν τελικά κρίνεται σκόπιμο δικαιοπολιτικά να εξαιρούνται πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλων ειδών κίνητρα διάπραξης εγκλημάτων από οργανωμένη ομάδα ατόμων.
Στην ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του οικονομικού οφέλους.
Ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας τιμωρεί και τη σύσταση εγκληματικής συμμορίας (association des malfaiteurs, άρ. 450-1[3]) και τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (bande organisée, άρ. 132-71[4]) χωρίς καμία αναφορά στο οικονομικό κριτήριο.
Στην Αγγλία, το πρώτο άρθρο του Criminal Law Act του 1977 ορίζει την έννοια του conspiracy (έννοια που παραδοσιακά στις χώρες του common law καλύπτει την αντίστοιχη έννοια της εγκληματικής οργάνωσης στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις) κατά παρόμοιο τρόπο[5].
Η γερμανική προσέγγιση του ζητήματος, στην οποία προφανώς έχει στηριχθεί και ο συντάκτης των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, διακρίνει μεν μεταξύ εγκληματικής (kriminelle Vereinigungen, §129 StGB[6]) και τρομοκρατικής ομάδας (terroristische Vereinigungen, §129a StGB[7]), αλλά φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την πολιτική διάστασή του θέματος (βλ. άρ. 9 Grundgesetz[8]), ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο οικονομικό στοιχείο.
Παρόμοια είναι και η προσέγγιση του Ισπανού ποινικού νομοθέτη, ο οποίος εξετάζει περισσότερο τη φύση παρά το (ενδεχομένως οικονομικό) κίνητρο της δράσης της ομάδας τιμωρώντας τόσο τη σύσταση συμμορίας (άρ. 515, το οποίο έχει ενταχθεί στο Κεφάλαιο περί εγκλημάτων που διαπράττονται κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα[9]) όσο και τη σύσταση εγκληματικών οργανώσεων και ομάδων (άρ. 575 bis επ.[10]).
Ο αυστριακός Ποινικός Κώδικας με τη σειρά του, διακρίνει ανάμεσα σε εγκληματική ομάδα (kriminelle Vereinigung, § 278 StGB[11]) και εγκληματική οργάνωση (kriminelle Organisation, § 278a StGB[12]), χωρίς ωστόσο και αυτός να αναφέρεται στο οικονομικό κίνητρο.
Δύο χώρες, η Ιταλία και το Βέλγιο, έχουν εισαγάγει στη νομοθεσία τους το οικονομικό όφελος ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ακολουθώντας την προσέγγιση των σχετικών διεθνών[13] αλλά και ενωσιακών[14] κειμένων.
Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δράση της μαφίας, έχει προσθέσει ένα άρθρο στον Ποινικό της Κώδικα, όπου περιγράφει τη «μαφιόζικου τύπου οργάνωση» (associazione è di tipo mafioso) ως μια κατ’ουσίαν εγκληματική οικονομική επιχείρηση, η οποία χρησιμοποιεί ειδικά μέσα για την εξυπηρέτηση των στόχων της (άρ. 416 bis[15]).
Επίσης, το Βέλγιο στο άρθρο 324 bis του Ποινικού Κώδικα ορίζει ως εγκληματική οργάνωση την ομάδα η οποία, πέρα από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στον προσπορισμό οικονομικού οφέλους[16].
Σε κάθε περίπτωση πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι, και στα δύο αυτά κράτη, η σύσταση ομάδας ή οργάνωσης με διαφορετικά κίνητρα τιμωρείται με βάση άλλες διατάξεις (άρ. 416 παρ. 1-5 ιταλικού ΠΚ και άρ. 322 βελγικού ΠΚ), οι οποίες προβλέπουν εξίσου αυστηρές ποινές.
Συμπερασματικά, η ύπαρξη οικονομικού κινήτρου δεν θεωρείται απαραίτητο στοιχείο ποινικού χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης σύμφωνα με όσα προβλέπει η ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα δεν θα πρέπει να περιοριστεί η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης με την εισαγωγή του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, γιατί αυτό θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την ουσιαστική ατιμωρησία ατόμων που συμμετέχουν σε ομάδες οι οποίες διαπράττουν εγκλήματα από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλης κατάστασης.
Συνεπώς, προτείνουμε είτε το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα να παραμείνει ως έχει, είτε να προστεθεί ένα νέο άρθρο που θα στοχεύει ειδικά στην αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος ενσωματώνοντας τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που περιλαμβάνει η Συνθήκη του Παλέρμο.
Σκόπιμη, επίσης, κρίνεται η αυστηροποίηση των ποινών που προβλέπει το άρθρο 187 παρ. 5 του Ποινικού Κώδικα περί σύστασης συμμορίας[17].
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η ποινική νομοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να επιδεικνύει σχετική ευελιξία, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί κενά νόμου και να αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά φαινόμενα που πλήττουν θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.
Νομική Επιτροπή ΙΜΔΑ
Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 2014
Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς παρατηρείται έξαρση της ακραίας πολιτικής, θρησκευτικής και άλλων ειδών βίας, ιδιαίτερα της οργανωμένης.
Σε στόχο των εγκληματικών ομάδων αναδεικνύονται, κατά κύριο λόγο, ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού, όπως παιδιά, γυναίκες, πρόσφυγες, ΛΟΑΤ, ΑΜΕΑ, των οποίων τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, στη σωματική ακεραιότητα, στην ελεύθερη έκφραση και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας παραβιάζονται καθημερινά.
Συνεπώς, ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά και της προσαρμογής εν γένει του Ποινικού Κώδικα, στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος εντός ενός διεθνοποιημένου περιβάλλοντος, όπου μεταλλάσσονται διαρκώς τα μέσα τέλεσης των ειδεχθών αυτών αδικημάτων.
Και παρότι είναι προφανές ότι μόνος ο ποινικός κολασμός αυτών των πράξεων δεν επαρκεί για τη ριζική εξάλειψη του φαινομένου, η υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων όλων αυτών που υφίστανται τη βία, καθώς και η προάσπιση της δημοκρατίας, επιβάλλουν την αυστηρή τιμωρία εγκληματικών πράξεων που τελούνται από οργανωμένες ομάδες.
Υπό το φως των παραπάνω, η στοιχειοθέτηση και συστηματική δίωξη του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα) αναδεικνύεται σε κρίσιμη συνθήκη για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων.
Πιο συγκεκριμένα, έχει προβληθεί η άποψη ότι η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη του οικονομικού οφέλους ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση.
Η νομική κατοχύρωση του παραπάνω ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έχει ως συνέπεια την τροποποίηση του ισχύοντος άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, έχει χαρακτηρισθεί ως νομικά υποχρεωτική, με την έννοια της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας στη -δεσμευτική για την Ελλάδα- Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος (Παλέρμο 2000)[1].
Ωστόσο, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης που διατυπώνει η Σύμβαση του Παλέρμο αφορά αποκλειστικά «τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής», δηλαδή την «προαγωγή της συνεργασίας για την πιο αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος»[2].
Συνεπώς, η Σύμβαση επιβάλλει μεν την τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις στόχος των οποίων είναι ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους, ουδόλως όμως αποκλείει την εξίσου αυστηρή τιμωρία προσώπων που συστήνουν ή συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες δρουν με διαφορετικά κίνητρα.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οφείλουμε επομένως να αναρωτηθούμε, ανατρέχοντας και στα δεδομένα του συγκριτικού δικαίου, αν τελικά κρίνεται σκόπιμο δικαιοπολιτικά να εξαιρούνται πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλων ειδών κίνητρα διάπραξης εγκλημάτων από οργανωμένη ομάδα ατόμων.
Στην ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συγκρότησης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του οικονομικού οφέλους.
Ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας τιμωρεί και τη σύσταση εγκληματικής συμμορίας (association des malfaiteurs, άρ. 450-1[3]) και τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (bande organisée, άρ. 132-71[4]) χωρίς καμία αναφορά στο οικονομικό κριτήριο.
Στην Αγγλία, το πρώτο άρθρο του Criminal Law Act του 1977 ορίζει την έννοια του conspiracy (έννοια που παραδοσιακά στις χώρες του common law καλύπτει την αντίστοιχη έννοια της εγκληματικής οργάνωσης στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις) κατά παρόμοιο τρόπο[5].
Η γερμανική προσέγγιση του ζητήματος, στην οποία προφανώς έχει στηριχθεί και ο συντάκτης των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, διακρίνει μεν μεταξύ εγκληματικής (kriminelle Vereinigungen, §129 StGB[6]) και τρομοκρατικής ομάδας (terroristische Vereinigungen, §129a StGB[7]), αλλά φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την πολιτική διάστασή του θέματος (βλ. άρ. 9 Grundgesetz[8]), ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στο οικονομικό στοιχείο.
Παρόμοια είναι και η προσέγγιση του Ισπανού ποινικού νομοθέτη, ο οποίος εξετάζει περισσότερο τη φύση παρά το (ενδεχομένως οικονομικό) κίνητρο της δράσης της ομάδας τιμωρώντας τόσο τη σύσταση συμμορίας (άρ. 515, το οποίο έχει ενταχθεί στο Κεφάλαιο περί εγκλημάτων που διαπράττονται κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα[9]) όσο και τη σύσταση εγκληματικών οργανώσεων και ομάδων (άρ. 575 bis επ.[10]).
Ο αυστριακός Ποινικός Κώδικας με τη σειρά του, διακρίνει ανάμεσα σε εγκληματική ομάδα (kriminelle Vereinigung, § 278 StGB[11]) και εγκληματική οργάνωση (kriminelle Organisation, § 278a StGB[12]), χωρίς ωστόσο και αυτός να αναφέρεται στο οικονομικό κίνητρο.
Δύο χώρες, η Ιταλία και το Βέλγιο, έχουν εισαγάγει στη νομοθεσία τους το οικονομικό όφελος ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ακολουθώντας την προσέγγιση των σχετικών διεθνών[13] αλλά και ενωσιακών[14] κειμένων.
Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δράση της μαφίας, έχει προσθέσει ένα άρθρο στον Ποινικό της Κώδικα, όπου περιγράφει τη «μαφιόζικου τύπου οργάνωση» (associazione è di tipo mafioso) ως μια κατ’ουσίαν εγκληματική οικονομική επιχείρηση, η οποία χρησιμοποιεί ειδικά μέσα για την εξυπηρέτηση των στόχων της (άρ. 416 bis[15]).
Επίσης, το Βέλγιο στο άρθρο 324 bis του Ποινικού Κώδικα ορίζει ως εγκληματική οργάνωση την ομάδα η οποία, πέρα από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στον προσπορισμό οικονομικού οφέλους[16].
Σε κάθε περίπτωση πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι, και στα δύο αυτά κράτη, η σύσταση ομάδας ή οργάνωσης με διαφορετικά κίνητρα τιμωρείται με βάση άλλες διατάξεις (άρ. 416 παρ. 1-5 ιταλικού ΠΚ και άρ. 322 βελγικού ΠΚ), οι οποίες προβλέπουν εξίσου αυστηρές ποινές.
Συμπερασματικά, η ύπαρξη οικονομικού κινήτρου δεν θεωρείται απαραίτητο στοιχείο ποινικού χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως εγκληματικής οργάνωσης σύμφωνα με όσα προβλέπει η ποινική νομοθεσία της μεγάλης πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κρατών.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα δεν θα πρέπει να περιοριστεί η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης με την εισαγωγή του στοιχείου του προσπορισμού οικονομικού οφέλους, γιατί αυτό θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την ουσιαστική ατιμωρησία ατόμων που συμμετέχουν σε ομάδες οι οποίες διαπράττουν εγκλήματα από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλης κατάστασης.
Συνεπώς, προτείνουμε είτε το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα να παραμείνει ως έχει, είτε να προστεθεί ένα νέο άρθρο που θα στοχεύει ειδικά στην αντιμετώπιση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος ενσωματώνοντας τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που περιλαμβάνει η Συνθήκη του Παλέρμο.
Σκόπιμη, επίσης, κρίνεται η αυστηροποίηση των ποινών που προβλέπει το άρθρο 187 παρ. 5 του Ποινικού Κώδικα περί σύστασης συμμορίας[17].
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η ποινική νομοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να επιδεικνύει σχετική ευελιξία, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί κενά νόμου και να αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά φαινόμενα που πλήττουν θεμελιώδη δικαιώματα, ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.
Νομική Επιτροπή ΙΜΔΑ
Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 2014
aegeanhawk.blogspot.gr
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου