Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή ακριβώς η ανασφάλεια των ΗΠΑ ενδέχεται να διαιωνίσει μια στενή στρατηγική σχέση με την Τουρκία, εις βάρος των τρεχουσών αντιλήψεων περί επερχόμενης ολοκληρωτικής ρήξης των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας.
του Κωνσταντίνου Γρίβα –
Εδώ και μερικά χρόνια έχει ξεκινήσει μια διαδικασία γεωπολιτικού μετασχηματισμού της Ευρασίας επικών διαστάσεων. Αυτή η διαδικασία προκύπτει ως προϊόν της σύνθεσης μιας σειράς παραγόντων και πολύ δύσκολα μπορούμε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον. Το γεγονός, όμως, παραμένει ότι έχουμε εισέλθει ορμητικά σε έναν νέο κόσμο και μια νέα ιστορική περίοδο, η οποία προκαλεί ανασφάλεια ακόμη και στους πιο ισχυρούς πλανητικούς δρώντες, όπως είναι οι ΗΠΑ.
Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή ακριβώς η ανασφάλεια των ΗΠΑ ενδέχεται να διαιωνίσει μια στενή στρατηγική σχέση με την Τουρκία, εις βάρος των τρεχουσών αντιλήψεων περί επερχόμενης ολοκληρωτικής ρήξης των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας.
Ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνουν μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην Ευρασία είναι η εξελισσόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, εν παραλλήλω με την αύξηση του αριθμού και την ενίσχυση των ικανοτήτων των ρωσικών παγοθραυστικών. Ο συνδυασμός αυτός σταδιακά καθιστά τον Αρκτικό πλεύσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, προσθέτοντας έναν νέο θαλάσσιο δρόμο στο παγκόσμιο σύστημα συγκοινωνιών.
Ακόμη περισσότερο, με την είσοδο του Αρκτικού στο παγκόσμιο δίκτυο θαλάσσιων οδών δημιουργείται ένα είδος διαδρόμου ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την περιφέρεια της Ευρασίας, μειώνοντας τον ρόλο των ανοικτών ωκεάνιων εκτάσεων, όπου κυριαρχούν οι ΗΠΑ. Εν παραλλήλω, η Κίνα έχει ξεκινήσει να υλοποιεί ένα γιγάντιο σχέδιο για τη δημιουργία υποδομών στην περιφέρεια και το εσωτερικό της Ευρασίας που αναφέρονται ως Νέος Δρόμος του Μεταξιού. Οι Κινέζοι τις προσδιορίζουν με το αρκτικόλεξο OBOR (One Belt One Road / Μια Ζώνη Ένας Δρόμος).
Αυτό το πλέγμα υποδομών, όμως, δεν έχει μόνο οικονομική σημασία. Λειτουργεί και ως παράγοντας ενοποίησης της Ρωσίας και της Κίνας με συνδετικό στοιχείο του το «βαθύ εσωτερικό» της Ευρασίας, δηλαδή το αχανές πλέγμα των εκτάσεων στα βορειοδυτικά της Κίνας, τη Σιβηρία, τη Μογγολία και τις κεντροασιατικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Αυτή η ενοποιητική τάση έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια ως αποτέλεσμα της υπερφίαλης πολιτικής της Δύσης, που εγκλωβίστηκε στην ψευδαίσθηση ενός «παγωμένου» χρόνου μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι Δυτικοί θεώρησαν ότι είχε φθάσει το «Τέλος της Ιστορίας», ότι θα ήταν αιώνια νικητές και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη όφειλαν να τους υπακούουν αενάως.
Έτσι, ώθησαν τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, με προεξάρχουσες την Κίνα και τη Ρωσία, σε έναν αντιαμερικανικό συνασπισμό. Αυτός απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη δυναμική τα τελευταία χρόνια, μετά την παρανοϊκή επιλογή της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ να εμπλακούν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Μόσχα με αφορμή το θέμα της Κριμαίας.
Έτσι, η «απομονωμένη» από τη Δυτική Ευρώπη Ρωσία, ωθείται προς την αγκαλιά της Κίνας. Ταυτοχρόνως, η Κίνα, εγκλωβισμένη μέσα στις σινικές θάλασσες από τη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ και εξαρτώμενη πλέον από το εξωτερικό για την τροφοδοσία της με ενέργεια και πρώτες ύλες, αλλά και για την εξαγωγή των προϊόντων της, ωθείται και αυτή προς την αγκαλιά της Ρωσίας. Επενδύει στη δημιουργία μιας ζωτικής αρτηρίας στο «βαθύ εσωτερικό» της Ευρασίας που θα την ενοποιεί με τον υπόλοιπο κόσμο και θα βρίσκεται μακριά από τις δυνατότητες παρέμβασης της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ.
Έτσι, έχει δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού συμπλόκου, που ενδέχεται να εξελιχθεί στην πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (Hyper Power) στην ιστορία της Ανθρωπότητας, μιας και τα μεγέθη αυτής της γεωπολιτικής οντότητας, που θα περιλαμβάνει την Κίνα και τη Ρωσία, θα είναι απλά μοναδικά στην παγκόσμια ιστορία.
Εν παραλλήλω, φαίνεται πως υλοποιείται ο εφιάλτης του πατέρα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης Sir Halford Mackinder. Δημιουργείται μια υπερδύναμη στην «καρδιά» της Ευρασίας (Heartland), η οποία βρίσκεται μακριά από τους ωκεανούς και κατά συνέπεια εκτός των δυνατοτήτων ελέγχου της μεγάλης ναυτικής δύναμης του πλανήτη.
Στο σημείο αυτό είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η Τουρκία. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουν να ασκούν κάποια επιρροή οι Αμερικανοί στην ευρασιατική καρδιά είναι δια των τουρκογενών και μουσουλμανικών πληθυσμών της Ασίας. Αυτοί ξεκινάνε από την Τουρκία, περνάνε από τις κεντροασιατικές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες και καταλήγουν στους Ουιγούρους στη Βόρειο Κίνα.
Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, οι τουρκογενείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι το μαχαίρι που χώνεται στην ευρασιατική καρδιά και η Τουρκία αποτελεί τη λαβή αυτού του μαχαιριού. Άρα, όσο οι αμερικανικές ελίτ διατηρούν έστω και ψήγματα ελπίδων ότι η Τουρκία μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, δεν πρόκειται να επιλέξουν να αποσυρθούν από αυτήν την «αναγκαστική συμμαχία» μαζί της, γιατί πολύ απλά το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.
Θα προτιμήσουν να επενδύσουν σε μια πολιτική ακραίου κατευνασμού έναντι της Άγκυρας, διατηρώντας την, έστω και εικονικά, στη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική. Κι αυτό για να μην οδηγηθούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις και ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Ας έχουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία, που μπορεί να παίξει καλύτερα τον ρόλο της λαβής αυτού του γεωπολιτικού μαχαιριού, δεν είναι τόσο η δυτικοποιημένη Τουρκία των κεμαλιστών όσο η ισλαμοεθνικιστική Τουρκία του Ερντογάν.
Από πλευράς της, η Μόσχα έχει επενδύσει σε μια επισφαλή τουρκορωσική συμμαχία, δεδομένων των πολλαπλών και εντόνων ανταγωνιστικών στοιχείων στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών. Έχει επενδύσει με την προοπτική να σπάσει αυτό το μαχαίρι που στρέφεται προς την κεντροευρασιατική καρδιά της.
Γιατί αν η Τουρκία περάσει, έστω και για λίγο, υπό τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, τότε χάνεται και ο τελευταίος δίαυλος των κεντροασιατικών χωρών με τη Δύση και αυτές «χωνεύονται» μέσα στο διαμορφούμενο σινορωσικό σύμπλοκο. Ακόμη και αν η Τουρκία κατόπιν αλλάξει πορεία και έλθουν ξανά στο προσκήνιο οι ανταγωνισμοί της με τη Μόσχα, η ζημιά θα έχει γίνει.
Η Άγκυρα, φυσικά, δεν θέλει να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με κανέναν και μάλλον θα συνεχίσει την επισφαλή ισορροπία της μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τους ανταγωνισμούς και τους φόβους των δύο μεγάλων δυνάμεων και να προωθήσει τις δικές της στοχοθετήσεις. Βέβαια, αυτή είναι μια ισορροπία σχοινοβάτη και δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Επί του παρόντος, όμως, φαίνεται πως λειτουργεί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτήν τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το μέλλον των τουρκοαμερικανικών και ρωσοτουρκικών σχέσεων. Κατά συνέπεια, η υπεραισιοδοξία που έχει προκύψει τον τελευταίο καιρό εν Ελλάδι αναφορικά με τον ρόλο που θα αποκτήσει η Ελλάδα ως ανατολικό σύνορο του ΝΑΤΟ μετά την υποτιθέμενη «αναπόφευκτη ρήξη» των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, είναι τουλάχιστον πρόωρη.
Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι ΗΠΑ μάλλον θα επενδύσουν σε μια πολιτική ακραίου κατευνασμού προς την Άγκυρα, προσδοκώντας σε μια βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών στο μέλλον. Άρα και σε τυχόν σύγκρουση, σε οποιοδήποτε επίπεδο, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το βέλτιστο για εμάς σενάριο θα ήταν μια αυστηρή ουδετερότητα από πλευράς της Ουάσιγκτον και όχι κάτι περισσότερο.
slpress.gr
Εδώ και μερικά χρόνια έχει ξεκινήσει μια διαδικασία γεωπολιτικού μετασχηματισμού της Ευρασίας επικών διαστάσεων. Αυτή η διαδικασία προκύπτει ως προϊόν της σύνθεσης μιας σειράς παραγόντων και πολύ δύσκολα μπορούμε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον. Το γεγονός, όμως, παραμένει ότι έχουμε εισέλθει ορμητικά σε έναν νέο κόσμο και μια νέα ιστορική περίοδο, η οποία προκαλεί ανασφάλεια ακόμη και στους πιο ισχυρούς πλανητικούς δρώντες, όπως είναι οι ΗΠΑ.
Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή ακριβώς η ανασφάλεια των ΗΠΑ ενδέχεται να διαιωνίσει μια στενή στρατηγική σχέση με την Τουρκία, εις βάρος των τρεχουσών αντιλήψεων περί επερχόμενης ολοκληρωτικής ρήξης των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας.
Ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνουν μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην Ευρασία είναι η εξελισσόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, εν παραλλήλω με την αύξηση του αριθμού και την ενίσχυση των ικανοτήτων των ρωσικών παγοθραυστικών. Ο συνδυασμός αυτός σταδιακά καθιστά τον Αρκτικό πλεύσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, προσθέτοντας έναν νέο θαλάσσιο δρόμο στο παγκόσμιο σύστημα συγκοινωνιών.
Ακόμη περισσότερο, με την είσοδο του Αρκτικού στο παγκόσμιο δίκτυο θαλάσσιων οδών δημιουργείται ένα είδος διαδρόμου ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την περιφέρεια της Ευρασίας, μειώνοντας τον ρόλο των ανοικτών ωκεάνιων εκτάσεων, όπου κυριαρχούν οι ΗΠΑ. Εν παραλλήλω, η Κίνα έχει ξεκινήσει να υλοποιεί ένα γιγάντιο σχέδιο για τη δημιουργία υποδομών στην περιφέρεια και το εσωτερικό της Ευρασίας που αναφέρονται ως Νέος Δρόμος του Μεταξιού. Οι Κινέζοι τις προσδιορίζουν με το αρκτικόλεξο OBOR (One Belt One Road / Μια Ζώνη Ένας Δρόμος).
Οι ψευδαισθήσεις της Δύσης
Αυτό το πλέγμα υποδομών, όμως, δεν έχει μόνο οικονομική σημασία. Λειτουργεί και ως παράγοντας ενοποίησης της Ρωσίας και της Κίνας με συνδετικό στοιχείο του το «βαθύ εσωτερικό» της Ευρασίας, δηλαδή το αχανές πλέγμα των εκτάσεων στα βορειοδυτικά της Κίνας, τη Σιβηρία, τη Μογγολία και τις κεντροασιατικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Αυτή η ενοποιητική τάση έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια ως αποτέλεσμα της υπερφίαλης πολιτικής της Δύσης, που εγκλωβίστηκε στην ψευδαίσθηση ενός «παγωμένου» χρόνου μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι Δυτικοί θεώρησαν ότι είχε φθάσει το «Τέλος της Ιστορίας», ότι θα ήταν αιώνια νικητές και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη όφειλαν να τους υπακούουν αενάως.
Έτσι, ώθησαν τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, με προεξάρχουσες την Κίνα και τη Ρωσία, σε έναν αντιαμερικανικό συνασπισμό. Αυτός απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη δυναμική τα τελευταία χρόνια, μετά την παρανοϊκή επιλογή της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ να εμπλακούν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Μόσχα με αφορμή το θέμα της Κριμαίας.
Μια νέα υπερδύναμη
Έτσι, η «απομονωμένη» από τη Δυτική Ευρώπη Ρωσία, ωθείται προς την αγκαλιά της Κίνας. Ταυτοχρόνως, η Κίνα, εγκλωβισμένη μέσα στις σινικές θάλασσες από τη ναυτική ισχύ των ΗΠΑ και εξαρτώμενη πλέον από το εξωτερικό για την τροφοδοσία της με ενέργεια και πρώτες ύλες, αλλά και για την εξαγωγή των προϊόντων της, ωθείται και αυτή προς την αγκαλιά της Ρωσίας. Επενδύει στη δημιουργία μιας ζωτικής αρτηρίας στο «βαθύ εσωτερικό» της Ευρασίας που θα την ενοποιεί με τον υπόλοιπο κόσμο και θα βρίσκεται μακριά από τις δυνατότητες παρέμβασης της ναυτικής ισχύος των ΗΠΑ.
Έτσι, έχει δημιουργηθεί το πρόπλασμα ενός γεωπολιτικού συμπλόκου, που ενδέχεται να εξελιχθεί στην πρώτη υπέρ-υπερδύναμη (Hyper Power) στην ιστορία της Ανθρωπότητας, μιας και τα μεγέθη αυτής της γεωπολιτικής οντότητας, που θα περιλαμβάνει την Κίνα και τη Ρωσία, θα είναι απλά μοναδικά στην παγκόσμια ιστορία.
Εν παραλλήλω, φαίνεται πως υλοποιείται ο εφιάλτης του πατέρα της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σκέψης Sir Halford Mackinder. Δημιουργείται μια υπερδύναμη στην «καρδιά» της Ευρασίας (Heartland), η οποία βρίσκεται μακριά από τους ωκεανούς και κατά συνέπεια εκτός των δυνατοτήτων ελέγχου της μεγάλης ναυτικής δύναμης του πλανήτη.
Tο «μαχαίρι» της Δύσης στην ευρασιατική καρδιά
Στο σημείο αυτό είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η Τουρκία. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουν να ασκούν κάποια επιρροή οι Αμερικανοί στην ευρασιατική καρδιά είναι δια των τουρκογενών και μουσουλμανικών πληθυσμών της Ασίας. Αυτοί ξεκινάνε από την Τουρκία, περνάνε από τις κεντροασιατικές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες και καταλήγουν στους Ουιγούρους στη Βόρειο Κίνα.
Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, οι τουρκογενείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι το μαχαίρι που χώνεται στην ευρασιατική καρδιά και η Τουρκία αποτελεί τη λαβή αυτού του μαχαιριού. Άρα, όσο οι αμερικανικές ελίτ διατηρούν έστω και ψήγματα ελπίδων ότι η Τουρκία μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, δεν πρόκειται να επιλέξουν να αποσυρθούν από αυτήν την «αναγκαστική συμμαχία» μαζί της, γιατί πολύ απλά το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο.
Θα προτιμήσουν να επενδύσουν σε μια πολιτική ακραίου κατευνασμού έναντι της Άγκυρας, διατηρώντας την, έστω και εικονικά, στη δυτική γεωπολιτική αρχιτεκτονική. Κι αυτό για να μην οδηγηθούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις και ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Ας έχουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία, που μπορεί να παίξει καλύτερα τον ρόλο της λαβής αυτού του γεωπολιτικού μαχαιριού, δεν είναι τόσο η δυτικοποιημένη Τουρκία των κεμαλιστών όσο η ισλαμοεθνικιστική Τουρκία του Ερντογάν.
Σε δύο ταμπλό
Από πλευράς της, η Μόσχα έχει επενδύσει σε μια επισφαλή τουρκορωσική συμμαχία, δεδομένων των πολλαπλών και εντόνων ανταγωνιστικών στοιχείων στις γεωπολιτικές ταυτότητες των δύο χωρών. Έχει επενδύσει με την προοπτική να σπάσει αυτό το μαχαίρι που στρέφεται προς την κεντροευρασιατική καρδιά της.
Γιατί αν η Τουρκία περάσει, έστω και για λίγο, υπό τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, τότε χάνεται και ο τελευταίος δίαυλος των κεντροασιατικών χωρών με τη Δύση και αυτές «χωνεύονται» μέσα στο διαμορφούμενο σινορωσικό σύμπλοκο. Ακόμη και αν η Τουρκία κατόπιν αλλάξει πορεία και έλθουν ξανά στο προσκήνιο οι ανταγωνισμοί της με τη Μόσχα, η ζημιά θα έχει γίνει.
Η Άγκυρα, φυσικά, δεν θέλει να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με κανέναν και μάλλον θα συνεχίσει την επισφαλή ισορροπία της μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τους ανταγωνισμούς και τους φόβους των δύο μεγάλων δυνάμεων και να προωθήσει τις δικές της στοχοθετήσεις. Βέβαια, αυτή είναι μια ισορροπία σχοινοβάτη και δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Επί του παρόντος, όμως, φαίνεται πως λειτουργεί.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Σε κάθε περίπτωση, αυτήν τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το μέλλον των τουρκοαμερικανικών και ρωσοτουρκικών σχέσεων. Κατά συνέπεια, η υπεραισιοδοξία που έχει προκύψει τον τελευταίο καιρό εν Ελλάδι αναφορικά με τον ρόλο που θα αποκτήσει η Ελλάδα ως ανατολικό σύνορο του ΝΑΤΟ μετά την υποτιθέμενη «αναπόφευκτη ρήξη» των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, είναι τουλάχιστον πρόωρη.
Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι ΗΠΑ μάλλον θα επενδύσουν σε μια πολιτική ακραίου κατευνασμού προς την Άγκυρα, προσδοκώντας σε μια βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών στο μέλλον. Άρα και σε τυχόν σύγκρουση, σε οποιοδήποτε επίπεδο, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το βέλτιστο για εμάς σενάριο θα ήταν μια αυστηρή ουδετερότητα από πλευράς της Ουάσιγκτον και όχι κάτι περισσότερο.
slpress.gr
COMMENTS