Πρέπει να βρεθεί λύση που να μην πληγώνει την ήδη πληγωμένη εθνική μας υπερηφάνεια και ταυτόχρονα να μην υπονομεύει το ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια.
Της Ντόρας Μπακογιάννη
Το Σκοπιανό απασχολεί την ελληνική εξωτερική πολιτική από την εποχή της ίδρυσης του γειτονικού κράτους. Οι λόγοι της αντίδρασης της Ελλάδας στην ονομασία των Σκοπίων είναι ιστορικά τεκμηριωμένοι και δεν αφορούν στο παρελθόν αλλά στο μέλλον.
Η ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων ταλανίζεται εδώ και χρόνια από εθνικισμούς που πολλές φορές οδήγησαν σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση. Ταυτόχρονα, ορισμένες μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν εθνικιστικές και αλυτρωτικές λογικές που υπήρχαν στην περιοχή, προς επίτευξη των δικών τους στόχων.
Το 2008, για πρώτη φορά μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, η πίεση συμμάχων και εταίρων για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με κύριο επιχείρημα την προάσπιση της σταθερότητας στα Βαλκάνια, ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα:
Από τη μία, να δεχθεί την ένταξη της γείτονος με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη, να προσπαθήσει να πείσει συμμάχους και εταίρους ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο αλυτρωτισμός, η παραχάραξη της ιστορίας και η προκλητική πολιτική των Σκοπίων με κορυφή του παγόβουνου το όνομα, έπρεπε να λυθούν οριστικά για να διαμορφωθούν σταθερές σχέσεις καλής γειτονίας.
Η πρόκληση για την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή ήταν μεγάλη. Απορρίφθηκε η πρώτη επιλογή γιατί γνωρίζαμε ότι, αν τα Σκόπια έμπαιναν στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε πλέον μοχλός πίεσης για την επίλυση των προβλημάτων. Επίσης, θα μπορούσαν άμεσα να προσφύγουν στον ΟΗΕ και να πετύχουν διεθνή αναγνώριση με το συνταγματικό όνομα.
Έτσι, επιλέξαμε το δεύτερο δρόμο. Για να πείσουμε στο εξωτερικό, έπρεπε να επιτευχθούν πρωτίστως δύο στόχοι: η διαμόρφωση μιας εθνικής γραμμής στο εσωτερικό, με ομοψυχία του ελληνικού λαού, και ταυτόχρονα οι ελληνικές θέσεις να γίνουν κατανοητές και να κερδίσουν τη στήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων συμμάχων και εταίρων. Ακολουθήθηκε, λοιπόν, η εξής στρατηγική:
Πρώτον, διαμορφώθηκε ενιαία θέση, η οποία περιελάμβανε απαλοιφή του αλυτρωτισμού και σύνθετη ονομασία έναντι όλων, για κάθε χρήση.
Δεύτερον, ενημερώθηκαν και συμφώνησαν όλα τα μέλη της κυβέρνησης.
Τρίτον, ενημερώθηκε η Βουλή, το 2007, από τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Εξωτερικών.
Τέταρτον, εγκρίθηκε η εθνική θέση με την υπερψήφιση των προγραμματικών δηλώσεων του 2007, από το σύνολο των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας
Πέμπτον, ενημερώθηκε η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής για τη διαπραγμάτευση και εξασφαλίστηκε η σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, πλην του ΛΑΟΣ.
Έκτον, ενημερώνονταν συνεχώς οι πολιτικοί αρχηγοί κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ακόμα και για τις μη δημοσιοποιήσιμες λεπτομέρειες.
Έβδομον, ξεκίνησε μαραθώνιος ενημέρωσης για το περιεχόμενο των ελληνικών θέσεων από τον Πρωθυπουργό, την Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Άμυνας, σε όλους τους συμμάχους και εταίρους.
Όγδοον, η Ελλάδα δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι, ακόμα και μόνη, δεν θα δεχθεί την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, εάν δεν επιλυθεί το θέμα.
Δυστυχώς, εκείνη η διαπραγμάτευση δεν κατέληξε διότι προσέκρουσε στην αδιαλλαξία του τότε Πρωθυπουργού των Σκοπίων Νικολά Γκρουέφσκι, ο οποίος είχε χτίσει την καριέρα του πάνω στον ακραίο εθνικισμό. Όμως, η πειστική πολιτική της Ελλάδας οδήγησε:
Στην ξεκάθαρη υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στο Βουκουρέστι από ηγέτες πολλών συμμαχικών χωρών, όπως της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας κ.ά.
Στην ομόφωνη απόφαση του Βουκουρεστίου, η οποία έκτοτε απετέλεσε και ευρωπαϊκή θέση, ότι δηλαδή τα Σκόπια δεν μπορούν να μπουν ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς την προηγούμενη επίλυση των διαφορών με την Ελλάδα.
Τέλος, στην αναγνώριση του σταθεροποιητικού ρόλου της χώρας μας στην περιοχή, από συμμάχους και εταίρους.
Επομένως, στο εξωτερικό, καταφέραμε να ενισχύσουμε την εικόνα της χώρας ως ενός σοβαρού και υπεύθυνου διαπραγματευτή. Στην ουσία, κρατήσαμε την ελληνική σημαία ψηλά. Παράλληλα, στο εσωτερικό, κατά τη διάρκεια της 8μηνης διαπραγμάτευσης, δημιουργήθηκε ένα αρραγές εθνικό μέτωπο. Δεν έγινε κανένα συλλαλητήριο και ουδείς αμφισβήτησε την καθαρότητα των εθνικών θέσεων.
Σήμερα, οι συνθήκες είναι θεωρητικώς ευνοϊκότερες, μετά την αλλαγή της κυβέρνησης στα Σκόπια (αν και πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για το κατά πόσο οι γείτονες εννοούν όσα λένε ή κάνουν ασκήσεις δημοσίων σχέσεων). Επίσης, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο κ. Ζάεφ δεν φαίνεται να διαθέτει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να τροποποιήσει το Σύνταγμα της χώρας του.
Ένα μείζον εθνικό θέμα που αγγίζει τις καρδιές των Ελλήνων, άνοιξε από τον κ. Τσίπρα με τρόπο επιπόλαιο και αλαζονικό, με την κυβέρνηση να έχει δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες θέσεις. Ο κ. Τσίπρας λειτουργεί ως πρόεδρος κόμματος και όχι ως Πρωθυπουργός. Προσπαθεί να αποσπάσει μικροπολιτικά οφέλη με την ψευδαίσθηση ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αντί να αναζητήσει πεδίο συμφωνίας για τη διαμόρφωση μιας εθνικής θέσης, όπως επιβάλλει το πατριωτικό καθήκον.
Η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση εμφανώς σε πιο αδύναμη θέση, καθώς δεν υπήρχε ομοφωνία στο εσωτερικό της, κάτι που εξαρχής ήταν διεθνώς γνωστό. Επιπλέον, κατά τρόπο πρωτοφανή ακολούθησε μυστική διπλωματία, στερώντας τόσο τα έμπειρα στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών όσο και την αντιπολίτευση, ακόμα και από την πλέον στοιχειώδη ενημέρωση.
Οι χειρισμοί της κυβέρνησης νομοτελειακά οδήγησαν τον ελληνικό λαό στην αμφισβήτηση των δυνατοτήτων της να διαπραγματευθεί με βάση το εθνικό συμφέρον και μόνο. Η διαχείριση αυτής της εθνικής υπόθεσης ήταν κακή. Κατά τρόπο βαθιά προσβλητικό, η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών έφτασε στο σημείο να ταυτίσει την Εκκλησία με τη Χρυσή Αυγή διότι εξέφρασε μια διαφορετική θέση. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση αποπειράθηκε να εμπλέξει τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο, ζητώντας πρακτικά συγγνώμη για το προηγούμενο επεισόδιο.
Όχι μόνο τορπίλισαν συνειδητά οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, αλλά επιτέθηκαν επανειλημμένως στην αντιπολίτευση, με χαρακτηρισμούς προσβλητικούς, επενδύοντας στο διχασμό και τη διχόνοια. Αρνήθηκαν να παραδεχθούν ότι, για να υπάρξει αποτέλεσμα στη διαπραγμάτευση, πρέπει προηγουμένως να έχει διαμορφωθεί όχι μόνο ενιαία κυβερνητική θέση αλλά και ευρύ εθνικό μέτωπο.
Στα συλλαλητήρια, τα οποία θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε, ο ελληνικός λαός ταπεινωμένος και προσβεβλημένος από τη μακρά κρίση, από το συνεχή εμπαιγμό μιας αναξιόπιστης κυβέρνησης που οργάνωσε ένα παραπλανητικό δημοψήφισμα και που καθημερινά αυτοδιαψεύδεται, και από την κυκλοθυμική στάση των εταίρων, ξεσπά από θυμό κι απογοήτευση. Οι χειρισμοί του κ. Τσίπρα στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα έλεγα ότι η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί ότι η λύση πρέπει να είναι λύση – πακέτο. Τυχόν σαλαμοποίησή της θα οδηγήσει σε εθνική ήττα:
Πρέπει να περιλαμβάνει πλήρη και ουσιαστική απαλοιφή των αλυτρωτικών λογικών που εντοπίζονται κυρίως στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας και εκφράζονται διά των συμβόλων της, καθώς και διευθέτηση του ζητήματος της δήθεν μακεδονικής εθνικότητας.
Πρέπει να περιλαμβάνει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα του ονόματος που να λαμβάνει υπόψη τις ελληνικές ευαισθησίες και τα εθνικά συμφέροντα.
Η ονομασία να χρησιμοποιείται erga omnes. Δηλαδή, θα αφορά όλες τις χρήσεις, διμερείς και πολυμερείς, μέσα και έξω από τη γειτονική χώρα και θα εφαρμόζεται π.χ. σε επίσημα έγγραφα, διαβατήρια κλπ.
Φυσικά, η όποια λύση πρέπει να επικυρωθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (άλλωστε ο κ. Νίμιτς είναι ο διαμεσολαβητής του Γενικού Γραμματέα του οργανισμού), καθώς και από τις Συνόδους Κορυφής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Επιπρόσθετα, πρέπει να συνοδεύεται από διμερείς αναγνωρίσεις της γειτονικής χώρας με τη νέα ονομασία, από όλους τους εταίρους που συμμετέχουν στους συγκεκριμένους οργανισμούς.
Το Σκοπιανό αποτελεί ζήτημα εθνικής αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης. Πρέπει να βρεθεί λύση που να μην πληγώνει την ήδη πληγωμένη εθνική μας υπερηφάνεια και ταυτόχρονα να μην υπονομεύει το ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια.
Η ελληνική ιστορία διδάσκει ότι, δυστυχώς, πολλές φορές τις οικονομικές καταστροφές ακολουθούν εθνικές ήττες. Χρέος και ευθύνη των αντιπροσώπων του λαού, πέρα και πάνω από κόμματα, είναι να προασπίζονται με νηφαλιότητα, ψυχραιμία, ρεαλισμό αλλά και με αυτοπεποίθηση, πίστη και όραμα τα εθνικά συμφέροντα. Εφόσον η κυβέρνηση δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των υποχρεώσεών της έναντι του ελληνικού λαού και της ιστορίας, τουλάχιστον ας μην προκαλέσει ανήκεστο βλάβη.
COMMENTS