Μαζί με την σταδιακή παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας, θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι βρισκόμαστε και στη δύση της φιλελεύθερης «δημοκρατίας».
Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Όπως όλα δείχνουν, στην μετα-Ομπάμα εποχή, ο Ντόναλντ Τραμπ και οι ατομικές του διαμάχες με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, αναφορικά με το ποιος έχει «το μεγαλύτερο κουμπί», είναι απλώς τα επιφαινόμενα μιας ευρέως διαδεδομένης και ίσως ασταμάτητης τάσης. Από τη μια, οι «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της δύσης φαίνονται ανίκανες να απαντήσουν τόσο στα εσωτερικά αδιέξοδα, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με θέματα εξωτερικής πολιτικής: από το προσφυγικό μέχρι τις επεμβάσεις που, όπως φαίνεται, επέφεραν περισσότερη αποσταθεροποίηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία, διέπονται από κυβερνητικά συστήματα που ενώ εξασφαλίζουν περισσότερο πλούτο -αποφεύγοντας την πολιτική επεμβάσεων και εμμένοντας στο κρατικό μοντέλο του πολιτικού ρεαλισμού- κατηγορούνται πως καταστρατηγούν φιλελεύθερα δικαιώματα.
Στην πραγματικότητα, η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από το απόγειο της φιλελεύθερης «δημοκρατίας», την επαναφορά ενός Ουιλσονιακού φιλελεύθερου μοντέλου, με παγκόσμιους και υπερεθνικούς οργανισμούς (από τα Ηνωμένα Έθνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) να παίζουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή και από τον θρίαμβο του λεγόμενου ρυθμιζόμενου καπιταλισμού. Επικράτησε η ιδέα ότι το Ευρωπαϊκό και το Αμερικανικό σύστημα ήταν το καλύτερο, το μόνο που μπορούσε να εγγυηθεί την ειρήνη και την ευημερία. Έτσι η φιλελεύθερη «δημοκρατία» θα οδηγούσε τον καπιταλισμό και το αντίστροφο, και «όλοι θα ζούσαμε ευτυχισμένοι για πάντα».
Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Από την Κίνα του Xi, τη Ρωσία του Πούτιν και την νεο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν, οι οικονομικές και γεωπολιτικές επιτυχίες καταγράφονται σε χώρες πολύ διαφορετικές από αυτές του Ευρωατλανικού ιδανικού συστήματος. Οι λεγόμενες «ανελεύθερες δημοκρατίες», όπως (με τρόπο παράδοξο και αντιφατικό) ονομάζονται οι χώρες αυτές, στις περιπτώσεις της Ρωσίας, Κίνας και της Τουρκίας, αν και δεν έχουν τίποτα το δημοκρατικό να προτάξουν, θριαμβεύουν σε κάθε τομέα (οικονομικό, στρατιωτικό, γεωπολιτικό κτλ.). Αυτές είναι σήμερα οι χώρες που εγγυώνται την ανάπτυξη και την δημιουργία πλούτου, αν και χωρίς «δημοκρατία», ή ίσως ακριβώς επειδή σε αυτό το παγκοσμιοποιημένο σύστημα είναι πιο αποτελεσματικό να μην έχεις αυτή τη «δημοκρατία».
Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες ιδέες και θεωρίες του νεοφιλελεύθερου συστήματος υποστηρίζουν ότι η οικονομία της αγοράς δεν χρειάζεται κρατική ρύθμιση προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα και ότι το κράτος είναι εχθρός της αποτελεσματικότητας. Επιμένουν στην αποδόμηση του έθνους-κράτους, προωθώντας υπερεθνικές συνεργασίες, στις οποίες η βασική πολιτική γραμμή χαράζεται από τους ίδιους τους κανόνες της αγοράς, κυρίως από κολοσσούς-βιομηχανίες, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ωστόσο η Κίνα -παρότι εμμένει στο μοντέλο του επιθετικού ρεαλισμού (offensive realism) δίχως, ωστόσο, να απομονώνεται, συμμετέχοντας έτσι σε διεθνείς συμμαχίες- αποδεικνύει σε μέγιστο βαθμό ότι για να λειτουργήσει ο καπιταλισμός το κράτος είναι πιο αποτελεσματικό από την ίδια την αγορά, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το πιο αποτελεσματικό από όλους! Ο Καρλ Πολάνυι στο βιβλίο Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, εξάλλου, μελετώντας την ιστορία της Αγγλίας, τον τρόπο με τον οποίο οι φτωχοί εργάτες και αγρότες της επαρχίας υποδέχτηκαν τις καινοτομίες της αγοράς και τον εκμοντερνισμό, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: παρότι οι υπερασπιστές του οικονομικού φιλελευθερισμού τάσσονται κατά του «παρασιτικού» κρατικού παρεμβατισμού, υπήρξαν οι καλύτεροι σύμμαχοι του κράτους, ώστε να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί το πρότυπο μιας τέτοιας οικονομίας με κάθε κόστος.
Με άλλα λόγια, οι αγρότες (ακόμα και εύποροι γαιοκτήμονες) κατάντησαν προλετάριοι, εξαθλιωμένοι, μαντρωμένοι στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων, καθότι οι κοινωνικοί δεσμοί κατέρρευσαν, οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπους στην ανέχεια. Στη δική μας περίπτωση, αυτό που αξίζει να σκεφτούμε είναι πού πραγματικά οδηγεί η εξασθένιση του έθνους-κράτους. Στην πραγματικότητα, παρά τους ενδοιασμούς μας σε ό,τι έχει να κάνει με έναν τόσο συγκεντρωτικό θεσμό, δεν παύει ο ίδιος να ενσωματώνει στοιχεία που επιτρέπουν ένα μίνιμουμ δικαιωμάτων· πρόκειται για αυτό που η Hannah Arendt στο Τhe Origins of Totalitarianism ονόμαζε “the right to have rights” (το δικαίωμα του να έχει κανείς δικαιώματα), κάτι που μονάχα μέσα από έναν πολιτικό οργανισμό μπορεί να εξασφαλιστεί. Το τέλος του έθνους-κράτους, ωστόσο, δεν ισοδυναμεί με το τέλος της αμυντικής του πτυχής (δηλαδή την αστυνομία και τον στρατό) αλλά με την εξασθένιση των μηχανισμών που μπορούν να εγγυηθούν (έστω και κατ’ επίφαση) το δικαίωμα του να αποκτά κανείς δικαιώματα, δηλαδή τους φορείς διαβούλευσης και επικοινωνίας, παρά τις περιορισμένες δυνατότητες που οι ίδιοι προσφέρουν σε μια τέτοια διαδικασία. Όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνει η Μπέττυ Μπαζιάνα:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά δεν πήρε την εξουσία. Γιατί εξουσία δεν είναι ο υπουργός, αλλά ο μηχανισμός. Υπάρχουν άνθρωποι σε θέσεις-κλειδιά που εξυπηρετούν το παλιό διεφθαρμένο σύστημα».
Αν πραγματικά αυτοί που καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων είναι άνθρωποι σε συγκεκριμένες θέσεις-κλειδιά, μαζί και οι υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η ΕΕ, τότε πλέον δεν έχουμε παρά να μιλάμε για το τέλος του έθνους-κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος -κυρίως η δημόσια πρόνοια- ενισχύθηκε μέσα από εθνοκρατικούς θεσμούς. Έτσι, παρότι ο Clement Attlee θεωρούσε αναγκαίο να σκεφτόμαστε πρώτα ως «πολίτες του κόσμου» και ύστερα «ως Βρετανοί», οι πολιτικές που εφάρμοσε ήταν κατά κύριο λόγο Βρετανικές, με την έννοια ότι εφαρμόστηκαν εντός του Βρετανικού κράτους και -πάνω απ’ όλα- μέσω του Βρετανικού κρατικού μηχανισμού. Το τέλος του έθνους-κράτους ισοδυναμεί με το τέλος των δικαιωμάτων και όχι με τον τερματισμό της ισχύος του κρατικού μηχανισμού εν γένει. Έτσι, το νεορεαλιστικό παράδειγμα, αυτό που αναδύεται (που, ωστόσο, βασίζεται σε πήλινα πόδια) δεν έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει, καθότι η επιστροφή στο έθνος-κράτος δεν συνοδεύεται από καμία πολιτική που θα μπορούσε να εγγυηθεί επαναφορά της πρόνοιας. Οι προστατευτικές πολιτικές του Τραμπ, στην πραγματικότητα, δεν προωθούν κανέναν οικονομικό παρεμβατισμό (λέξη που φυσικά προκαλεί αλλεργία στους Ρεπουμπλικανούς), ιδίως αν συνυπολογιστεί η πολιτική περικοπών σε ό,τι έχει να κάνει με τις φορολογικές υποχρεώσεις των εύπορων. Στην ουσία πρόκειται για αλλαγή επί της εικόνας, παρά επί της ουσίας· η εικόνα που επιθυμεί να διατηρήσει ο Τραμπ, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι άλλη παρά η ανάδυση ενός χαμένου μεγαλείου, της Αμερικανικής ηγεμονίας (όπως άλλωστε δείχνουν και οι κινήσεις του εναντίον της Βόρειας Κορέας και υπέρ του Ισραήλ).
Μαζί με την σταδιακή παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας, θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ότι βρισκόμαστε και στη δύση της φιλελεύθερης «δημοκρατίας». Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση του φιλελευθερισμού -τουλάχιστον όπως τον γνωρίζαμε μέχρι χθες- βαδίζει χέρι χέρι με το τέλος της Αμερικανικής ηγεμονίας, και την ανάδυση ενός πολυπολικού (bipolar) μοντέλου, όπου διάφορες δυνάμεις, από την Κίνα, την Ρωσία, την αναδυόμενη Ινδία, συγκεκριμένα κράτη του Αραβικού κόσμου, ανταγωνίζονται τις δυτικές υπερδυνάμεις. Πράγματι διαφαίνεται ένας αντιφιλελεύθερος και αντικοινοβουλευτικός ορίζοντας που βασίζεται όλο και περισσότερο στο γενικό κλίμα δυσπιστίας απέναντι σε ένα σύστημα που μέχρι χθες υποσχόταν ότι είναι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί πολιτικά δικαιώματα, ελευθερίες και ευημερία. Στις 04 Μάρτη του 2018 στην Ιταλία θα γίνουν βουλευτικές εκλογές και σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας La Stampa η αποχή στους νέους θα φτάσει ή θα ξεπεράσει το 70%. Έτσι ενώ στην Κίνα και τη Ρωσία, οι λαοί δεν έχουν ιδιαίτερα δημοκρατικά δικαιώματα, σταδιακά τα κράτη τους κερδίζουν οικονομικά. Ενώ στην Ευρώπη τούτη η λαμπρή φιλελεύθερη «δημοκρατία» τείνει να μας μετατρέψει σε όλο και φτωχότερους δορυφόρους της Μόσχας. Για τους πολίτες το δίλημμα που φαίνεται να γεννιέται στην Δύση είναι το εξής: διάλεξε, θέλεις να έχεις εργασία χωρίς πολλά-πολλά δικαιώματα, ή θέλεις «δημοκρατία» και όλο και περισσότερη ανεργία;
Μέσα σε αυτό το κλίμα δυσπιστίας μια από τις αλήθειες, για παράδειγμα, που οι ιθύνοντες της ΕΕ δεν θέλουν να αναγνωρίσουν είναι ότι ο καλύτερος τρόπος για να «περιοριστεί» μια ανερχόμενη δύναμη όπως η Ρωσία είναι να περιοριστούν οι ανοησίες του παρελθόντος. Πόσοι δεν σκέφτονται σήμερα ότι η Ρωσία θα έπρεπε να έχει ενταχθεί στην Ευρώπη, πράγμα που οι ίδιοι οι Ρώσοι ήθελαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990; Τότε δηλαδή που είχαν αισθανθεί έντονα Ευρωπαίοι, και ήθελαν να παίξουν διαφορετικά το «παιχνίδι» της ύπαρξής τους; Ωστόσο το ρεπερτόριο της ρωσοφοβίας συνεχίζεται και μάλιστα εμπλουτίζεται με δηλώσεις όπως αυτές του επικεφαλής των υποβρυχίων δυνάμεων του ΝΑΤO, ναυάρχου Andrew Lennon:
«Η Ρωσία ενδιαφέρεται σαφώς για δραστηριότητες του ΝΑΤΟ. Και ως εκ τούτου και για τις υποβρύχιες υποδομές του». Δηλαδή, η Ρωσία κάνει τη δουλειά της, κατασκοπεύει και ελέγχει τους αντιπάλους της, οι οποίοι είναι αντίθετα πολύ αξιοπρεπείς και ποιος ξέρει τι κάνουν με τις δικές τους «υποβρύχιες υποδομές»: ίσως μεγάλα παιχνίδια ναυμαχιών μεταξύ συμμάχων».
Παραδόξως, ρεσιτάλ ρωσοφοβίας, στρουθοκαμηλισμού και συνωμοσιολογίας φαίνεται πως δίνουν οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι, οι «σταυροφόροι της λογικής» ενάντια στους «σκοταδιστές του Αμερικανικού νότου» και στις πολιτικές των «post-truth» (sic). Ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού κόμματος από την πρώτη ημέρα ανάληψης των πολιτικών καθηκόντων του Τραμπ, δεν έχασαν κάθε ευκαιρία να αποδίδουν την ήττα τους σε κάποιον «Ρωσικό δάκτυλο», μιλώντας γενικά και αόριστα για «προδοσία». Ωστόσο, εδώ και ενάμιση χρόνο ακούμε συνεχώς για «Ρωσική εμπλοκή» και «αποκαλύψεις», και μόνο αποκαλύψεις δεν βλέπουμε!
Αξίζει να σημειωθεί ότι χώρες όπως η Λιθουανία, η Εσθονία και η Λετονία (κοινώς η ουρά της Γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) γελούν στην ιδέα ενός πολέμου ενάντια στη Ρωσία, όπου το ΝΑΤΟ θα ανοίξει μέσα στην καρδιά της Ευρώπης ώστε να εκδικηθεί για το παλαιάς κοπής σοβιετικό παιχνίδι. Σήμερα η Ρωσία κατηγορείται για εθνικισμό και πράγματι προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι πολλοί κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι μια χώρα με τουλάχιστον χιλιετή ιστορία διαθέτει μια ορισμένη περηφάνια και δεν ξεχνά εύκολα το γεγονός ότι δεκαετίες τώρα σπρώχνεται όλο και περισσότερο στην αγκαλιά της ανατολής και κυρίως της Κίνας. Πώς λοιπόν να ζητηθεί να παραιτηθεί μια χώρα από την υπεράσπιση του εθνικού της συμφέροντος; Το κάνουν μήπως οι Κινέζοι; Οι Αμερικανοί; Οι Ισραηλινοί; Οι Ιάπωνες; Οι Ευρωπαίοι ίσως το έχουν κάνει στο παρελθόν, αλλά γιατί να το κάνουν οι άλλοι, και ειδικά γιατί σήμερα;
Μάλιστα, οι τέσσερις χώρες του Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), καιρό τώρα φαίνεται πως αδιαφορούν για τις αρχές της ΕΕ. Οι χώρες αυτές πιέστηκαν στο παρελθόν με κάθε τρόπο ώστε να προστατευτούν από την επιρροή της Μόσχας. Τώρα αυτές εισπράττουν χρήματα από τις Βρυξέλλες και πολιτικές οδηγίες από την Ουάσιγκτον. Η αποτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου για το προσφυγικό/μεταναστευτικό είναι μια ηχηρή απόδειξη αυτού του γεγονότος. Η αδυναμία των Ευρωπαϊκών ηγεσιών να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατία φανερώνει ακόμα πιο έμπρακτα το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει ο δυτικός φιλελευθερισμός, όντας ταυτόχρονα αντιμέτωπος με τις δικές του αντιθέσεις και αντιφάσεις. Προκαλεί μάλιστα αίσθηση το γεγονός ότι οι χώρες που λαμβάνουν τα πιο δραστικά μέτρα (κατά της εισροής μεταναστών και προσφύγων) είναι και αυτές που δεν έχουν δεχθεί κανένα τρομοκρατικό χτύπημα, και ταυτόχρονα οι χώρες που έχουν δεχθεί τους λιγότερους πρόσφυγες. Από την άλλη, χώρες που συνεχώς «παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα» (με βάση τα πορίσματα ΜΚΟ και Διεθνών Οργανισμών), όπως η Ελλάδα, φαίνεται ότι κρατούν μια ελαστικότερη στάση απέναντι στους πρόσφυγες, δεδομένου ότι παρά τον δυσανάλογο αριθμό ανθρώπων που η χώρα μας έχει δεχτεί σε μια δεδομένη στιγμή οικονομικής καταστροφής, υπήρξαν ουκ ολίγες φωνές αλληλεγγύης, με την άνοδο της Χρυσής Αυγής να είναι ισχνή, την ίδια στιγμή που οι πιο φιλελεύθερες χώρες (κυρίως η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία) προσπαθούν να κρατήσουν αποστάσεις.
Τα σημεία δείχνουν ότι η γενικευμένη αίσθηση αποξένωσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη γενική ανασφάλεια, φαίνεται πως δεν κάνει τους ανθρώπους να δρουν με όρους διεθνιστικής αλληλεγγύης, αλλά περισσότερο με όρους εθνικιστικής συσπείρωσης. Αυτό ισχύει ακόμη και για πληθυσμούς που στην πραγματικότητα ενδέχεται να έχουν περισσότερα κοινά -καταστάσεις και προβλήματα- με αλλοεθνείς, παρά με άλλους ομοεθνείς τους. Ίσως το μόνο που θα αρκούσε να κάνουν οι ιθύνοντες της ΕΕ είναι να εξετάσουν με ειλικρίνεια και αυτοκριτική την ελληνική ιδιαιτερότητα, όπου μια κοινωνία με αμέτρητα προβλήματα βρήκε τα κοινωνικά αποθέματα ώστε να διαχειριστεί με τρόπο ανθρώπινο, τουλάχιστον προς το παρόν, ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα του 21ου αιώνα. Δυστυχώς οι πολιτικές της ΕΕ εκτός από το να κρύβουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και να τα μεταθέτουν στους «επόμενους», κάνουν τα πάντα για να μας πείσουν ότι τα δικαιώματα δεν εξασφαλίζουν και ευημερία.
πηγη:respublica.gr
COMMENTS