To θερμόμετρο έχει ανέβει επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα, με την Τουρκία να κλιμακώνει την ένταση στην Κύπρο και το Αιγαίο. «Πού το πάει ο Ερντογάν;
της Νικολέττας Κουρούσιη
To θερμόμετρο έχει ανέβει επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα, με την Τουρκία να κλιμακώνει την ένταση στην Κύπρο και το Αιγαίο. «Πού το πάει ο Ερντογάν; Είναι αντιπερισπασμός γιατί είναι στριμωγμένος στο Αφρίν της Συρίας ή μήπως υπάρχουν άλλες αιτίες για τις οποίες η Τουρκία ανάβει φωτιά στην Ανατολική Μεσόγειο;» αποτελούν μερικά μόνο από τα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Η απάντηση σε αυτά, συνοψίζεται στο γεγονός ότι η συμπεριφορά της Άγκυρας υπαγορεύεται από την στρατηγική της να μετεξελιχθεί σε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, σε πλανητικό επίπεδο, μέχρι τα μέσα του αιώνα και να ασκήσει στρατηγικό έλεγχο σε ολόκληρη τη λεκάνη της Aνατολικής Mεσογείου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένας από τους βασικούς της στόχους αποτελεί η μετατροπή της σε ενεργειακό κόμβο, ελέγχοντας αριθμό μέσων μεταφοράς φυσικού αερίου.
Πριν αναφερθούμε στον τουρκικό αναθεωρητισμό είναι αναγκαίο να εξηγήσουμε πώς προκύπτει, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της φύσης και της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος.
Οι απαντήσεις όσον αφορά τη δομή και τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, τα κύρια αίτια της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών, τον τρόπο επιβίωσης των κρατών, τον ρόλο του δικαίου και της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις, δίνονται με ένα συγκεκριμένο και μοναδικό τρόπο, από τη κυρίαρχη σχολή σκέψης των Διεθνών Σχέσεων, του Πολιτικού Ρεαλισμού, με «πατέρα» τον Θουκυδίδη.
Η φύση του Διεθνούς συστήματος: Διεθνής Αναρχία
Ακρογωνιαίος λίθος της θεώρησης του Πολιτικού Ρεαλισμού σχετικά με τη φύση του διεθνούς συστήματος και την εξέταση των διεθνών ζητημάτων αποτελεί η διαπίστωση της έλλειψης μιας οργανωμένης υπερεθνικής αρχής, μιας κεντρικής εξουσίας, η οποία να επιβάλει την τάξη και να ρυθμίζει τη δράση των κρατών και τις μεταξύ τους σχέσεις. Με άλλα λόγια το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και επικρατούν σε αυτό συνθήκες έντονου διακρατικού ανταγωνισμού.
Ακόμη ο πόλεμος, η πιο μεγάλη παθογένεια του διεθνούς συστήματος, είναι απόρροια της απουσίας μιας υπερεθνικής αρχής, καθώς σε ένα κόσμο που αποτελείται από ανεξάρτητες κυρίαρχες δυνάμεις, αποτελεί το κυρίαρχo μέσο, με το οποίο κάθε δύναμη μπορεί, σε περίπτωση έσχατης ανάγκης, να προασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα.
Αρχή της Αυτοβοήθειας
Όσον αφορά, λοιπόν τη συμπεριφορά των κρατών, καθώς βρίσκονται σε κατάσταση διεθνούς αναρχίας, πρέπει από μόνα τους να μεριμνούν πρώτα από όλα για την επιβίωσή τους, και έπειτα για την επίτευξη των αντικειμενικών τους σκοπών, όπου καθίσταται αναγκαίο να στηρίζονται σε ίδια μέσα και να αναπτύσσουν ρυθμίσεις προς το συμφέρον τους.
Το «Δίλημμα Ασφαλείας»
Συνέπεια της έλλειψης ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα αποτελεί η δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας και φόβου ανάμεσα στις μονάδες του συστήματος, γεγονός που καθίσταται κυρίαρχο κίνητρο της στρατηγικής συμπεριφοράς τους.
Τα κράτη εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος υιοθετούν μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αυτοβοήθειας, με σκοπό την αύξηση του μεγέθους της ασφάλειάς τους, γεγονός που προκαλεί τη σχετική μείωση της ασφαλείας των άλλων κρατών. Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στην επίταση της λήψης μέτρων από όλους τους κρατικούς δρώντες, με τον τρόπο, τον οποίον κρίνουν αποτελεσματικότερο.
Μεγιστοποίηση του κρατικού συμφέροντος
Εκτός από το φόβο, η μεγιστοποίηση του συμφέροντος αποτελεί βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς των κρατών. Πρώτα από όλα έρχεται το συμφέρον επιβίωσης, καθώς το άναρχο διεθνές σύστημα «τιμωρεί» όσα κράτη δε μεριμνούν για την αυτοπροστασία τους, ενώ ακολούθως οι πολιτείες πρέπει να μεριμνούν για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητάς τους και της ανεξαρτησίας τους, διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν και τα δύο.
Τα συμφέροντα κάθε πολιτείας δεν περιορίζονται μόνο στην κατοχύρωση της ασφάλειάς τους. Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα οι πολιτείες είναι αναγκασμένες να διατηρήσουν τη σχετική θέση στην κατανομή ισχύος (relative power position), ενώ έχουν κάθε συμφέρον να προσπαθήσουν να καλυτερεύσουν τη θέση τους στο άναρχο διεθνές σύστημα, αυξάνοντας την ισχύ τους σε σχέση με αυτή των αντιπάλων τους.
Η διαδικασία με την οποία ορίζει κάθε κράτος το συμφέρον του ποικίλει από κράτος σε κράτος ανάλογα με τις εσωτερικές του δομές. Καθώς, όμως τα κράτη είναι ευαίσθητα στο κόστος είναι αναγκασμένα να συμπεριφέρονται με τρόπο ορθολογικό, να υπολογίζουν τη σχέση κόστους – οφέλους και να επιλέγουν τη στρατηγική εκείνη που μεγιστοποιεί το συμφέρον τους.
Δίκαιο και ηθική – Ο ρόλος των Διεθνών Οργανισμών
Όσον αφορά το ρόλο του δικαίου, η βασική θέση του Πολιτικού Ρεαλισμού είναι όταν οι πολιτείες έχουν να επιλέξουν μεταξύ συμφέροντος και νόμου/ηθικής, επιλέγουν το συμφέρον, καθώς το άναρχο διεθνές σύστημα και η ανάγκη αυτοσυντήρησης περιορίζει τις ηθικές επιλογές. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Νεορεαλισμό οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, αποτελούν όργανο του ισχυρότερου ή πιο επιστημονικά εξαρτημένη μεταβλητή της ισχύος των κρατών, θέση που επιβεβαιώνεται από διεθνή γεγονότα, όπως οι Νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία, η στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η κρίση στην Κριμαία το 2014, ο ποντιοπιλατισμός του Γενικού Γραμματέα στην πρόσφατη κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ και σε πλήθος άλλων περιπτώσεων, όπου καταπατούνται έννοιες του Διεθνούς Δικαίου.
Επιδίωξη της ισχύος – Από τη «σκλήρη» στην «έξυπνη» ισχύ
Επόµενη βασική αρχή και σηµαντικός παράγοντας δόµησης της ρεαλιστικής προσέγγισης είναι η επιδίωξη ισχύος. Για τον Κλασικό Ρεαλισµό αποτελεί αυτοσκοπό ενώ για τον Νεορεαλισµό ή Δοµικό Ρεαλισµό αποτελεί µέσο επιβίωσης των κρατών, λόγω της ύπαρξης τους µέσα στο άναρχο διεθνές συστήµα.
Σύµφωνα µε τον αµυντικό δοµικό ρεαλισµό καθώς τα κράτη αποσκοπούν στη µεγιστοποίηση της ασφάλειας τους «το κύριο µέληµα των κρατών δεν είναι η µεγιστοποίηση της ισχύος τους, αλλά η διατήρηση της θέσης τους στο σύστηµα» και ως εκ τούτου τα κράτη πρέπει να έχουν τη «σωστή δόση» ισχύος, ώστε να µην προκαλείται επιθετικότητα από την αδυναµία τους, αλλά και για να µη συσπειρώνονται άλλα κράτη εναντίον τους από την υπερβολική τους δύναµη. Εν αντιθέσει ο επιθετικός δοµικός ρεαλισµός αξιώνει ότι τα κράτη, προκειµένου να κατοχυρώσουν την ασφάλεια τους, χρειάζονται όλο και περισσότερη ισχύ και απώτερος σκοπός είναι η µεγιστοποίηση της ισχύος τους.
Η στρατιωτική δύναμη, σε συνδυασμό με τη διπλωματική και οικονομική ισχύ, αποτελούν αυτό που αποκαλούν οι σύγχρονοι ρεαλιστές «σκληρή δύναμη» (hard power) και η οποία βασίζεται στη χρησιμοποίηση του πειθαναγκασμού.
Εδώ και μερικά χρόνια, ο Joseph Nye, εισήγαγε μια νέα διάκριση στην έννοια της ισχύος. Δίνοντας έμφαση στο εμπόριο και την οικονομία, ως τους δύο πυλώνες της αλληλεξάρτησης και της ισχύος, χρησιμοποίησε σε αντιδιαστολή προς τη «σκληρή ισχύ» (hard power), την «ήπια ισχύ» (soft power), ορίζοντας την ως την ικανότητα επίτευξης του επιθυμητού, μέσω του γοήτρου και της έλξης, παρά μέσω του εξαναγκασμού και της δωροδοκίας.
Αποκλείει η ήπια ισχύς τη χρήση σκληρής ισχύος; Ασφαλώς όχι. Αλίμονο αν ένα κράτος ακύρωνε τη στρατιωτική του ισχύ και τη δυνατότητά του να την προβάλλει ή και να τη χρησιμοποιεί, αν απαιτηθεί. Ο Nye είναι σαφής: «Η σκληρή και η ήπια ισχύς συνδέονται και μπορούν να ενισχύσουν η μία την άλλη».
Ακολούθως ο Nye πρότεινε ένα συνδυασμό ήπιας και σκληρής ισχύος για τη δημιουργία αυτού που ονομάζει «έξυπνη ισχύ» (smart power). Η αντίληψη που αυτός εκφράζει σε ότι αφορά στην «ισχύ», πηγαίνει χρονικά πολύ πίσω. Μεγάλοι στρατηγιστές τάσσονταν υπέρ ενός μίγματος «σκληρής» στρατιωτικής ισχύος και «ήπιας» ιδεολογικής μεθόδου, πράγμα που το συναντά κανείς μελετώντας την υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ισορροπία Δυνάμεων
Σύμφωνα με τους Πολιτικούς Ρεαλιστές, ο ασφαλέστερος τρόπος για την κατοχύρωση της ειρήνης είναι η διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων, όπου στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα κράτη πρέπει μόνα τους να μεριμνούν για την εξισορρόπηση των αντιπάλων τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με εσωτερική εξισορρόπηση, δηλαδή με επιστράτευση των εσωτερικών πόρων του κράτους, είτε μέσω εξωτερικής εξισορρόπησης, δηλαδή μέσω δημιουργίας συμμαχιών στη βάση της σύγκλισης συμφερόντων.
Στρατηγική
Όπως προαναφέραμε τα κράτη ως δρώντες του συστήματος καλούνται να αντιμετωπίσουν προβλήματα και ευκαιρίες, προκειμένου να βελτιστοποιήσουν τη θέση τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη στρατηγική, η οποία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων, και αποτελείται από πολλές κινήσεις που ένας παίκτης ακολουθεί, προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει την επιτυχία, μέσα σε πλαίσιο αντιπαλότητας, με ένα άλλο παίκτη.
Η πιο πάνω διαδικασία αναφέρεται σε αυτό που ονομάζεται εξωτερική πολιτική των κρατών και περιλαμβάνει τους τρόπους, με τους οποίους τα κράτη μεταφράζουν τη δυνητική τους ισχύ σε πολιτικές. Καθώς οι κρατικές μονάδες είναι «ευαίσθητες» στο κόστος πρέπει να είναι σε θέση να υπολογίζουν τη σχέση κόστους οφέλους και να επιλέγουν τη στρατηγική εκείνη που μεγιστοποιεί το συμφέρον τους
Μια στρατηγική συμπεριφορά από τα κράτη είναι η επιλογή των φίλων/συμμάχων και αναφέρεται στην πραγμάτωση συνεργασιών και συμμαχιών για την αποκόμιση κέρδους. Στην περίπτωση που ένα κράτος είναι πιο αδύνατο σε ισχύ σε μια διακρατική διαμάχη, μπορεί να ακολουθήσει τη στρατηγική της ισορροπίας, δημιουργώντας συμμαχίες για να προστατεύσει τον εαυτόν τους από άλλα πιο ισχυρά κράτη, είτε να ακολουθήσει τη στρατηγική της σύμπραξης/συμπόρευσης με την υπέρτερη δύναμη προκειμένου να εξασφαλίσει την προστασία του και να νικήσει τον φόβο της απειλής.
Ένας κρίσιμος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη είναι ο γεωγραφικός. Ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με τον γεωγραφικό παράγοντα αναφέρεται σε αυτό που ονομάζουμε Γεωπολιτική. Η γεωγραφική τοποθέτηση ενός κράτους δημιουργεί πλεονεκτήματα, τα οποία πρέπει να εκμεταλλευτεί αλλά και μειονεκτήματα, τα οποία πρέπει να αποφύγει.
Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και του γεωστρατηγικού ρόλου κάθε κράτους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες και ιδιαίτερα από τη δομή του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος ασφαλείας και την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Στην περίπτωση της Τουρκίας, το κράτος σχεδιάζει και ακολουθεί επεκτατική στρατηγική, καθώς επιχειρεί να καταστεί ηγεμόνας στην ευρύτερη περιοχή του, εκμεταλλευόμενη την αστάθεια στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και την εύνοια της υπερδύναμης.
Τουρκία: Στρατηγική περιφερειακής δύναμης
Η Τουρκία αποτελεί περιφερειακή δύναμη, δηλαδή είναι ένα κράτος που σε μια ευρύτερη από τη θέση του γεωγραφική περιοχή, έχει υπέρμετρη ισχύ, σε όλα τα επίπεδα, σε σχέση με τους γείτονές του και επιζητεί την ισχύ για να βελτιστοποιήσει τη θέση του, αποτελώντας αυτό που ονομάζουμε αναθεωρητικό κράτος. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη το κενό δύναµης (power vacuum), εµφανίζεται να διεκδικεί το ρόλο του ηγεµόνα- σταθεροποιητή στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της, καθώς η γεωγραφική της θέση, αλλά και η πολιτική της εµπλοκή στα δρώµενα της περιφέρειάς της, επιτρέπουν να διαδραµατίζει ένα σηµαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική.
Σύμφωνα με τη θεωρία της διεθνούς δομής, τα κράτη υιοθετούν επιθετικές στρατηγικές, είτε επειδή επιδιώκουν να αλλάξουν το status quo (την παρούσα κατάσταση πραγμάτων), είτε για να επαναφέρουν το status quo ante. Ειδικότερα ο επιθετικός χαρακτήρας (σύµφυτο µιας δύναµης) του τουρκικού κράτους πηγάζει από τη νοοτροπία που έχει κληρονοµήσει η Τουρκία ως συνέχεια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Σε κράτη που έχουν επεκτατικές βλέψεις, η επιδίωξη συντριπτικής στρατιωτικής υπεροχής είναι χρήσιμη καθώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους δύναμη, για την επιδίωξη των πολιτικών τους στόχων. Η Τουρκία επιδιώκει να µεταβάλει το status quo και κατέχει ή πιστεύει ότι κατέχει ικανή (κυρίως στρατιωτική) ισχύ, για να το πετύχει.
Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί και το γεγονός ότι το κράτος αισθάνεται απειλή από τους γείτονές του, γεγονός που επικουρεί τη θέλησή της να επιβληθεί επί των αντιπάλων της, για να εξαλείψει την οποιαδήποτε απειλή παραµονεύει για την ασφάλειά της. Η ανασφάλεια του τουρκικού κράτους που σχετίζεται άµεσα µε τη δυνατότητα διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας είναι έκδηλη στο κουρδικό ζήτηµα, καθώς µια προσπάθεια αυτονοµίας των Κούρδων, θα έθετε σε κίνδυνο τα σύνορα της Τουρκίας.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να µετατραπεί σε περιφερειακή δύναµη στηρίζεται κυρίως στην υλοποίηση επιθετικής στρατηγικής έναντι των προσδιορισµένων ως αντιπάλων της, και αποσκοπεί στο να αποκοµίσει ο επιτιθέµενος πλεονεκτήµατα από τον αντίπαλο, που θα τον καταστήσουν ισχυρότερο. Έτσι, η Τουρκία παρουσιάζεται διεκδικητική σε βάρος της Ελλάδας, µε σκοπό να κερδίσει πλεονεκτήµατα που θα την καταστήσουν ισχυρότερη από αυτή και θα της επιτρέψουν την υλοποίηση των διεκδικήσεών της.
Για την επίτευξη των στρατηγικών της στόχων η Τουρκία εκσυγχρονίζει τις ένοπλες δυνάµεις της και την ανάπτυξη της εγχώριας πολεµικής βιοµηχανίας, µε στόχο την επίτευξη αµυντικής αυτοδυναµίας. Η επιθετική πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου δικαιολογείται µε αυτό που ο Mearsheimer αναφέρει ως την ανάγκη των υπέρτερων σε ισχύ κρατών να επεκταθούν σε βάρος του αδύναµου αντιπάλου.
Η τουρκική ασφάλεια βασίζεται κυρίως στην αυτοδύναµη εθνική ισχύ, αλλά και στις συµµαχίες µε άλλες χώρες των οποίων τα συµφέροντα ταυτίζονται µε αυτά του τουρκικού κράτους ή αντιµετωπίζουν κοινούς κινδύνους. Kαθώς τα ισχυρά κράτη προσπαθούν να ελέγχουν υποδεέστερα από αυτά κράτη ασκώντας την ισχυρή επιρροή τους, η Τουρκία προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή της σε γειτονικές χώρες ως µεγάλη δύναµη µε εστίαση στα κράτη της Βαλκανικής και στις χώρες της Ευρασίας.
Εκτός από τα πιο πάνω, η Τουρκία εκµεταλλεύεται µε σημαντική επιτυχία τις αλλαγές στον διεθνή συσχετισµό δυνάµεων και η αρχή της τουρκικής πολιτικής να διατηρεί στενές σχέσεις µε την ισχυρότερη δύναµη στο διεθνές σύστηµα (power bandwagoning) αποτελεί στρατηγική συµπεριφορά για απόκτηση πλεονεκτηµάτων που στηρίζονται στην εύνοια της µεγάλης δύναµης.
Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες, που αναφέρθηκαν ως τα χαρακτηριστικά µιας ανερχόµενης µεγάλης δύναµης, συνηγορούν ότι στην περίπτωση της Τουρκίας αιτιολογείται επαρκώς η επιθετική στρατηγική του τουρκικού κράτους. Η Τουρκία στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας εµφανίζει το σύνδροµο του ηγεµόνα, πράγµα που συνδέεται µε την εµφανή και διακηρυγµένη προσπάθεια της χώρας να αναπτύξει επιρροή σε ολόκληρο τον εν δυνάµει επιρρεπή στις τουρκικές επιδιώξεις γεωγραφικό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα καθώς βρίσκεται σε θέση αµυνοµένου µε αντίπαλο την Τουρκία και αποδέχεται το status quo που καθορίζει τις σχέσεις, πρέπει να εφαρμόζει αποτρεπτική στρατηγική. Η αποτροπή απαιτεί συνδυασµό των παραγόντων της ισχύος, της θέλησης να τη χρησιµοποιήσεις και του βαθµού αξιολόγησής της από τον επιτιθέµενο, συνδυασµός ο οποίος λειτουργεί πολλαπλασιαστικά µεταξύ των παραγόντων και όχι αθροιστικά. Από την άλλη η Κύπρος ως μικρή κρατική δύναμη, με συγκριτική αδυναμία ισχύος, είναι αναγκαίο να εφαρμόζει στρατηγική που θα της εξασφαλίζει την επιβίωση και την αυτονομία της έναντι της μεγάλης δύναμης, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται η αναζήτηση της «βοήθειας» ισχυρών «φίλων».
ΠΗΓΗ: philenews.com
COMMENTS