Χρήστος Ιακώβου Από τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ρωσία έχει ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία της στη Συρία και η ανάμιξή της σ...
Χρήστος Ιακώβου
Από τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ρωσία έχει ενισχύσει τη στρατιωτική παρουσία της στη Συρία και η ανάμιξή της στον τοπικό εμφύλιο πόλεμο εγκαινίασε την πρώτη απόπειρα της Μόσχας να διευρύνει τη γεωστρατηγική της πέρα από τα όρια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η Συρία έχει μετατραπεί στο νέο πεδίο ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Συνεπώς ο Πούτιν ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει οποιανδήποτε δυτική νίκη στη Συρία και το μήνυμα αυτό προς τους Αμερικανούς ήταν εξ αρχής ευδιάκριτο.
Τι επιδίωξε η Ρωσία με την ανάμιξή της στη Συρία;
Ο Πούτιν επενέβη άμεσα στη Συρία το 2015 όταν οι δυνάμεις του Άσαντ άρχισαν να υποχωρούν και να περιορίζονται στα δυτικά της χώρας. Αυτή η κατάσταση ενίσχυε το ενδεχόμενο της ασύντακτης κατάρρευσης του καθεστώτος, ή της διενέργειας πραξικοπήματος από δυνάμεις εντός της κυβερνητικής ομάδας. Τυχόν εξέλιξη αυτού του ενδεχομένου σε γεγονός θα έθετε σε κίνδυνο τη ρωσική ναυτική βάση στο Ταρτούς και θα άφηνε οριστικά τη Ρωσία έξω από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η ρωσική στρατιωτική ανάμιξη έδωσε στη Μόσχα το πλεονέκτημα ελέγχου των εξελίξεων στη Συρία, αφού η αμερικανική αδυναμία διαχείρισης της κρίσης δημιούργησε καθοριστικό κενό στην ανάμιξη άλλων περιφερειακών και διεθνών δρώντων.
Ίσης σημασίας είναι και το διπλωματικό πεδίο στο οποίο στόχευσε η Ρωσία. Ο Πούτιν παρευρέθηκε τότε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2015 μετά από δέκα χρόνια, στη διάρκεια της οποίας ήταν προκαθορισμένη η συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα. Ανακοινώνοντας τη στρατιωτική ανάμιξη στη Συρία, ο Πούτιν απέκτησε πλεονέκτημα έναντι του Ομπάμα, αφού απέτρεψε την έγερση πιεστικών απαιτήσεων εκ μέρους των ΗΠΑ για το ζήτημα της Ουκρανίας.
Για τη Ρωσία, η Συρία παρέχει το πλεονέκτημα για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων λόγω, αφενός μεν της ολοένα ενισχυόμενης εξάρτησης του καθεστώτος Άσαντ από τη ρωσική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, αφετέρου δε από την παρατεταμένη αποτυχία των δυτικών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους. Συνεπώς όσο πιο αποδυναμωμένη είναι η Συρία άλλο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Ρωσίας, καθώς επίσης και του Ιράν. Για τη Ρωσία η επιβίωση του Άσαντ είναι περισσότερο ευθύνη και διακύβευμα παρά στρατηγικό κεφάλαιο. Η Ρωσία μπήκε σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στη Συρία και θέλει να είναι σίγουρη ότι στο τέλος η σύγκρουση θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ της. Συνεπώς είτε με τον Άσαντ είτε με ένα νέο καθεστώς, αλλά με ελεγχόμενη από τους Ρώσους αποχώρηση του Άσαντ, η Μόσχα θέλει να είναι ο νικητής.
Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας αποτελεί στο παρόν στάδιο, πέραν της υλικής βοήθειας προς τις δυνάμεις του Άσαντ, ισχυρή ψυχολογική στήριξη για την άμεση ανασυγκρότηση των δυνάμεων της Δαμασκού και σαφές διπλωματικό μήνυμα προς περιφερειακούς συντελεστές, οι οποίοι ευνοούν ανατροπή του Άσαντ ότι η Μόσχα έχει καταστήσει τη Συρία πεδίο δοκιμής της νέας διεθνούς της πολιτικής και κατά συνέπεια, εκτός από την επιβίωση του Άσαντ, διακυβεύεται και η αξιοπιστία της επανακάμπτουσας υπερδύναμης.
Σε βραχυπρόθεσμο χρονικά πλαίσιο η Ρωσία στήριξε πλήρως τον Άσαντ. Μεσοπρόθεσμα όμως, αν σταθεροποιήσει την ισχύ της στη Συρία, δεν αποκλείεται να ενθαρρύνει τον Άσαντ να αποχωρήσει και να δρομολογήσει ελεγχόμενη πολιτική μετάβαση, είτε με δημοψήφισμα είτε με κάποιο διεθνές συνέδριο σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με αυτό το βραχυπρόθεσμο παιγνίδι, το οποίο σιγά–σιγά ολοκληρώνεται, έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην Ουάσιγκτον και έχει αποδυναμώνει την ισχύ της στην περιοχή, αναδεικνύοντας το καθεστώς της παγκόσμιας πλέον υπερδύναμης (κάτι που είναι και προσωπική εμμονή του Πούτιν). Επιπλέον, έθεσε εκτός ρυθμιστικής τροχιάς την Τουρκία, την οποία ανάγκασε να συμβιβαστεί μαζί της προκειμένου να μπορεί να παραμείνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, τέλος, περιόρισε τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή, το οποίο δεν εμπιστεύεται τη Ρωσία, αφού υπάρχει ένα άλλο πεδίο με θέματα ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κρατών. Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση Πούτιν θέλει επικοινωνιακώς να εκμεταλλευτεί την αδυναμία και σύγχυση των Αμερικανών και να στείλει το μήνυμα ότι είναι πιο πιστή και αποτελεσματική με τους συμμάχους της σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που τους χειρίζονται ως αντικείμενα μίας χρήσης.
Η Συρία έχει μετατραπεί στο νέο πεδίο ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Συνεπώς ο Πούτιν ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει οποιανδήποτε δυτική νίκη στη Συρία και το μήνυμα αυτό προς τους Αμερικανούς ήταν εξ αρχής ευδιάκριτο.
Τι επιδίωξε η Ρωσία με την ανάμιξή της στη Συρία;
Ο Πούτιν επενέβη άμεσα στη Συρία το 2015 όταν οι δυνάμεις του Άσαντ άρχισαν να υποχωρούν και να περιορίζονται στα δυτικά της χώρας. Αυτή η κατάσταση ενίσχυε το ενδεχόμενο της ασύντακτης κατάρρευσης του καθεστώτος, ή της διενέργειας πραξικοπήματος από δυνάμεις εντός της κυβερνητικής ομάδας. Τυχόν εξέλιξη αυτού του ενδεχομένου σε γεγονός θα έθετε σε κίνδυνο τη ρωσική ναυτική βάση στο Ταρτούς και θα άφηνε οριστικά τη Ρωσία έξω από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η ρωσική στρατιωτική ανάμιξη έδωσε στη Μόσχα το πλεονέκτημα ελέγχου των εξελίξεων στη Συρία, αφού η αμερικανική αδυναμία διαχείρισης της κρίσης δημιούργησε καθοριστικό κενό στην ανάμιξη άλλων περιφερειακών και διεθνών δρώντων.
Ίσης σημασίας είναι και το διπλωματικό πεδίο στο οποίο στόχευσε η Ρωσία. Ο Πούτιν παρευρέθηκε τότε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2015 μετά από δέκα χρόνια, στη διάρκεια της οποίας ήταν προκαθορισμένη η συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα. Ανακοινώνοντας τη στρατιωτική ανάμιξη στη Συρία, ο Πούτιν απέκτησε πλεονέκτημα έναντι του Ομπάμα, αφού απέτρεψε την έγερση πιεστικών απαιτήσεων εκ μέρους των ΗΠΑ για το ζήτημα της Ουκρανίας.
Για τη Ρωσία, η Συρία παρέχει το πλεονέκτημα για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων λόγω, αφενός μεν της ολοένα ενισχυόμενης εξάρτησης του καθεστώτος Άσαντ από τη ρωσική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, αφετέρου δε από την παρατεταμένη αποτυχία των δυτικών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους. Συνεπώς όσο πιο αποδυναμωμένη είναι η Συρία άλλο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Ρωσίας, καθώς επίσης και του Ιράν. Για τη Ρωσία η επιβίωση του Άσαντ είναι περισσότερο ευθύνη και διακύβευμα παρά στρατηγικό κεφάλαιο. Η Ρωσία μπήκε σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στη Συρία και θέλει να είναι σίγουρη ότι στο τέλος η σύγκρουση θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ της. Συνεπώς είτε με τον Άσαντ είτε με ένα νέο καθεστώς, αλλά με ελεγχόμενη από τους Ρώσους αποχώρηση του Άσαντ, η Μόσχα θέλει να είναι ο νικητής.
Η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας αποτελεί στο παρόν στάδιο, πέραν της υλικής βοήθειας προς τις δυνάμεις του Άσαντ, ισχυρή ψυχολογική στήριξη για την άμεση ανασυγκρότηση των δυνάμεων της Δαμασκού και σαφές διπλωματικό μήνυμα προς περιφερειακούς συντελεστές, οι οποίοι ευνοούν ανατροπή του Άσαντ ότι η Μόσχα έχει καταστήσει τη Συρία πεδίο δοκιμής της νέας διεθνούς της πολιτικής και κατά συνέπεια, εκτός από την επιβίωση του Άσαντ, διακυβεύεται και η αξιοπιστία της επανακάμπτουσας υπερδύναμης.
Σε βραχυπρόθεσμο χρονικά πλαίσιο η Ρωσία στήριξε πλήρως τον Άσαντ. Μεσοπρόθεσμα όμως, αν σταθεροποιήσει την ισχύ της στη Συρία, δεν αποκλείεται να ενθαρρύνει τον Άσαντ να αποχωρήσει και να δρομολογήσει ελεγχόμενη πολιτική μετάβαση, είτε με δημοψήφισμα είτε με κάποιο διεθνές συνέδριο σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με αυτό το βραχυπρόθεσμο παιγνίδι, το οποίο σιγά–σιγά ολοκληρώνεται, έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην Ουάσιγκτον και έχει αποδυναμώνει την ισχύ της στην περιοχή, αναδεικνύοντας το καθεστώς της παγκόσμιας πλέον υπερδύναμης (κάτι που είναι και προσωπική εμμονή του Πούτιν). Επιπλέον, έθεσε εκτός ρυθμιστικής τροχιάς την Τουρκία, την οποία ανάγκασε να συμβιβαστεί μαζί της προκειμένου να μπορεί να παραμείνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, τέλος, περιόρισε τον ρόλο του Ιράν στην περιοχή, το οποίο δεν εμπιστεύεται τη Ρωσία, αφού υπάρχει ένα άλλο πεδίο με θέματα ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κρατών. Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση Πούτιν θέλει επικοινωνιακώς να εκμεταλλευτεί την αδυναμία και σύγχυση των Αμερικανών και να στείλει το μήνυμα ότι είναι πιο πιστή και αποτελεσματική με τους συμμάχους της σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που τους χειρίζονται ως αντικείμενα μίας χρήσης.
ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Το Ισραήλ, το οποίο μέχρι τώρα ευνοείτο από τις εξελίξεις στη Συρία, λόγω της παράτασης της κρίσης που αποδυνάμωνε και τον Άσαντ και τους Ισλαμιστές, παρακολουθεί αμήχανα τη Ρωσία να βάζει πόδι στη Συρία και να ανησυχεί, λόγω του ότι ο σχεδιασμός της ασφάλειάς του είναι προσαρμοσμένος στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα κατάσταση όπως διαμορφώνεται προκαλεί σοβαρά διλήμματα στο εβραϊκό κράτος σε σχέση με την προσαρμογή του σε ένα νέο σύστημα ασφαλείας στην περιοχή, μέρος του οποίου θα είναι και η Ρωσία.
Ενίσχυση του ρήγματος μεταξύ Τουρκίας – ΝΑΤΟ
Από εδώ και πέρα, η ρωσική πολιτική στην περιοχή θα εισέλθει στο μεσοπρόθεσμο στάδιο.
Ο Πούτιν θα επιδιώξει να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα της Μόσχας έναντι των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, μειώνοντας τον στρατιωτικό της ρόλο στα εσωτερικά της χώρας και μετατρέποντας τη Συρία στην ισχυρή βάση προβολής ρωσικής ισχύος στην περιοχή.
Σε αυτό το στάδιο, σημαντικός παράγοντας για τη ρωσική γεωστρατηγική είναι η Τουρκία, την οποία η Μόσχα θέλει να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να ενισχύσει το ρήγμα μεταξύ της Άγκυρας και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Οι πωλήσεις όπλων προς την κυβέρνηση Ερντογάν, η έγκριση για περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, η ενθάρρυνση για στρατιωτικούς εκβιασμούς στην ΑΟΖ της Κύπρου καταδεικνύουν ότι η Τουρκία παίζει πλέον κεντρικό ρόλο στη νέα ρωσική γεωστρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα επόμενα βήματα του Πούτιν είναι να εμβαθύνει τα συμφέροντα και την ανάμιξη της Ρωσίας στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, με σκοπό να επεκτείνει και να ενισχύσει τη γεωστρατηγική της ισχύ στη Μεσόγειο, κατά μήκος της νοτίου πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Για να πετύχει αυτό χρειάζεται παράταση των συγκρούσεων στην περιοχή, ή τουλάχιστον συντήρηση της έντασης σε διάφορα μέτωπα, όπως είναι π.χ. τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Το Ισραήλ, το οποίο μέχρι τώρα ευνοείτο από τις εξελίξεις στη Συρία, λόγω της παράτασης της κρίσης που αποδυνάμωνε και τον Άσαντ και τους Ισλαμιστές, παρακολουθεί αμήχανα τη Ρωσία να βάζει πόδι στη Συρία και να ανησυχεί, λόγω του ότι ο σχεδιασμός της ασφάλειάς του είναι προσαρμοσμένος στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα κατάσταση όπως διαμορφώνεται προκαλεί σοβαρά διλήμματα στο εβραϊκό κράτος σε σχέση με την προσαρμογή του σε ένα νέο σύστημα ασφαλείας στην περιοχή, μέρος του οποίου θα είναι και η Ρωσία.
Ενίσχυση του ρήγματος μεταξύ Τουρκίας – ΝΑΤΟ
Από εδώ και πέρα, η ρωσική πολιτική στην περιοχή θα εισέλθει στο μεσοπρόθεσμο στάδιο.
Ο Πούτιν θα επιδιώξει να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα της Μόσχας έναντι των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, μειώνοντας τον στρατιωτικό της ρόλο στα εσωτερικά της χώρας και μετατρέποντας τη Συρία στην ισχυρή βάση προβολής ρωσικής ισχύος στην περιοχή.
Σε αυτό το στάδιο, σημαντικός παράγοντας για τη ρωσική γεωστρατηγική είναι η Τουρκία, την οποία η Μόσχα θέλει να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να ενισχύσει το ρήγμα μεταξύ της Άγκυρας και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Οι πωλήσεις όπλων προς την κυβέρνηση Ερντογάν, η έγκριση για περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, η ενθάρρυνση για στρατιωτικούς εκβιασμούς στην ΑΟΖ της Κύπρου καταδεικνύουν ότι η Τουρκία παίζει πλέον κεντρικό ρόλο στη νέα ρωσική γεωστρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τα επόμενα βήματα του Πούτιν είναι να εμβαθύνει τα συμφέροντα και την ανάμιξη της Ρωσίας στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, με σκοπό να επεκτείνει και να ενισχύσει τη γεωστρατηγική της ισχύ στη Μεσόγειο, κατά μήκος της νοτίου πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Για να πετύχει αυτό χρειάζεται παράταση των συγκρούσεων στην περιοχή, ή τουλάχιστον συντήρηση της έντασης σε διάφορα μέτωπα, όπως είναι π.χ. τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
COMMENTS