Η Κύπρος δεν κείται μακράν. Κείται πολύ κοντά στην Ελλάδα, τώρα πιο κοντά από ποτέ.
του Θοδωρή Καρναβά
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε στις 14 Αυγούστου 1974, κατά τη διάρκεια του Αττίλα ΙΙ, την περίφημη δήλωση: «Η Κύπρος κείται μακράν». Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνόψισε την αδυναμία(;) και απροθυμία της νέας τότε κυβέρνησής του να συνδράμει την Κύπρo έναντι της τουρκικής εισβολής. Έτσι, οι Τούρκοι εισβολείς, σχεδόν ανενόχλητοι, κατέλαβαν το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, διχοτομώντας το νησί.
Όμως, η φράση αυτή επιπλέον συνόψισε και επισημοποίησε την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό και ουσιαστικά την απόσυρση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο από το 1930 και εντεύθεν. Πολιτική που ακολουθείται με ελάχιστες εξαιρέσεις έκτοτε. Βασίζεται όμως η πολιτική αυτή σε ορθολογικά δεδομένα; Και ποια τα αποτελέσματά της διαχρονικά και ειδικά σήμερα;
Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε υπό το βάρος του δυσεπούλωτου ψυχολογικού τραύματος που κατέλειπε η Μικρασιατική Καταστροφή. Η ελληνική ελίτ είναι επισήμως έκτοτε προσηλωμένη στην προάσπιση του status quo της συνθήκης της Λωζάνης και στην προστασία των ελλαδικών συνόρων. Όμως, αν ληφθούν υπόψη οι διαχρονικοί υποχωρητικοί χειρισμοί για την τύχη του Ελληνισμού σε Ίμβρο, Τένεδο, Πόλη και Βόρεια Ήπειρο, καθώς και στο «Σκοπιανό» και τα ελληνοτουρκικά, τότε η ερμηνεία αυτή είναι μάλλον ανεπαρκής. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι η πολιτική αυτή οφείλεται βασικά στη διαχρονική εξάρτηση της ελληνικής ελίτ, αρχικά από την αγγλική και στη συνέχεια από την αμερικανική πολιτική.
Στο πλαίσιο αυτό, η εξωτερική πολιτική ασκούνταν πάντα με γνώμονα κυρίως την αντιμετώπιση του σοβιετικού αρχικά και στη συνέχεια του ρωσικού κινδύνου, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας. Έτσι, η Ελλάδα έως και τώρα δεν έπρεπε να αντιδρά στον τουρκικό επεκτατισμό και να ασκεί τα δικαιώματά της στο Αιγαίο, γιατί «έθετε σε κίνδυνο τη νατοϊκή συμμαχία».
Δεν της επιτρεπόταν να έχει δραστήρια παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και συνεπώς να υπερασπίζεται ενεργά την ελληνική παρουσία στην Κύπρο. Το «η Κύπρος κείται μακράν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 είναι η φυσική συνέχεια του «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν μπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν» του Γεωργίου Παπανδρέου ως υπουργού των Εξωτερικών το 1950.
Τα οδυνηρά αποτελέσματα
Έτσι, η επίσημη Ελλάδα αρχικά αποθάρρυνε ή απρόθυμα, κάτω από την πίεση της ελληνικής κοινής γνώμης, υποστήριξε τον αγώνα για Αυτοδιάθεση και Ένωση των Κυπρίων μέχρι και το 1959. Στη συνέχεια, με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 εγκατέλειψε και επισήμως το στόχο της Ένωσης και συναίνεσε στην επαναφορά της Τουρκίας στην Κύπρο, που επέτρεψε την εισβολή του 1974.
Και από την εισβολή και μετά, είτε ως απλός παρατηρητής υπό το μανδύα του εύηχου δόγματος «η Ελλάς συμπαρίσταται και η Κύπρος αποφασίζει» είτε ως ενεργητικός εργολάβος των Δυτικών (Αγγλοαμερικανών), η Ελλάδα αποδέχεται τα παράνομα τετελεσμένα σαν «λύσεις». Λύσεις που νομιμοποιούν την εισβολή και κατοχή, τον παράνομο εποικισμό και προνοούν μία ιδιότυπη λύση ομοσπονδίας-συνομοσπονδίας και διατήρηση των συνθηκών εγγυήσεως και των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Αυτό θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε Αττίλα ΙΙΙ, εξανδραποδισμό και αφανισμό του Κυπριακού Ελληνισμού. Ως αποτέλεσμα, μετά από 60 χρόνια συνεχούς υποχώρησης, φτάσαμε σήμερα στην αμφισβήτηση της ίδιας της υπόστασης και των αυτονόητων δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ελάχιστες και αποσπασματικές είναι οι εξαιρέσεις όλα αυτά τα χρόνια, στερούμενες ευρύτερου σχεδιασμού και συνέχειας.
Τέτοιες εξαιρέσεις είναι η διακήρυξη για την εφαρμογή του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος από τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1993, η ασθενής αποστασιοποίηση της κυβέρνησης Καραμανλή το 2004 από το εκτρωματικό σχέδιο Ανάν και τέλος η ενεργός πολιτική παρέμβαση Κοτζιά την τελευταία διετία υπέρ της κατάργησης των εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων χωρών, δηλαδή της Τουρκίας, στην Κύπρο.
Η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου
Μπορεί όμως η Ελλάδα να αφήσει μόνη της την Κύπρο; Και το ερώτημα αυτό δεν απευθύνεται τόσο στο εθνικό μας αίσθημα, Ελλαδιτών και Κυπρίων, αλλά κυρίως στο εθνικό μας συμφέρον. Η Ελλάδα από μόνη της είναι μια χώρα με ιδιαίτερη σημασία για την Ανατολική Μεσόγειο. Ελέγχει το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δυτικής Ευρώπης, το πέρασμα στη Μαύρη Θάλασσα και αποτελεί το επίνειο της βαλκανικής ενδοχώρας και σταθερό σταθμό ανεφοδιασμού όλων σχεδόν των ξένων αεροναυτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Με την προσθήκη της Κύπρου, όμως, ο Ελληνισμός ελέγχει όλο το «τόξο» που εκτείνεται από τα στενά του Οτράντο βορειοδυτικά και καταλήγει στην Καρπασία νοτιοανατολικά. Η σπουδαία γεωπολιτική αξία της Κύπρου οφείλεται στην εγγύτητά της σε όλες τις εστίες έντασης στη Μέση Ανατολή, τους παραγωγούς και τις οδούς μεταφοράς υδρογονανθράκων, τη θέση της ως μαλακό υπογάστριο της Μικράς Ασίας, το νευραλγικό ρόλο της στον εναέριο έλεγχο όλης της περιοχής που εκτείνεται από τις παρυφές του Καύκασου έως νότια τον Περσικό κόλπο και τη Βόρεια Αφρική.
Η δε σταδιακή ανακήρυξη και οριοθέτησή της ΑΟΖ από τα παράκτια κράτη παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, έχει μεταβάλει σημαντικά την εικόνα της περιοχής. Μια ματιά στο χάρτη της ΑΟΖ που δικαιούται βάσει διεθνούς δικαίου η Ελλάδα μας δείχνει: Πρώτον ότι Ελλάδα και Κύπρος για πρώτη φορά αποκτούν δυνητικά επαφή, καθώς οι οικονομικές τους ζώνες εφάπτονται. Δεύτερον, ότι η Ελλάδα μέσω της ΑΟΖ της για πρώτη φορά πρακτικά συνορεύει με Λιβύη και Αίγυπτο. Και κυρίως, ότι με την παρουσία της Κύπρου ο Ελληνισμός προεκτείνεται και συνορεύει με Λίβανο, Συρία, Ισραήλ ανατολικά. Έτσι οφείλουμε να βλέπουμε τον χάρτη του Ελληνισμού εφεξής.
Η ενοποίηση των οικονομικών ζωνών Ελλάδας-Κύπρου σφυρηλατεί στρατηγικές σχέσεις μεταξύ τους και αμφότερων με τις όμορες χώρες. Υπαγορεύει την από κοινού ανάληψη διπλωματικών, αμυντικών, οικονομικών πρωτοβουλιών για την προστασία όλου αυτού του θαλάσσιου χώρου και τη διαχείριση των κοινών ενεργειακών αποθεμάτων. Και κυρίως περιορίζει την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο με ό,τι αυτό δυνητικά συνεπάγεται για τη δυνατότητα προβολής της τουρκικής αεροναυτικής ισχύος στην περιοχή.
Η ανάγκη χάραξης πανεθνικής στρατηγικής
Συνολικά, η παρουσία της Κύπρου πολλαπλασιάζει τη γεωπολιτική ισχύ του Ελληνισμού και άρα τη διαπραγματευτική μας θέση. Επιπλέον, λύση του Κυπριακού που κινείται εκτός διεθνούς δικαίου, που νομιμοποιεί την κατοχή και εισβολή και που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τουρκική κατάκτηση όλης της Κύπρου, θα ενθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό. Αν οι Τούρκοι υλοποιήσουν τους στόχους τους στην Κύπρο, τότε ακολουθούν Αιγαίο και Θράκη. Αυτό θα είναι κυριολεκτικά ολέθριο για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ελλάδας. Στο μέτωπο του Κυπριακού θα κριθεί εν πολλοίς η τύχη της τουρκικής επιθετικότητας έναντι του Ελληνισμού συνολικά.
Η Κύπρος δεν κείται μακράν. Κείται πολύ κοντά στην Ελλάδα, τώρα πιο κοντά από ποτέ. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσει την Κύπρο μόνη. Δεν είναι μόνον συναισθηματικό θέμα εθνικής αλληλεγγύης. Είναι πρωτίστως θέμα διατήρησης των ζωτικών ελληνικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Αντιστοίχως, η μικρή Κύπρος στην περιοχή που βρίσκεται δεν πρόκειται να επιβιώσει μακροπρόθεσμα χωρίς την ενεργή συμπαραταξη με την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ο μόνος απόλυτα σταθερός και ειλικρινής σύμμαχος της Κύπρου. Η Κύπρος, βεβαίως, είναι ανεξάρτητο κράτος με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Όμως, δεν μπορεί να έχει ανεξάρτητη μοίρα από τον υπόλοιπο Ελληνισμό.
Είναι λοιπόν τώρα η ώρα για αναβίωση, ολοκλήρωση και υλοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος έναντι της τουρκικής επεκτατικότητας. Για χάραξη πανεθνικής στρατηγικής που θα συντονίζει τα δύο κράτη σε πολλαπλά επίπεδα: αμυντικό, πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό, παιδείας. Που θα χαράζει κοινή γραμμή στα σημαντικά θέματα, θα ενισχύει το εθνικό φρόνιμα των Κυπρίων και το αίσθημα ασφάλειάς τους.
Κυρίως είναι τώρα η ώρα για μια νέα ενεργητική στρατηγική στο Κυπριακό, ενταγμένη σε μια πανεθνική εξωτερική πολιτική. Που θα επαναφέρει το Κυπριακό στην ουσία του ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, θα ενισχύει την υπόσταση και το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα καθιστά το οικονομικό, γεωπολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό κόστος της κατοχής για την Τουρκία δυσβάσταχτο. Το ερώτημα είναι ποιος θα πραγματοποιήσει μια τέτοια πολιτική. Οι βασικός λόγος απόσυρσης της Ελλάδας από την Κύπρο, η εξάρτηση της πολιτικής της ηγεσίας, εξακολουθεί αμείωτη.
ΠΗΓΗ:slpress.com
COMMENTS