ΑΛΛΗΛΟΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ “ΕΠΟΥΡΑΝΙΟΥΣ” Ρωμιοί σε τζαμιά, μουσουλμάνοι σε εκκλησίες
Ρωμιοί σε τζαμιά, μουσουλμάνοι σε εκκλησίες
Κοινοί μεταφυσικοί φόβοι, λατρεία και δεισιδαιμονίες κατά την οθωμανική περίοδο
Έγραψε η: Λούπου Μαρία
Η διαφορά στη θρησκεία δέν εξηγεί τί έγινε στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια τής οθωμανικής περιόδου ούτε το τί τελικά οδήγησε στα γεγονότα τού ‘21. Γιά τους υπήκοους τού σουλτάνου η θρησκεία μπορεί να αποτελούσε στοιχείο διαχωρισμού, αλλά δέν εξελισσόταν σε πεδίο διαμάχης.
Μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι σέβονταν ο ένας την πίστη τού άλλου και μερικές φορές ακόμα την επικαλούνταν. Χριστιανοί πήγαιναν στα τζαμιά και τους τεκέδες γιά συμβουλές και φυλακτά, μουσουλμάνοι επισκέπτονταν ορθόδοξους παπάδες. Κάθε πόλη είχε γιά προστάτη της έναν άγιο, που τον σέβονται τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι.
Σε αυτό τον κόσμο οι κοινότητες μοιράζονταν κάτι περισσότερο από τις θρησκείες τους. Η μακραίωνη συνύπαρξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων οδήγησε σε κοινές δραστηριότητες. Μεγάλωναν τα παιδιά τους, ζούσαν και πέθαιναν σαν καλοί γείτονες.
Παράλληλοι θρησκευτικοί θεσμοί
Η νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν μιά περιοχή, που οριοθετούνταν όχι από έθνη-κράτη, αλλά από τα σύμβολα τής Ορθοδοξίας. Ο χρόνος προσαρμοζόταν στους ρυθμούς τής Ανατολικής Εκκλησίας και όχι σε κάποια θύραθεν αίσθηση τής ιστορίας. Το θεϊκό και το υπερφυσικό ήταν πανταχού παρόντα στην καθημερινή ζωή. Η εξέλιξη τού βυζαντινού πολιτισμού συνεχίστηκε με οδηγούς την Ορθοδοξία και την οθωμανική αυτοκρατορική εξουσία. Συνεχίστηκε στα πομπώδη γραπτά των φαναριωτών τής πρωτεύουσας τού σουλτάνου, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην υποταγή στην Πύλη και στις ελπίδες γιά μιά αναγέννηση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και συνεχίστηκε με διανοούμενους τής Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Ευγένιος Βούλγαρις.
Οι ξεχωριστοί, μα παράλληλοι θρησκευτικοί θεσμοί είχαν βασική σημασία γιά τον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό. Οι υπήκοοι τού σουλτάνου χωρίζονταν σε κοινότητες με βάση την πίστη τους και διοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από τη δική τους εκκλησιαστική ιεραρχία, στο πλαίσιο τής οποίας οι ραβίνοι, οι επίσκοποι και οι καδήδες προέδρευαν στα δικαστήρια, επόπτευαν τις αστικές υποθέσεις και ήταν υπεύθυνοι γιά την είσπραξη των φόρων από το ποίμνιό τους, καθώς και γιά άλλα οικονομικά ζητήματα.
Ελεύθερες όλες οι θρησκείες
Η θρησκεία με αυτό τον τρόπο οριοθετούσε τις κοινότητες και τα άτομα και συγκροτούσε παράλληλα μιά κοινή οπτική στα προβλήματα και στα διλήμματα τής ζωής ιδίως στο πλαίσιο ενός κυριαρχικού συστήματος, το οποίο συγκρινόμενο με εκείνα, που ίσχυαν σε άλλα μέρη τής Ευρώπης, υπερτερούσε αφάνταστα όσον αφορά την ανεξιθρησκία, «καθώς υπάρχει ελευθερία συνείδησης γιά όλες τις θρησκείες, σε όλες τις κτήσεις του», όπως έλεγε ο Lithgοw («Rare adνentures», σελ. 76).
Αλληλοσεβασμός
Η θρησκευτική εξουσία ήταν ένα κεφάλαιο, που το φοβόνταν, το σέβονταν και το συμβουλεύονταν οι λαοί όλων των θρησκειών. Οι χριστιανοί προσέφευγαν στη σοφία των μουσουλμάνων μαζεύοντας φυλαχτά η άγιο χώμα από τζαμιά και τεκέδες. Στο βίο ενός χριστιανού μάρτυρα διαβάζουμε με ποιό τρόπο μιά μουσουλμάνα θεραπεύτηκε από τον πατριάρχη: στην αρχή αυτός είχε αρνηθεί να τη δει με το σκεπτικό, ότι «δέν είναι πρέπον να δεχόμαστε όσους είναι ξένοι προς την πίστη μας», αλλά μετά άλλαξε γνώμη και είπε: «Αυτόν, που έρχεται σ' εμένα, με κανέναν τρόπο δέν θα τον διώξω».
Και όπως οι μουσουλμάνοι επισκέπτονταν χριστιανούς ιερείς, έτσι πήγαιναν και στους ραβίνους των εβραίων. Διαβάζουμε, γιά παράδειγμα, γιά έναν άντρα από την Κωνσταντινούπολη το δέκατο έκτο αιώνα, ο οποίος αρρώστησε βαρειά και έκανε τάμα ότι, αν γινόταν καλά, θα έκοβε το συνήθειο να πηγαίνει με νεαρά αγόρια. Όταν θεραπεύτηκε, το ξανασκέφτηκε, αλλά δίσταζε να μήν πραγματοποιήσει το τάμα του. Αφού οι ουλεμάδες τής Κωνσταντινούπολης αποφάνθηκαν, ότι δέν υπήρχε τρόπος να ξεγλιστρήσει από τον όρκο, που είχε δώσει, γύρεψε τη συμβουλή των ραβίνων τής Θεσσαλονίκης, μήπως τού έβρισκαν κανένα παραθυράκι. Τον συμβούλεψαν να δοκιμάσει τις γυναίκες. («Νew martyrs οf the Τurkish Υοke», Σιάτλ, Ουάσιγκτον, 1985, σελ. 321, Fleischer, «Βureaucrat and intellectual, σελ. 62-63).
Ένας ορθόδοξος κι ένας μουσουλμάνος κληρικός τής οθωμανικής περιόδου. Δέν παρουσιάζουν καμμία ουσιαστική διαφορά ούτε ως προς την αμφίεση, αλλά ούτε κι ως προς τη θρησκεία, που πρέσβευε ο καθένας τους, καθ’ ότι χριστιανισμός και μουσουλ- μανισμός είναι ομογάλακτα αδέλφια τού ιουδαϊσμού. |
Όσοι αντιμετώπιζαν ιδιαίτερους κινδύνους, όπως οι θαλασσινοί, συχνά εκδήλωναν μιά αδογμάτιστη ευλάβεια. «Όταν (οι οθωμανοί) ολοκληρώσουν τις ετοιμασίες τους γιά το ταξίδι», σημείωνε ο Βusbecq, πηγαίνουν στους ρωμιούς «και τους ρωτούν αν τα νερά έχουν αγιαστεί. Κι αν αυτοί τους πουν, ότι δέν έχουν αγιαστεί, αναβάλλουν την αναχώρησή τους. Αν όμως, τους πουν, ότι η τελετή έχει γίνει, τότε επιβιβάζονται και ανοίγουν πανιά».
Οι ναύτες, ανεξάρτητα από την πίστη τους -ιδίως οι πειρατές και οι κουρσάροι-, ευλαβούνταν τις εικόνες τής Παναγίας. Σε μιά τρικυμία ένας τούρκος ναύτης προέτρεψε ένα γάλλο να προσευχηθεί στην Παναγία γιά να τους βοηθησει, γιατί είχε ακούσει, όταν ήταν όμηρος στη Βιέννη, πως οι προσευχές σε αυτήν εισακούονται.
Σε τούτο τον κόσμο κάθε βοήθεια ήταν καλοδεχούμενη. Η ασέβεια ήταν πολύ χειρότερη από το να έχει κανείς διαφορετική πίστη.
Ένας άγγλος σκλάβος σ' ένα τουρκικό πολεμικό καράβι διηγιόταν, πως «όταν ανέβηκαν στο καράβι γιά πρώτη φορά, τους είχαν ρωτήσει ποιά ήταν η θρησκεία τους, και όταν δήλωσαν, πως ήταν καθολικοί χριστιανοί, κατέβαλαν ορισμένες ήπιες προσπάθειες να τους πείσουν να αποκηρύξουν την πίστη τους και να γίνουν μωαμεθανοί. Όταν όμως, αυτοί αρνήθηκαν σθεναρά, τους είπαν, ότι αφού αρνιόνταν να ασπαστούν την αληθινή πίστη, όφειλαν να υπηρετούν το θεό με το δικό τους τρόπο μιας, που αυτή ήταν η δεύτερη καλύτερη ευκαιρία τους να σωθούν. Αμέσως τους έδωσαν μιά μικρή καμπίνα, που έπρεπε να τη διαρρυθμίσουν σαν παρεκκλήσι και να προσεύχονται εκεί καθημερινά και σε τακτά διαστήματα». (Fοrster Βusbecq, σελ. 36. Dreux, σελ. 62. W.Β. Stanfοrd και Ε.J. Finopοulοs (επιμ.), «Τhe traνels οf Lοrd Charlemοnt in Greece and Τurkey, 1749», Λονδίνο, 1984, σελ. 39).
Λοιμοί, ξηρασίες, πλημμύρες, σεισμοί, πειρατές, πόλεμοι και φωτιές -όλα τα κακά και οι συμφορές τού επίγειου βίου στα οθωμανικά Βαλκάνια- επέβαλλαν το σεβασμό των επουράνιων δυνάμεων και των ανθρώπων, που ήταν σοφοί και γνώστες τού θείου, σεβασμό, που αψηφούσε τις θρησκευτικές ταξινομήσεις. Διάφοροι άγιοι, λόγου χάρη, ήταν γνωστοί ως προστάτες συγκεκριμένων πόλεων. Η ικανότητά τους να αποσοβούν κινδύνους αναγνωριζόταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
«Και αυτοί οι τούρκοι μένουν εκστατικοί», όταν τα λείψανα τού αγίου Νικολάου τού Μετσοβίτη δαμάζουν το θανατικό στα Τρίκαλα και κρατούν μακριά τις ακρίδες. Μιά άλλη επιδρομή ακρίδων -«σαν σκοτεινό σύννεφο, που σχεδόν δέν το διαπερνούσαν οι αχτίδες τού Ήλιου»- νικήθηκε στην Κύπρο χάρη στο δεξί χέρι τού αγίου Μιχαήλ, και πάλι προς γενική ανακούφιση.
Λέγεται ότι, όταν εκτέλεσαν κάποιο μάρτυρα τής ορθόδοξης πίστης, τα γνωρίσματα τής αγιότητας -τη γλυκειά «απερίγραπτη» ευωδία, που ανέδιδε το σκήνωμα, την υπερφυή λάμψη, τη μή αποσύνθεση τού λειψάνου- τα αναγνώριζαν όχι μόνο οι χριστιανοί μα και οι μουσουλμάνοι.
Κοινός μεταφυσικός φόβος
Η θρησκεία δέν ανέκοπτε τον τρόμο, που μπορούσε να κυριέψει πόλεις, όπου εμφανίζονταν ξαφνικά βρυκόλακες, όπως συνέβη στην Αγιά, όπου τους είδαν να «γλιστρούν εδώ κι εκεί με μεγάλα φανάρια στα χέρια τους». Στην Αδριανούπολη το 1872 ένας μουσουλμάνος χότζας κι ένας χριστιανός παπάς δέν κατάφεραν να ξορκίσουν τους βρυκόλακες και να τους διώξουν από την πόλη, και ο πανικός σταμάτησε, μόνο όταν κλήθηκε ένας τούρκος μάγος και έκανε τη δουλειά σωστά. (Νικόδημος Αγιορείτης, «Νέον μαρτυρολόγιον», 1856, σελ. 63-64, γιά το Νικόλαο το Μετσοβίτη. Jennings, σελ. 179-181, γιά την Κύπρο. Τοzer, «Researches», σελ. 2, 80. S. Lane Ροοle, «Τhe peοple οf Τurkey», ii, Λονδίνο, 1878, σελ. 225).
Τα οθωμανικά Βαλκάνια, λοιπόν, ήταν ένας κόσμος γεμάτος αόρατα πνεύματα, αγαθά και πονηρά. Ορισμένες οικογένειες τις έτρεμαν όλοι, γιατί ήταν γνωστό, πως ήταν βρυκόλακες με ανθρώπινη μορφή. Οι φήμες μιλούσαν ακόμα γιά άντρες με ουρές κρυμμένες μέσα στα εσώρουχά τους. Οι θεοφοβούμενοι όλων των θρησκειών χρησιμοποιούσαν φυλαχτά ενάντια στο κακό μάτι, όπως σκόρδο, κομποσκοίνια, δόντια κάπρου ή κέρατα και ορισμένους καρπούς τού δάσους. Οι ιερείς συχνά πυκνά έγραφαν μηνύματα πάνω σε φυλαχτά, όπως τους ζητούσε το ποίμνιό τους, και όταν οι χριστιανοί θεωρούσαν, ότι τα δικά τους φυλαχτά δέν έκαναν τίποτα, πήγαιναν και δανείζονταν από τους μουσουλμάνους. (Μ.Ε. Durham, «Sοme tribal οrigins», σελ. 244-261).
Περισσότερα στοιχεία γιά κοινές θρησκευτικές δραστηριότητες οθωμανών-ρωμιών στην οθωμανική αυτοκρατορία μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο τού Μark Μazοwer: Tα Bαλκάvια (έκδ. «Πατάκη», Αθήνα, 2012), στο οποίο έχει βασιστεί το παρόν άρθρο. |
Αμάθεια και δεισιδαιμονία
λαού και κλήρου
Τη γελοιοποίηση δέν την απέφευγαν στα μάτια των πολλών ξένων παρατηρητών, οι οποίοι παρακολουθούσαν μ' ένα μείγμα γοητείας, θυμηδίας, εθνογραφικής αποστασιοποίησης και φρίκης φαινόμενα, που τα θεωρούσαν εκδήλωση αμάθειας και δεισιδαιμονίας. Οι καθολικοί παρατηρητές, φθονώντας τη σχεδόν ακλόνητη επιρροή τού ορθόδοξου κλήρου των χωριών στο ποίμνιό του, τόνιζαν με ιδιαίτερο ζήλο την αμάθεια των ιερέων.
Ο πολύ μορφωμένος ιησουίτης λόγιος, Roger Joseph Boscovich, γεννημένος στο σλαβοϊταλικό περιβάλλον τού Ντουμπρόβνικ, αγανάκτησε, όταν συνομίλησε με τον παπά ενός βουλγαρικού χωριού έξω από την Κωνσταντινούπολη το 1762: «Η αμάθεια του, και όλων αυτών των κακόμοιρων ανθρώπων, είναι απίστευτη. Δέν ξέρουν γιά τη θρησκεία τους τίποτε άλλο εκτός από τις νηστείες και τις γιορτές, το σημείο τού σταυρού, τη λατρεία μερικών εικόνων [...] και το όνομα τού χριστιανού. Απ' όσο μπόρεσα να μάθω εκείνο το απόγευμα, [...] δέν ξέρουν ούτε το Πάτερ Ημών ούτε το Πιστεύω ούτε τα πιό κύρια μυστήρια τής θρησκείας». (L. Wοlff, «Ιnνenting eastern Εurοpe», Στάνφορντ, 1994, σελ. 175).
Ο Warringtοn Smyth, ταξιδεύοντας στη Βλαχία σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, θλιβόταν με ανάλογους όρους γιά «την κατάσταση βαθειάς άγνοιας, στην οποία βρίσκεται ο λαός. [...] Οι ιερείς είναι ζήτημα αν ξεχωρίζουν διανοητικά από τους χωριάτες, και μπορεί να δει κανείς τον “πόπα” τής ενορίας, ντυμένο με προβιές». (W. Smyth, «Α year with the turks», Νέα Υόρκη, 1845, σελ. 22).
Αυτό, που ίσχυε γιά τον παπά τού χωριού, ίσχυε ακόμα περισσότερο γιά το ποίμνιό του. Ο καθολικός επίσκοπος τού Σεν ανέφερε γιά το νέο του ποίμνιο το 1615, ότι «πιστεύουν στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία, αλλά αγνοούν τελείως το χριστιανικό δόγμα». «Οι γεωργοί είναι θρήσκοι, όχι τόσο από πίστη στη βαθύτερη ουσία τού χριστιανισμού όσο από φόβο» σημείωνε ένας λαογράφος τρεις αιώνες αργότερα.
Οι χωρικοί σε όλα τα Βαλκάνια χώριζαν τους αγίους σε «βαριούς» και «αλαφριούς», ανάλογα με το πόσο κακό έκαναν σε όποιον τους παραμελούσε.
Περιγράφοντας την εξαιρετικά υποτυπώδη εκπαίδευσή του γιά να γίνει παπάς τού χωριού στα τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα, ο σέρβος Ρrοta Μatija Νenadovic, θυμόταν, ότι «ορισμένες γριές, ακόμα και μερικοί άντρες έλεγαν στη μητέρα μου: "τυχερή, που είσαι, αδερφή μου, που έχεις τέτοιο γραμματισμένο γιό στο σπίτι και μπορεί και σου λέει τους αγίους κι έτσι δέν δουλεύεις, όταν δέν πρέπει"». (Δ. Λουκόπoυλoς, «Γεωργικά τής Ρoύμελης», Αθήνα, 1938, σελ. 163-164. Βracewell, «Uskοks», σελ. 1580159, σημ. 12. Τοzer, «Researches», I, σελ. 206-207. «Τhe memοirs of Ρrοta Μatija Νenadοvic», Οξφόρδη, 1969, σελ. 17).
Ο λόγος, που οι ορθόδοξοι ιερείς ήταν, σε γενικές γραμμές, λιγότερο εγγράμματοι και καταρτισμένοι σε τερτίπια τής θεολογίας από τους καθολικούς ομολόγους τους ήταν, ότι στα Βαλκάνια η επίδειξη θεοσέβειας και η ηθική νουθεσία είχαν μικρότερη σημασία από τις ακολουθίες και την ορθή τους τέλεση. (G. Rοuillard, «La νie rurale dans l’ Εmpire Βyzantin», Παρίσι, 1953, σελ. 199).
Έχουν ανασκαφεί κοινά νεκροταφεία οθωμανών - ορθόδοξων.
Τους ξεχωρίζουμε από τους διαφορετικούς τρόπους ταφής. Οι οθωμανοί είναι θαμμένοι με τα πόδια βορειοανατολικά, ενώ το κεφάλι νοτιοανατολικά, οπότε είναι επίτηδες στραμμένοι έτσι, ώστε να κοιτάζουν προς τη Μέκκα.
Αντίθετα, οι χριστιανοί είναι τοποθετημένοι στον άξονα Ανατολή - Δύση με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, ώστε να μπορέσουν να ανακαθίσουν και να παρακολουθήσουν τη Δευτέρα Παρουσία.
Τους ξεχωρίζουμε από τους διαφορετικούς τρόπους ταφής. Οι οθωμανοί είναι θαμμένοι με τα πόδια βορειοανατολικά, ενώ το κεφάλι νοτιοανατολικά, οπότε είναι επίτηδες στραμμένοι έτσι, ώστε να κοιτάζουν προς τη Μέκκα.
Αντίθετα, οι χριστιανοί είναι τοποθετημένοι στον άξονα Ανατολή - Δύση με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, ώστε να μπορέσουν να ανακαθίσουν και να παρακολουθήσουν τη Δευτέρα Παρουσία.
Μια άλλη, πιό φιλική προσέγγιση τής λαϊκής θρησκείας τη θεωρεί ως επιθυμία να αποφευχθούν οι κίνδυνοι τής ζωής, να εξηγηθούν και, ει δυνατόν, να προληφθούν οι παγίδες και οι τραγωδίες της. Είναι, με άλλα λόγια, μιά μορφή χωριάτικου ορθολογισμού: το σκόρδο διώχνει το κακό μάτι, το άγιο χώμα ή τα άγια λείψανα, αν μαζευτούν με το σωστό τρόπο και την ώρα, που ο ιερέας ή ο χότζας προφέρει το όνομα ενός μέλους τής οικογένειας, μπορούν αργότερα να χρησιμοποιηθούν σε στιγμή ανάγκης αν αυτό το πρόσωπο αρρωστήσει ή πάθει κάποιο ατύχημα.
Ανάμειξη των θρησκειών
Στις ακραίες του εκφάνσεις, αυτό το είδος ερμηνείας ανάγει τη θρησκεία σε μιά μορφή ασφάλισης. Έχει όμως το καλό, ότι αναγνωρίζει αυτό, που οι ίδιοι οι χωρικοί δέν είχαν πρόβλημα να παραδεχτούν, ότι δηλαδή οι δογματικές διαφορές δέν τους ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Σε χωριά, όπου δέν έφτανε η επίδραση τού κλήρου, οι δύο θρησκείες παρουσίαζαν σημάδια ανάμειξης, έστω κι αν οι ξένοι παρατηρητές (και το οθωμανικό κράτος) τις θεωρούσαν ξεχωριστές.
«Οι μωαμεθανοί εδώ δέν είναι αληθινοί μωαμεθανοί», παρατηρούσε ένας τούρκος τηλεγραφητής στην Αλβανία των αρχών τού εικοστού αιώνα «και οι χριστιανοί δέν είναι αληθινοί χριστιανοί». Όπως επισήμαινε η λαίδη Mary Wortley Montagu, «όσοι ζουν μαζί με χριστιανούς και μουσουλμάνους και δέν ειδικεύονται σε θεολογικές συζητήσεις δηλώνουν, ότι δέν μπορούν καθόλου να κρίνουν ποιά είναι η καλύτερη θρησκεία: Γιά να είναι βέβαιοι όμως, ότι δέν απορρίπτουν την αλήθεια, τηρούν με απόλυτη σύνεση και τις δύο και πηγαίνουν στο τζαμί την Παρασκευή και στην εκκλησία την Κυριακή».
Μουσουλμάνοι τής Παναγίας
Όταν τους ρωτούσαν σε ποιά θρησκεία ανήκαν, οι προσεκτικοί χωρικοί τής δυτικής Μακεδονίας έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν: «Είμαστε μουσουλμάνοι, αλλά τής Παναγίας». Αιώνες νωρίτερα ο Βusbecq, έκπληκτος από την παρουσία τούρκων σε ορθόδοξες τελετές στη Λήμνο, είχε ακούσει ανάλογες σκέψεις: «Αν τους ρωτήσεις γιατί το κάνουν αυτό απαντούν, ότι πολλά έθιμα έχουν επιζήσει από την αρχαιότητα και η χρησιμότητά τους έχει αποδειχτεί από τη μακραίωνη πείρα. Οι αρχαίοι, λένε, ήξεραν και έβλεπαν καλύτερα από εμάς, και τα έθιμα, που ενέκριναν δέν πρέπει αυθαίρετα να παραλλάσσονται». (Βalivet, «Αux οrigines», σελ. 18. W. Christian, «Lοcal religiοn in sixteenth century Spain, Πρίνστον, 1981).
Οθωμανοί και σήμερα συρρέουν στον άγιο Γεώργιο. |
Κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου χιλιάδες τούρκοι συνωστίζονται
στην Πρίγκηπο και κάνουν την ευχή τους στον άγιο.
«Και να χιόνιζε, εγώ πάλι θα ερχόμουν στον άη Γιώργη τον Κουδουνά σήμερα», λέει η Σεμά. Είναι μουσουλμάνα, πιστεύει στον Αλλάχ, αλλά και στα θαύματα τού άη Γιώργη τού Κουδουνά! Πρώτη φορά άκουσε γιά τον θαυματουργό άγιο στην τουρκική τηλεόραση πέρσι. Είδε τις ουρές των τούρκων, που περίμεναν έξω από την εκκλησία με τις ώρες, γιά να ανάψουν ένα κερί και να κάνουν την ευχή τους. Ήταν 23 Απριλίου, αλλά αποφάσισε να πάει έστω και την άλλη μέρα. «Είναι θέμα πίστης. Ο άγιος με άκουσε και πραγματοποίησε την ευχή μου», μου λέει η Σεμά. Θα πάει και τού χρόνου, γιά να κάνει μιά άλλη ευχή». («Tα Νέα»: 25-4-09).
στην Πρίγκηπο και κάνουν την ευχή τους στον άγιο.
«Και να χιόνιζε, εγώ πάλι θα ερχόμουν στον άη Γιώργη τον Κουδουνά σήμερα», λέει η Σεμά. Είναι μουσουλμάνα, πιστεύει στον Αλλάχ, αλλά και στα θαύματα τού άη Γιώργη τού Κουδουνά! Πρώτη φορά άκουσε γιά τον θαυματουργό άγιο στην τουρκική τηλεόραση πέρσι. Είδε τις ουρές των τούρκων, που περίμεναν έξω από την εκκλησία με τις ώρες, γιά να ανάψουν ένα κερί και να κάνουν την ευχή τους. Ήταν 23 Απριλίου, αλλά αποφάσισε να πάει έστω και την άλλη μέρα. «Είναι θέμα πίστης. Ο άγιος με άκουσε και πραγματοποίησε την ευχή μου», μου λέει η Σεμά. Θα πάει και τού χρόνου, γιά να κάνει μιά άλλη ευχή». («Tα Νέα»: 25-4-09).
Ιεροδικεία
Στον κοινό αυτόν κόσμο οι λατρευτικές πρακτικές συγκρούονταν με τις οριοθετήσεις τής θεολογίας όχι μόνο στο χώρο τού υπερφυσικού, αλλά και στην καθημερινή ζωή τού οθωμανικού κόσμου. Τα ισλαμικά δικαστήρια και η τουρκική διοίκηση, λόγου χάρη, ήταν ανοιχτά όχι μόνο στους μουσουλμάνους, αλλά και στους μή μουσουλμάνους. Οι δεύτεροι μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν ως εφετεία, αλλά σε μερικές περιπτώσεις και ως μέσο παράκαμψης των δικών τους θρησκευτικών αρχών ή εθιμικών δικαστηρίων. Έτσι, μουσουλμάνοι αξιωματούχοι βοηθούσαν χριστιανούς και εβραίους να ρυθμίσουν ζητήματα φορολογικά, εμπορικά και κτηματικά, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο.
Οι τοπικοί οθωμανοί άρχοντες τού δέκατου έκτου και τού δέκατου έβδομου αιώνα μερικές φορές παρενέβαιναν ακόμα και στις τοπικές έριδες γιά τους διορισμούς επισκόπων στις χριστιανικές κοινότητες. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι ήταν μέλη των συντεχνιών, που, συνεχίζοντας τη βυζαντινή πρακτική, βρίσκονταν υπό τη σκέπη ενός αγίου, σεΐχη ή ευσεβούς ανθρώπου.
Οι ορθόδοξοι χρησιμοποιούσαν μερικές φορές τα μουσουλμανικά ιεροδικεία, ακόμα και όταν δέν εμπλέκονταν μουσουλμάνοι στην υπόθεση. «Πούλησα στο γιό μου μιά γελάδα», ήταν η καταγγελία ενός χριστιανού αγρότη από την Κύπρο ενώπιον τού ιεροδίκη. «Θέλω τα χρήματα. Αυτός κωλυσιεργεί. Τα θέλω με βαση τον ιερό νόμο». (Μ. Greene, «Α shared wοrld», Πρίνστον, 2000. Ν. Τοdοroν, «Τraditiοns et transformatiοns dans les νilles balkaniques aνec l’instauratiοn de l’Εmpire οttoman», στο έργο του «Sοciety, the city and industry in the Βalkans, 15th-19th centuries», Variοrum, 1988, III, σελ. 99. Jennings, «Christians and muslims», σελ. 134,142).
Ελκυστικοί θρησκευτικοί θεσμοί
Η συνύπαρξη αυτή των θρησκειών εισχωρούσε στις πιό μύχιες πλευρές τής προσωπικής ζωής. Η στάση τής χριστιανικής εκκλησίας στο θέμα τού γάμου, γιά παράδειγμα, έβρισκε απρόσμενο ανταγωνισμό. Στο ισλάμ υπήρχαν τόσο η πολυγαμία όσο και τύποι πρόσκαιρων συμβάσεων γάμου, το διαζύγιο έβγαινε ευκολότερα (ιδίως γιά τις γυναίκες) και το σεξ δέν περιοριζόταν στο γάμο ούτε το δικαίωνε μονάχα η τεκνοποίηση.
Ήταν ολοφάνερο ποιάς θρησκείας οι ορισμοί φάνταζαν ελκυστικότεροι. Η χριστιανική ιεραρχία φαίνεται, ότι πέρασε τις απόψεις της στο θέμα τής πολυγαμίας (που έτσι κι αλλιώς δέν ήταν διαδεδομένη στους μουσουλμάνους των Βαλκανίων), αλλά στο θέμα των πρόσκαιρων γάμων τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η σύναψη σχέσεων με μιά γυναίκα με συγκεκριμένο αντάλλαγμα και γιά προσδιορισμένο χρόνο -τη μαρτυράει από το 1600 ο William Βiddulph- έθελγε τους χριστιανούς όσο και τους μουσουλμάνους.
Τελικά, η Εκκλησία αναγκάστηκε να συναινέσει και ο θεσμός διαδόθηκε ευρέως στη διάρκεια τού δέκατου όγδοου αιώνα. Σε ορισμένες περιοχές μετατράπηκε σε μέσο γιά το σχηματισμό προίκας, κάτι σαν νομιμοποιημένη πορνεία: «Αν ένας ξένος επιθυμεί να χαρεί οποιαδηποτε από τις νεαρές ανύπαντρες γυναίκες», σημείωνε σαστισμένος ο λόρδος Charlemont στις Κυκλάδες, «απευθύνεται αμέσως στους γονείς τής κοπέλας και τη ζητά σε γάμο. Η συμφωνία κλείνεται και το ζευγάρι οδηγείται ενώπιον ενός αξιωματούχου, όπου και οι δύο ορκίζονται πίστη ο ένας στον άλλο γιά όσο θα διαρκέσει η διαμονή τού άντρα στο νησί, ενώ ο γαμπρός δεσμεύεται να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό τη στιγμή τής αναχώρησης του, καθώς και μιά προκαταβολή επιτόπου. [...] Τα χρηματα αυτά μένουν στην άκρη ως μερίδιο τής κοπέλας και, όταν αναχωρήσει ο σύζυγός της, η τελευταία δέν αργεί να βρει έναν αληθινό σύζυγο ανάμεσα στους συντοπίτες της, οι οποίοι δέν τής καταλογίζουν καθόλου την προηγούμενη σχέση της θεωρώντας την ισότιμη με μιά συνηθισμένη χήρα».
Έτσι, οι χριστιανοί νησιώτες προσάρμοσαν το ισλαμικό έθιμο στις δικές τους ανάγκες, με την έγκριση των τούρκων αξιωματούχων και την ανοχή των τοπικών ιερέων.
Μεικτοί γάμοι
Πέρα από το ειδικό αυτό μέτρο, γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων αντρών και χριστιανών γυναικών γίνονταν στα Βαλκάνια μέχρι το τέλος τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, πολλοί μουσουλμάνοι είχαν χριστιανές μητέρες κι επομένως μιά προσωπική οικειότητα ή και προσήλωση στη μητρική τους θρησκεία. Ο σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς, πάντρεψε την κόρη του Μάρα με το σουλτάνο Μουράτ Β' το 1435, πασχίζοντας μάταια, φαίνεται, να κερδίσει την εύνοιά του. Ο Αλή-πασάς των Ιωαννίνων είχε ελληνίδα χριστιανή γυναίκα, γιά την οποία, έλεγαν, ότι είχε χτίσει ένα παρεκκλήσι. Αργότερα, ο αλβανικής καταγωγής οθωμανός αξιωματούχος Ισμαήλ Κεμάλ-μπέης παντρεύτηκε ελληνίδα γυναίκα, την οποία έκλεψε (με τη συναίνεσή της), ώστε να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις τής μητριάς της. Αλλά και σε χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα υπήρχαν πολλές άλλες περιπτώσεις σχέσεων χριστιανών με μουσουλμάνους.
Ο εξισλαμισμός πρόσφερε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα στις χριστιανές, που είχαν παγιδευτεί σε δυστυχισμένους γάμους. Με το που γίνονταν μουσουλμάνες, ακυρωνόταν ο γάμος τους, εκτός εάν ο χριστιανός σύζυγός τους αλλαξοπιστούσε κι εκείνος. Υπήρχε ειδική διαδικασία γι’ αυτό. «Η Τσάκω εγκολπώθηκε το ισλάμ παρουσία μουσουλμάνων», σημειώνεται στα πρακτικά ενός ιεροδικείου «και πήρε το όνομα Φατμά. Στον άντρα της προσφέρθηκε η ευκαιρία να περάσει στο ισλάμ, αλλά αρνήθηκε».
Σε μιά άλλη, παρόμοια περίπτωση η Φατμά μπιντ Αμπντουλλά μαρτύρησε, ότι προσχωρεί στο ισλάμ και καταχωρίστηκε, ότι «ο σύζυγός μου Γιάννο μπιν Μανόλια, κλήθηκε να προσκυνήσει το ισλάμ, αλλά δέν έγινε μουσουλμάνος. Αναγνωρίζει, ότι δέν έχει καμμιά διεκδίκηση επί τής Φατμά».
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι και οι μουσουλμανικοί γάμοι επηρεάζονταν από την παραμικρή νύξη περί αποστασίας. Όπως διαβάζουμε (Jennings, «Christians and muslims», σελ. 29. Greene, «Α shared wοrld». C. Ιmber, «“Ιnνοluntary” annulment οf marriage and its sοlutiοns in οttoman law», στο Ιmber, «Studies in οttοman histοry and law», Κωνσταντινούπολη, 1996, σελ. 226) σ’ ένα ισλαμικό νομικό εγχειρίδιο τού δέκατου όγδοου αιώνα:
Ερώτηση: Ο Ζέυντ και η γυναίκα του η Χιντ πηγαίνουν στην εκκλησία και επιδοκιμάζουν ορισμένες πράξεις των απίστων, οι οποίες συνεπάγονται απιστία. Πρέπει ο Ζέυντ και η Χιντ να υποβληθούν σε ανανέωση τής πίστης και ανανέωση τού γάμου;
Απάντηση: Ναι.
Πηγή:/www.freeinquiry.gr
COMMENTS