Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη Μόλις είχε ξεκινήσει ο ήλιος για το ημερήσιο ταξίδι του, ξεκίνησε και ο μικρός μας φιλαράκος για το δι...
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Μόλις είχε ξεκινήσει ο ήλιος για το ημερήσιο ταξίδι του, ξεκίνησε και ο μικρός μας φιλαράκος για το δικό του μακρινό ταξίδι.
Με μια μικρή βαλιτσούλα στο χέρι γεμάτος όνειρα, οργισμένος και θυμωμένος, ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών, κίνησε να πάει να αλλάξει τον κόσμο.
Στο δρόμο του συνάντησε μια κυρία. Καλοντυμένη και γλυκομίλητη.
– Για πού το’ βαλες μικρέ; τον ρώτησε.
– Πάω, απάντησε το παιδί.
– Ναι, αυτό σε ρωτάω, πού πας;
– Πάω ν’ αλλάξω τον κόσμο.
– Και γιατί να τον αλλάξεις;
– Γιατί είναι άδικος κυρία, δεν το βλέπετε;
– Άδικος; Πότε πρόλαβες εσύ μικρέ και γνώρισες την αδικία;
– Δε χρειάζεται πολύς χρόνος. Να! Κοιτάξτε τα ρούχα φοράτε εσείς και τα ρούχα που φοράει η κυρία απέναντι. Εσείς δείχνετε όμορφη με τα ρούχα που φοράτε ενώ εκείνη όχι.
– Μικρέ μου, το ντύσιμο δεν είναι θέμα χρημάτων αλλά θέμα γούστου. Αν έχεις γούστο μπορείς με φθηνά ρούχα να ντυθείς όμορφα. Δεν το ξέρεις αυτό;
– Όχι κυρία, δεν το ξέρω. Όμως, πόσο γούστο να έχει κάποιος που φοράει ρούχα κουρελιασμένα; Έχω δει πολλούς τον τελευταίο καιρό.
– Αχ μικρέ μου, δεν καταλαβαίνεις. Τέλος πάντων φεύγω γιατί βιάζομαι. Έχω μίτινγκ στην εταιρία. Νομίζω πάντως, πως δεν χρειάζεται να αλλάξεις τον κόσμο. Μια χαρά είναι. Γύρνα στο σπίτι σου στους γονείς σου, τους φίλους σου και τα παιχνίδια σου.
Το παιδί, στάθηκε στην άκρη του δρόμου και σκεφτόταν το διάλογο με την καλοντυμένη κυρία. Έβγαλε από τη βαλιτσούλα το μπουκάλι με το νερό και ήπιε δυο γουλιές.
Συνέχισε το δρόμο του σκεφτικός μέχρι που το θέαμα δίπλα του τον έκανε να σταματήσει απότομα. Ένας ηλικιωμένος γερμένος με το μισό κορμί του σ’ ένα κάδο σκουπιδιών, έψαχνε υπομονετικά το περιεχόμενό του. Τον είδε να βγάζει από μέσα ένα μισοφαγωμένο μήλο, να το σκουπίζει στο βρώμικο μανίκι του σακακιού του και να το τρώει με βουλιμία. Κάποια στιγμή διαπίστωσε το βλέμμα του παιδιού καρφωμένο πάνω του. Έκρυψε το μήλο στην τσέπη του και γύρισε προς το παιδί.
– Τι κοιτάς; Πεινάς κι εσύ;
– Όχι, όχι κύριε, απάντησε ο μικρός ξαφνιασμένος και λίγο τρομαγμένος.
– Τότε γιατί με κοιτάς; Είπε κάπως πιο αγριεμένος ο ηλικιωμένος κύριος.
– Τίποτα! Να, μου κάνει εντύπωση που τρώτε σκουπίδια.
– Χα! Ξέρεις μικρέ, δε βρήκα τραπέζι στο εστιατόριο στο Χίλτον που τρώω συνήθως και είπα να φάω λίγα σκουπίδια.
– Τι είναι το Χίλτον;
– Ένα ακριβό ξενοδοχείο. Αυτό είναι.
Ο μικρός μπερδεύτηκε.
– Σου φαίνεται παράξενο που τρώω σκουπίδια, συνέχισε ο κύριος.
– Ναι; Γιατί το κάνετε αυτό;
– Γιατί δεν έχω ούτε πού να μείνω ούτε κάτι άλλο να φάω. Μου τα πήραν όλα. Σπίτια, δουλειά, οικογένεια.
– Ποιοι σας τα πήραν; Γιατί τους αφήσατε;
– Δε φταίνε αυτοί. Εγώ φταίω που τους πίστευα όλα αυτά τα χρόνια. Ότι μου έλεγαν το πίστευα, ότι μου έδιναν το έπαιρνα. Δάνεια, πολλά δάνεια. Και κάρτες. Πολλές κάρτες. Για σπίτι, για αυτοκίνητο, για ψώνια, για διακοπές, για ότι μπορείς να φανταστείς. Κι ήρθε μια μέρα που το μαγαζί έκλεισε. Πελάτης δεν πατούσε μέσα. Μου ζήτησαν τα δανεικά, διπλά και τρίδιπλα. Δεν είχα να τα δώσω. Ε λοιπόν, μου πήραν ότι είχα και δεν είχα.
– Αυτό είναι άδικο.
– Άδικο, ξεάδικο όταν κατάλαβα το λάθος μου ήταν αργά. Αυτοί τη δουλειά τους έκαναν, κι εγώ τους βοήθησα όσο μπορούσα. Αλήθεια, εσύ για πού το’βαλες;
– Εγώ, πάω να αλλάξω τον κόσμο κύριε.
– Άλλο πάλι και τούτο. Και γιατί να τον αλλάξεις;
– Γιατί είναι άδικος.
– Κι εσύ θα τον κάνεις καλύτερο ή χειρότερο;
– Καλύτερο κύριε. Τι είναι αυτά που λέτε. Καλύτερο, θα τον κάνω χωρίς αδικία.
– Τον ρώτησες τον κόσμο αν θέλει ν’αλλάξει;
– Είναι δυνατόν να μη θέλει;
– Καλά, δε σκέφτηκες ότι αν οι άνθρωποι ήθελαν πραγματικά έναν δίκαιο κόσμο γιατί να φτιάξουν πρώτα έναν άδικο; Για να έρθεις εσύ να τον κάνεις δίκαιο;
– Γιατί φοβούνται κύριε και γιατί δεν τους αφήνουν.
– Ποιοι δεν τους αφήνουν;
– Κάποιοι λίγοι. Αυτοί που κάνουν τον κόσμο άδικο.
– Μάλιστα! Και τι φοβούνται αφού είναι πιο πολλοί;
– Αυτό δεν το ξέρω. Θα το βρω όμως γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσω να αλλάξω τον κόσμο.
– Εύχομαι να το βρεις αλλά, για να αλλάξεις κάτι σε κάποιον πρέπει να το θέλει και ο ίδιος. Έχεις δει καρδερίνα σε κλουβί;
– Ναι, έχω δει.
– Άκου τώρα κάτι. Είχα πιάσει, μικρός σαν ήμουνα μια καρδερίνα. Την έβαλα στο κλουβί. Την πρώτη βδομάδα, αγρίμι σκέτο. Έπεφτε με δύναμη πάνω στα σιδεράκια του κλουβιού για να φύγει. Τα τσίμπαγε με μανία, με το ράμφος της για να τα σπάσει. Κάποια στιγμή ανακάλυψε το καναβούρι και τον νερό. Πεινασμένη καθώς ήταν, για την επόμενη εβδομάδα έτρωγε και έπινε συνεχώς. Πουθενά κελάηδισμα. Στο μήνα πάνω, είχε συνηθίσει το κλουβί κι άρχισε να κελαηδάει. Όλη μέρα κελαηδούσε. Την είχα πέντε χρόνια. Μια μέρα, ξέχασα την πόρτα του κλουβιού ανοιχτή. Βρήκε ευκαιρία κι έφυγε. Την είδα που πέταγε με δυσκολία. Κρέμασα το κλουβί με ανοιχτή την πόρτα, σκασμένος από την απροσεξία μου. Ε, λοιπόν, το επόμενο απόγευμα, είχε επιστρέψει στο κλουβί. Κατάλαβες μικρέ; Προτίμησε την ασφάλεια της φυλακής της παρά την ελευθερία της. Άντε, σ’ αφήνω τώρα. Καλό δρόμο.
Έμεινε πάλι μόνος ο μικρός μας φίλος. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι και προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλει ν’ αλλάξει. Κι αυτός ο ηλικιωμένος κύριος, περισσότερο τον μπέρδεψε παρά τον βοήθησε. Καρδερίνες λέει! Τι σχέση έχουν οι καρδερίνες με τους ανθρώπους; Είναι ποτέ δυνατόν οι άνθρωποι να προτιμούν την ασφάλεια μιας φυλακής από την ελευθερία τους;
Έβγαλε κι έκοψε ένα κομμάτι σοκολάτας που είχε στη μικρή του βαλίτσα και συνέχισε το δρόμο του. Αφού περπάτησε αρκετά, σταμάτησε έξω από μια βιτρίνα με τηλεοράσεις. Στις οθόνες έδειχνε κάποιον θυμωμένο άνδρα που το βλέμμα του ήταν γεμάτο μίσος. Κάτι έλεγε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι; Δίπλα του ήρθε κάποιος κύριος, ντυμένος στα μαύρα που έδειχνε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα όσα έλεγε ο θυμωμένος άνδρας στην τηλεόραση. Είχε ύφος βλοσυρό και κοίταγε το μικρό παιδί δίπλα του με μια δόση περιέργειας και υπεροψίας.
– Δε μου λες μικρέ; Μετανάστης είσαι; ρώτησε το μικρό μας φίλο.
– Όχι κύριε, Έλληνας είμαι.
– Πάλι καλά, γιατί εγώ δεν θέλω να υπάρχουν μετανάστες.
– Ούτε κι εγώ κύριε.
– Ωραία. Δικός μας είσαι. Μια χαρά τα λέει ο αρχηγός στην τηλεόραση έτσι;
– Τι να σας πω; Δεν τον ξέρω και δεν ακούω τι λέει. Πάντως δείχνει θυμωμένος.
– Είναι! Να μην είναι;
– Γιατί είναι θυμωμένος;
– Για τους μετανάστες.
– Εδώ που τα λέμε δεν έχει και άδικο. Πώς να μη θυμώσει κάποιος όταν στον κόσμο που ζούμε υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τον τόπο τους, τις οικογένειές τους και να ξενιτευτούν; Το ξέρω γιατί κι εμένα ο θείος μου αναγκάστηκε να φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Έμεινε 3 χρόνια χωρίς δουλειά και κάποια στιγμή έφυγε.
– Άλλο εμείς οι Έλληνες κι άλλο όλοι αυτοί οι αλλοδαποί που έρχονται εδώ και μας παίρνουν τις δουλειές. Να κάτσουν στα σπίτια τους, στη χώρα τους. Δεν τους θέλουμε εδώ.
– Εμένα κύριε δε με πειράζουν. Άνθρωποι είναι κι αυτοί σαν κι εμάς που βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση και…
– Βούλωστο! Μ’ ακούς;
Κάποιοι περαστικοί που αντιλήφθηκαν το περιστατικό, κοντοστάθηκαν κι άρχισαν να σχολιάζουν τη συμπεριφορά του άνδρα προς το παιδί.
– Δε ντρέπεσαι να τα βάζεις με τον πιτσιρικά; είπε ένας νεαρός που πλησίασε προς τη βιτρίνα.
– Καλά σου λέει. Άντε φύγε κι άσε το παιδί ήσυχο, ακούστηκε μια δεύτερη φωνή.
Ένας προστατευτικός κλοιός ανθρώπων μαζεύτηκε γύρω από το παιδί, κάτι που ανάγκαζε τον άνδρα να απομακρυνθεί βρίζοντας και χειρονομώντας.
– Καλά, πώς βρέθηκες εσύ μόνος σου εδώ; ρώτησε το παιδί ο νεαρός.
– Κίνησα να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό προσπαθούσα να εξηγήσω και στον προηγούμενο κύριο αλλά δεν με άφησε. Στο δικό μου κόσμο δεν θα υπάρχουν μετανάστες και πρόσφυγες γιατί δεν θα υπάρχουν πόλεμοι ούτε πείνα ούτε φτώχια. Έτσι οι άνθρωποι δεν θα αναγκάζονται να φεύγουν από τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους.
– Βλέπω είσαι ψαγμένος.
– Δεν ξέρω τι θα πει αυτό.
– Και με τους ανθρώπους σαν κι αυτόν που συνάντησες πριν τι θα κάνεις στο «δικό σου κόσμο» όπως τον λες;
– Στο δικό μου κόσμο δεν θα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι γιατί τα παιδιά στο σχολείο θα μαθαίνουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους και κανένας δεν είναι ανώτερος από τον άλλον. Στο δικό μου κόσμο δεν θα υπάρχει μίσος και αδικία.
– Σου εύχομαι να τα καταφέρεις.
Ο νεαρός απομακρύνθηκε, οι περαστικοί συνέχισαν το δρόμο τους και ο μικρός μας φίλος ακούμπησε στη βιτρίνα λυπημένος. Ένα δάκρυ κύλησε σιγά-σιγά στο μάγουλό του και κατέληξε στη δεξιά του παλάμη.
– Δε θα είναι και τόσο εύκολο ν’ αλλάξω τον κόσμο, αλλά δεν θα τα παρατήσω.
Σκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε το ταξίδι του.
Αφού περπάτησε για αρκετή ώρα, έφτασε σε μια πλατεία. Κόσμος πολύς ήταν συγκεντρωμένος κρατώντας σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα. Πάνω σε μια υπερυψωμένη εξέδρα, κάποιος άνθρωπος έβγαζε λόγο προς το συγκεντρωμένο πλήθος. Λίγοι ήταν εκείνοι που έδιναν σημασία στα όσα έλεγε. Όλοι όμως συμμετείχαν στα χειροκροτήματα και τα συνθήματα που διέκοπταν την ομιλία του ανθρώπου κάθε τόσο.
Κάθισε σ’ ένα παγκάκι προσπαθώντας να ακούσει την ομιλία αυτού του άγνωστου ανθρώπου. Δίπλα του καθόταν κι ένας νεαρός, σίγουρα πάνω από είκοσι χρονών, κρατώντας μια σημαία.
– Συγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι; είπε με διστακτικότητα το παιδί.
– Ρώτα με, άμα ξέρω, απάντησε ο νεαρός.
– Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που μιλάει;
– Καλά, σοβαρολογείς; Δεν γνωρίζεις τον πρωθυπουργό της χώρας;
– Και γιατί μιλάει στον κόσμο;
– Έχουμε εκλογές σε λίγες μέρες. Θα ψηφίσουμε ποιον θέλουμε για πρωθυπουργό της χώρας.
– Μα, μου είπες ότι αυτός είναι ο πρωθυπουργός!
– Ναι. Όμως κάθε τέσσερα χρόνια γίνονται ξανά εκλογές και ο λαός ψηφίζει αν θέλει τον ίδιο πρωθυπουργό ή κάποιον άλλον.
– Γιατί να θέλει κάποιον άλλον;
– Γιατί μπορεί αυτός και η κυβέρνησή του να έκαναν κακό στον τόπο. Οι προηγούμενοι, ας πούμε, που κυβέρνησαν, δεν ήταν καλοί. Είπαν ψέματα στον κόσμο, έκλεψαν δημόσιο χρήμα. Έκαναν πολλά, τέλος πάντων. Έτσι, έγιναν εκλογές και βγήκε ο σημερινός πρωθυπουργός, πριν από δύο χρόνια.
– Και τώρα γιατί ξαναγίνονται; Αφού δεν πέρασαν τέσσερα χρόνια!
– Καμιά φορά γίνονται και νωρίτερα. Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, μπορεί η αντιπολίτευση να ζητήσει εκλογές.
– Τώρα μπερδεύτηκα λίγο, είπε το παιδί. Η αντιπολίτευση τι είναι;
– Είναι τα υπόλοιπα τα κόμματα, όσα έχασαν στις εκλογές.
– Και γιατί δεν πήγαν καλά τα πράγματα; Κι αν δεν πήγαν καλά γιατί να ψηφίσουν τον ίδιο πάλι για πρωθυπουργό; Κι αυτοί που έκλεψαν δημόσιο χρήμα τιμωρήθηκαν; Και πώς γίνεται τέτοιοι άνθρωποι να γίνονται πρωθυπουργοί.
– Μικρέ, ρωτάς πολλά πράγματα και είναι λίγο δύσκολο να στα εξηγήσω. Η εξουσία τον χαλάει τον άνθρωπο, τον διαφθείρει.
– Τότε γιατί οι άνθρωποι δεν καταργούν την εξουσία; Τι τις θέλουν τις εκλογές αφού βγαίνουν πρωθυπουργοί που δεν νοιάζονται για τον κόσμο αλλά για τον εαυτό τους;
– Άστο, είναι μπερδεμένο σου λέω. Τι τις θέλουμε τις εκλογές; Ξέρω εγώ; Πώς θα λειτουργεί το κράτος κι η χώρα. Απορίες που έχεις κι εσύ! Για πες μου όμως, εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Μόνος σου είσαι;
– Ναι, μόνος μου. Εγώ, κίνησα ν’ αλλάξω τον κόσμο.
– Χα! Τι να κάνεις είπες;
– Ν’ αλλάξω τον κόσμο. Δε μ’ άκουσες;
– Είσαι και ζόρικος βλέπω! Κι αυτό θα το κάνεις μόνος σου;
– Μαζί με όποιον άλλον θέλει, αλλά αν χρειαστεί θα τον αλλάξω και μόνος μου.
– Έχεις πλάκα μικρέ αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Φεύγει το λεωφορείο σε λίγη ώρα και πρέπει να είμαι εκεί. Άντε γεια σου και…καλή τύχη.
Ο μικρός μας φίλος, παρέμεινε για λίγη ώρα ακόμα στο παγκάκι. Άλλωστε και να ήθελε να φύγει ήταν πολύ δύσκολο. Η ομιλία είχε τελειώσει και ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί κάνοντας δύσκολη τη μετακίνηση του μικρού παιδιού.
Βρισκόταν σε πολύ μεγάλη σύγχυση μετά τη συζήτησή του με το νεαρό. Καταλάβαινε ότι στον κόσμο που ζούσε συνέβαιναν αδιανόητα και πολύ άσχημα πράγματα. Όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο και κυρίως γιατί οι άνθρωποι επέτρεπαν να γίνονται.
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να σηκωθεί, κι ένας άγνωστος κύριος ήρθε και κάθισε στο διπλανό παγκάκι. Ήταν αδύνατος, με λιγοστά μαλλιά και είχε κρεμασμένα στο λαιμό του γυαλιά πρεσβυωπίας. Έβγαλε από μία πλαστική τσάντα ένα βιβλίο κι ένα μολύβι. Άνοιξε το βιβλίο σε μια τσακισμένη σελίδα και άρχισε να το διαβάζει.
Πέρασε κάμποση ώρα με τον άγνωστο αυτόν κύριο να διαβάζει και να σημειώνει πάνω στο βιβλίο και το μικρό μας φίλο να τον κοιτάζει με περιέργεια που όλο και μεγάλωνε.
Κάποια στιγμή, ο άγνωστος γύρισε το βλέμμα του προς το παιδί. Είχε αντιληφθεί ότι τράβηξε την προσοχή του μικρού. Του χαμογέλασε!
– Γεια σου μικρέ! Είσαι καλά; Μήπως χρειάζεσαι κάποια βοήθεια;
– Όχι, όχι. Μια χαρά είμαι. Με συγχωρείτε. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω.
– Δε με ενόχλησες, μην ανησυχείς. Όμως, τι κάνεις εδώ μόνος σου; Ψάχνεις κάτι;
– Ναι ψάχνω…Τι να σας λέω τώρα. Ξέρετε, ψάχνω τον τρόπο για ν’ αλλάξω τον κόσμο.
– Μάλιστα, ενδιαφέρον, μπόρεσε να πει ο άγνωστος καθώς δεν περίμενε ποτέ μια τέτοια απάντηση.
– Πάντως, πρέπει να είναι πολύ ωραίο αυτό που διαβάζετε. Αλήθεια, με τι ασχολείστε;
– Δάσκαλος είμαι και όντως αυτό που διαβάζω το βρίσκω πολύ ωραίο.
– Δηλαδή, κανονικός δάσκαλος, σε σχολείο;
– Ναι, ήμουνα και σε σχολείο…κανονικός, απάντησε γελώντας ο άγνωστος κύριος.
– Τώρα δεν είστε;
– Τώρα δεν είμαι. Έφυγα. Παραιτήθηκα που λέμε εμείς οι μεγάλοι όταν μιλάμε επίσημα.
– Και τώρα τι κάνετε;
– Μόνο το δάσκαλο ξέρω να κάνω αλλά όχι σε σχολείο. Να σου πω. Μήπως πεινάς; Γιατί εμένα το στομάχι μου αρχίζει και διαμαρτύρεται.
– Η αλήθεια είναι ότι και το δικό μου διαμαρτύρεται.
– Λοιπόν, πετάγομαι δυο λεπτά να φέρω κάτι να φάμε και συνεχίζουμε. Να με περιμένεις όμως, μη φύγεις. Και κάτι άλλο. Να μου μιλάς στον ενικό αλλιώς σταματάμε την κουβέντα. Εντάξει;
– Εντάξει, θα σας περιμένω και θα σας…θα σου μιλά ω στον ενικό.
Μετά από λίγα λεπτά ο άγνωστος δάσκαλος επέστρεψε κρατώντας δύο σάντουιτς. Έδωσε το ένα στο παιδί και κάθισε δίπλα του στο παγκάκι.
– Λοιπόν, τι λέγαμε; άρχισε την κουβέντα ο δάσκαλος.
– Λέγαμε που ήσουν κάποτε κανονικός δάσκαλος σε σχολείο και μετά έφυγες. Ε, αυτό! Να μου πεις γιατί έφυγες.
– Γιατί δεν μπορούσα πλέον να διδάσκω σε φοβισμένους μαθητές που είχα βάλει κι εγώ το χεράκι μου για να φοβούνται.
– Τι εννοείς; Τους μάλωνες;
– Κοίτα να δεις. Στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι, τα παιδιά από πολύ μικρά εκπαιδεύονται στο να φοβούνται.
– Τι να φοβούνται;
– Το λάθος και την τιμωρία.
– Δεν πολυκαταλαβαίνω.
– Το λάθος υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Είναι απαραίτητο, ευλογημένο γιατί μας διδάσκει και μας μαθαίνει ποιο είναι το σωστό. Αντί, λοιπόν, το λάθος να είναι καλοδεχούμενο από το δάσκαλο και το μαθητή, αντίθετα προκαλεί στο δάσκαλο αλλεργία, γιατί νομίζει ότι ευθύνεται εκείνος ντε και καλά και στο μαθητή πονοκέφαλο γιατί λόγω του λάθους θα τιμωρηθεί. Θα τον μαλώσει ο δάσκαλος ή ο γονιός και βέβαια θα πάρει κακό βαθμό.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα;
– Ποιο είναι;
– Για θυμήσου λίγο. Δεν κάνεις λάθη στο σχολείο;
– Κάνω. Ειδικά σε μαθήματα που δεν μου αρέσουν και πολύ.
– Πώς αισθάνεσαι όταν κάνεις λάθος και σε τιμωρούν γι’ αυτό;
– Κάποιες φορές θυμώνω και τις υπόλοιπες σκέφτομαι πως ίσως δεν είμαι τόσο έξυπνος όσο χρειάζεται για να τα καταφέρω. Όμως αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ εύκολα.
– Για πες μου τώρα κάτι άλλο. Έχεις τιμωρηθεί ποτέ στο σχολείο;
– Ναι. Θυμάμαι μια φορά είχα κάνει κάτι πολύ κακό και η τιμωρία μου ήταν δίκαιη.
– Και το ξαναέκανες αυτό για το οποίο τιμωρήθηκες;
– Όχι βέβαια.
– Τι είχες κάνει;
– Να! Ένα παιδί στο διπλανό θρανίο, επειδή είμαι μελαχρινός, με αποκάλεσε γύφτο. Του όρμησα και καθώς έπεσε από την καρέκλα μάτωσε το κεφάλι του. Φοβήθηκε και πόναγε πολύ.
– Αν δεν σε τιμωρούσαν όμως, μήπως είχε σκοπό να το ξανακάνεις στην πρώτη ευκαιρία;
– Όχι σου είπα. Μόνο και μόνο που είδα το συμμαθητή μου μες στα αίματα σκέφτηκα πως δεν θα μου άρεσε καθόλου να ήμουν στη θέση του. Κατάλαβα το λάθος μου πριν καν με τιμωρήσουν.
– Και δε μου λες; Γιατί σ’ ενόχλησε που σε είπε γύφτο;
– Μ’ ενόχλησε γιατί δεν είμαι γύφτος.
– Είναι τόσο κακό να είσαι γύφτος; Σ’ ενόχλησε επειδή δεν ήσουν γύφτος ή επειδή το «γύφτος» χρησιμοποιείται υποτιμητικά σαν βρισιά;
– Εντάξει, το δεύτερο.
– Σκέφτηκες ποτέ για ποιο λόγο ο συμμαθητής σου αισθάνθηκε την ανάγκη να σε βρίσει; Του έκανες κάτι; Του προξένησες κάποιο κακό;
– Το σκέφτηκα αρκετά και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι έκρυβε κακία μέσα του. Εσύ γιατί λες ότι το έκανε;
– Δεν ξέρω! Συνήθως τα παιδιά δίνουν ότι εισπράττουν.
– Δηλαδή;
– Ο άνθρωπος, για να νιώθει ευτυχισμένος πρέπει να βρίσκεται σε σχέση αρμονίας και ελευθερίας με το περιβάλλον του και τον εαυτό του. Αυτό απαιτεί να βλέπει τον εαυτό του ως ίσο με τους άλλους. Ούτε ως ανώτερο ούτε ως κατώτερο των άλλων. Αν λοιπόν τον συμμαθητή σου κάποιος τον έκανε να νιώσει κατώτερός του ίσως κι εκείνος σ’ έβρισε για να νιώσει με τη σειρά σου ανώτερός σου. Αν, όμως το «γύφτος» δεν ήταν βρισιά αλλά απλά ένας φυλετικός ή εθνικός προσδιορισμός, τότε ούτε εσένα θα ενοχλούσε αλλά ούτε κι εκείνος θα το χρησιμοποιούσε για να σε κάνει να νιώσεις άσχημα.
– Η αλήθεια είναι ότι μπερδεύτηκα λίγο αλλά νομίζω πως έβγαλα κάποιο συμπέρασμα.
– Ποιο είναι αυτό;
– Ότι η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων οδηγεί στην ευτυχία τους. Όμως σκέφτομαι, αν είναι τόσο απλό, γιατί δεν το εφαρμόζουν οι άνθρωποι;
– Σύμφωνοι! Το «ίσοι» όμως δεν φτάνει αν δεν δεχτούμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός από τους άλλους. Αποτελεί ο καθένας ξεχωριστά μια μοναδικότητα. Όλοι ίσοι και όλοι διαφορετικοί λοιπόν. Έρχονται όμως κάποιοι χαρακτηρισμοί όπως όμορφος, δυνατός, έξυπνος, που ισοπεδώνουν τη μοναδικότητα. Η δική γνώμη είναι πως όλοι οι άνθρωποι είναι χαρισματικοί, ο καθένας με τα δικά του χαρίσματα και ταλέντα. Όμως, σπάνια μας δίνεται η δυνατότητα να αναδείξουμε τα χαρίσματα και τα ταλέντα μας. Τότε είναι που αρχίζει ο άνθρωπος να νιώθει δυστυχισμένος. Παύει να νιώθει ελεύθερος και αρμονικά δεμένος με τους γύρω του και τον εαυτό του.
– Και γιατί δεν αναδεικνύει τα χαρίσματά του; Ποιοι δεν τον αφήνουν.
– Αυτό είναι λίγο πολύπλοκο. Θα σου πω μια ιστορία πραγματική. Έχεις υπομονή να την ακούσεις ή βαρέθηκες;
– Έχω.
– Στο χωριό μου υπήρχε κάποιος που οι μεγάλοι έλεγαν ότι δεν έστεκε στα καλά του. Η αλήθεια ήταν πως δεν μιλούσε πολύ και στο καφενείο καθόταν πάντα μόνος του. Ήταν βοσκός. Βοσκούσε τα πρόβατα άλλων. Του έδιναν ελάχιστα χρήματα. Εκείνος, άλλωστε δεν απαιτούσε περισσότερα. Το περίεργο όμως είναι ότι εμείς τα παιδιά δεν τον φοβόμασταν. Όποτε βρισκόταν στο χωριό, ένιωθε δυστυχισμένος.
Σαν έμπαινε ο Μάης και βγαίναμε βόλτα στα χωράφια, πηγαίναμε και τον συναντούσαμε εκεί που βοσκούσε τα πρόβατα. Καθόμασταν κάτω από το φτελιά. Είχε στη μια του τσέπη καραμέλες και στην άλλη τη φλογέρα του.
Κάθε φορά που μας συναντούσε, αφού μας μοίραζε τις καραμέλες που είχε, μετά έβγαζε τη φλογέρα κι άρχισε να παίζει.
Και τότε, τα πουλιά στα δέντρα σταματούσαν να κελαηδούν και να τιτιβίζουν, από σεβασμό στους ήχους τους φλογέρας. Τα πρόβατα τέντωναν το λαιμό τους για να ακούνε καλύτερα κι εμείς τον παρακαλούσαμε να μη σταματήσει ποτέ. Το πρόσωπό του φωτιζόταν. Ίσως να ένιωθε την απόλυτη ευτυχία. Ποιος ξέρει.
– Ήταν ευτυχισμένος γιατί έκανε αυτό που αγαπούσε και τίποτα γύρω του δεν τον εμπόδιζε.
– Κι εγώ αυτό πιστεύω. Όμως με την κουβέντα πέρασε η ώρα κι εγώ πρέπει να φύγω. Εσύ τι θα κάνεις;
– Εγώ θα συνεχίσω το ταξίδι μου. Έχω δρόμο ακόμα.
– Εντάξει. Γεια χαρά.
– Ευχαριστώ, είπε το παιδί και συνέχισε το δρόμο του.
Πέρασε καιρός πολύς. Το παιδί μεγάλωσε γυρνώντας σε όλα τα μέρη της γης. Γνώρισε καινούργιους τόπους και συνάντησε ανθρώπους όλων των φυλών.
Ακόμα συνεχίζει το ταξίδι του και όσους συναντάει τους λέει πως ο κόσμος θα γίνεται τόσο καλύτερος όσο οι άνθρωποι πλησιάζουν όλο και πιο πολύ την ανθρώπινη φύση τους. Έχει σαν παραδείγματα πάρα πολλούς που το κατάφεραν. Είναι όλοι αυτοί που θυσιάστηκαν και εξακολουθούν να θυσιάζονται για το δικαίωμα των ανθρώπων να ζουν ελεύθεροι και σε αρμονία με τους άλλους και κυρίως με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Είναι όλοι αυτοί που γνωρίζουν ότι το χρήμα δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο. Όσο κι αν διαχρονικά η εξουσία προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους για το αντίθετο υπήρξαν και υπάρχουν πάρα πολλοί που το αμφισβητούν στην πράξη. Αποτελούν το φόβο και τον τρόμο της κάθε εξουσίας γιατί κάθε εξουσία στηρίζει την ύπαρξη και την επιβολή της στον πλούτο και όχι στην ανθρώπινη αξία.
ΤΕΛΟΣ
COMMENTS